Μην κλαις και μη γκρινιάζεις. . .
Η ανακοίνωση για το κλείσιμο του γνωστότερου νυχτερινού καταστήματος στην Ορεστιάδα, με ιστορία που φτάνει μέχρι εκεί που ζουν όσοι πέρασαν έστω για ένα σφηνάκι, δεν έσκασε σα βόμβα. Κάποια στιγμή θα συνέβαινε.
Θα συμβεί σε πολλά ακόμη μαγαζιά, συμβαίνει εδώ και χρόνια.
Προσωπικά στεναχωριέμαι κάθε φορά που κλείνει μία επιχείρηση.
Ακόμη περισσότερο αν κλείνει ένα μαγαζί με το οποίο είμαι δεμένος.
Υπάρχουν μαγαζιά που μπορείς να πηγαίνεις ξανά και ξανά. Υπάρχουν μαγαζιά που θα πας για μία φορά και δε θα ξαναπάς και μαγαζιά που δε θα πας ποτέ.
Και όταν μιλάμε για μαγαζιά, όλα είναι μαγαζιά. Και τα καφέ, και τα ρουχάδικα, και οι πάγκοι της λαϊκής και τα ΜΜΕ μαγαζιά τα λέμε.
Η κρίση για κάποιους είναι η εύκολη λύση, για κάποιους άλλους η κριτική και για κάποιους άλλους η κακία.
Ναι το πράγμα είχε ξεφύγει.
Άνοιξαν 30 καφέ, ενώ έπρεπε να υπάρχουν πέντε, εκδίδονται εφτά εφημερίδες, ενώ οικονομικά δε βγαίνει ούτε μία. . . στην Ορεστιάδα και στην Αλεξανδρούπολη, έκλεισαν όλοι οι κινηματογράφοι γιατί ούτε ένας δεν άντεξε. . .
Αν εξαιρέσουμε τους γνωστούς μαλάκες, τους κακούς επαγγελματίες και τα μνημόνια – μνημόσυνα, υπάρχει μία αλήθεια.
Την πίκρα την τρώει, ΜΟΝΟ αυτός που έτρωγε (ζούσε, εννοώ) από το μαγαζί.
Όλοι οι υπόλοιποι θα κλάψουν, αν θα κλάψουν, για λίγο.
Το μαρτύριο το τραβούν μόνο όσοι προσπαθούν να επιβιώσουν, όσοι προσπαθούν να τα βγάλουν πέρα, όσοι προσπερνούν τα όχι, τα χαστούκια του φορολογικού συστήματος, όσοι γνωρίζουν μόνο όσα γνωρίζει ο νοικοκύρης.
Υ.Γ. Όταν θα «κλαις» στο facebook, σκέψου όταν σου κτύπησαν την πόρτα. . . Την έκλεισες, χάρηκες, μετάνιωσες; Τώρα είναι αργά.
Η ζωή συνεχίζεται. Καλή δύναμη σ’ όλους όσοι το παλεύουμε για να μείνουμε ανοιχτοί.
Στην επιχειρηματική – εντός Έβρου – μνήμη, του καλύτερού μου (σε συναισθηματική διάσταση) φίλου.
Γιάννης Τομαδάκης