ΠανθρακικόςO Δημήτρης Ελευθερόπουλος ανέλαβε την τεχνική καθοδήγηση του Πανθρακικού.
Γεννημένος στον Πειραιά στις 7 Αυγούστου 1976, ο Δημήτρης Ελευθερόπουλος μεγάλωσε στην ιστορική συνοικία «Χατζηκυριάκειο». Δευτέρα με Παρασκευή αφοσιωνόταν στο σχολείο και το διάβασμα, εξ ου και το ότι σπούδασε ψυχολογία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Όμως το Σαββατοκύριακο οι γονείς του τον έχαναν. Από μικρή ηλικία ήταν συνεχώς με μια μπάλα… στα χέρια και τα πόδια! Άλλωστε, στην αγαπημένη του αλάνα υπήρχαν πλάι πλάι ένα γήπεδο ποδοσφαίρου κι ένα του μπάσκετ. Μια συζήτηση με τον πατέρα του, όμως, ήταν αρκετή ώστε να πειστεί μέσα σε ένα βράδυ να ασχοληθεί αποκλειστικά με το ποδόσφαιρο και να γίνει τερματοφύλακας. Από παιδί είχε ταλέντο, φυσικά προσόντα, προσωπικότητα, την καλώς εννοούμενη τρέλα καθώς και την αυτοπεποίθηση, ώστε να πετύχει σε μια θέση που, όπως ο ίδιος έχει δηλώσει, είναι ξεχωριστό άθλημα μες στο ίδιο το άθλημα!
Ποδοσφαιρικά ανδρώθηκε στις ακαδημίες του Ολυμπιακού, όπου εντάχθηκε όταν μια ημέρα τον ανακάλυψαν τυχαία οι «ερυθρόλευκοι», ενώ έπαιζε μπάλα στη γειτονιά του. Προωθήθηκε νωρίς στην πρώτη ομάδα και τη σεζόν 1994-1995 παραχωρήθηκε δανεικός στην Προοδευτική. Εκεί είχε την πρώτη του γεμάτη σεζόν ως επαγγελματίας παίκτης. Ο Κορυδαλλός ήταν το «ποδοσφαιρικό Πανεπιστήμιο» για τον ίδιο. Γαλουχήθηκε σαν χαρακτήρας και μέσα από τις εμφανίσεις του κέρδισε μια θέση στο ρόστερ του Ολυμπιακού την επόμενη χρονιά. Ξεκίνησε την περίοδο 1995-1996 ως τρίτος τερματοφύλακας και στην πορεία, πριν καν συμπληρώσει τα 20 του, έγινε βασικός κι αναντικατάστατος και τέλος της χρονιάς πανηγύρισε τον πρώτο του τίτλο.
Ακολούθησε μια οκταετία στον Ολυμπιακό, κατά τη διάρκεια της οποίας απέκτησε σπουδαίες παραστάσεις παίζοντας σε ευρωπαϊκές διοργανώσεις, φόρεσε τη φανέλα με το εθνόσημο στο στήθος και με το «σπαθί» του ανάγκασε πολλούς να τον θεωρούν έναν από τον καλύτερο Έλληνα γκολκίπερ. Το 2000, μάλιστα, οι Ιταλοί τερματοφύλακες, στην ετήσια γιορτή τους, τον βράβευσαν ως τον κορυφαίο πορτιέρο στην Ευρώπη εκείνης της περιόδου. Με την ομάδα του Πειραιά κατέκτησε 7 Πρωταθλήματα (1997, 1998, 1999, 2000, 2001, 2002, 2003) και 1 Κύπελλο Ελλάδας (1999). Αυτό το κεφάλαιο της καριέρας του ολοκληρώθηκε στις 31 Ιανουαρίου του 2004, με τον Ελευθερόπουλο να αποφασίσει να αγωνιστεί στην Ιταλία.
Για μια πενταετία διέγραψε μια αξιοπρόσεχτη καριέρα στη γειτονική χώρα. Πρώτος «σταθμός» της πορείας του στην Ιταλία ήταν η Μεσίνα και 1,5 χρόνο μετά υπέγραψε σε μια από τις πιο ιστορικές ομάδες της Ευρώπης. Φόρεσε τη φανέλα της Μίλαν, έστω κι αν με αυτή δεν αγωνίστηκε σε κανένα επίσημο παιχνίδι κι έτσι δόθηκε δανεικός στη Ρόμα. Το καλοκαίρι του 2006 μετακινήθηκε στην Άσκολι, ενώ την επόμενη διετία υπερασπίστηκε την εστία της Σιένα. Το 2009 αποχώρησε από το Καμπιονάτο, έχοντας καταγράψει συνολικά πάνω από 40 συμμετοχές στη Serie A.
Επέστρεψε στην Ελλάδα κι αγωνίστηκε τη σεζόν 2009-2010 στον ΠΑΣ Γιάννινα, κάνοντας 16 εμφανίσεις, την επόμενη στον Ηρακλή Θεσσαλονίκης, με 28 συμμετοχές, ενώ η τελευταία του ομάδα ως ποδοσφαιριστής ήταν ο Πανιώνιος. Το καλοκαίρι του 2011 φόρεσε τα κυανέρυθρα, ωστόσο το Δεκέμβριο της αγωνιστικής περιόδου που ακολούθησε τα προβλήματα τραυματισμών, που χρόνια τον ταλαιπώρησαν, τον ανάγκασαν να «κρεμάσει» τα γάντια του.

ΠΡΟΠΟΝΗΤΙΚΗ ΚΑΡΙΕΡΑ
Στον Πανιώνιο, ωστόσο, έκανε το πρώτο του βήμα σαν προπονητής την επόμενη χρονιά. Έμεινε στον πάγκο της ομάδας της Νέας Σμύρνης από το Μάιο του 2012 μέχρι και τις 16 Φεβρουαρίου του 2013, έχοντας σαν απολογισμό 9 νίκες, 1 ισοπαλία και 15 ήττες σε 25 παιχνίδια συνολικά σε Super League και Κύπελλο και προλαβαίνοντας να βάλει τις βάσεις για την επίτευξη του στόχου της παραμονής στην κατηγορία, στο τέλος εκείνης της σεζόν.
Τη σεζόν 2013-2014 εργάστηκε για ένα εξάμηνο στην Κύπρο και πιο συγκεκριμένα στην ΑΕΚ Λάρνακας, μετρώντας 6 νίκες, 4 ισοπαλίες και 5 ήττες σε 15 αγώνες. Πέρυσι τον Ιανουάριο ανέλαβε την τεχνική ηγεσία του Ολυμπιακού Βόλου, κάνοντας ως το τέλος μεγάλη προσπάθεια με τη θεσσαλική ομάδα για την άνοδο στη Super League, χωρίς επιτυχία, όμως, εν τέλει. Παρόλα αυτά, ο απολογισμός της θητείας του στο Βόλο ήταν θετικός, καθώς με τον ίδιο στην άκρη του πάγκου η ομάδα πανηγύρισε 13 νίκες, ενώ είχε, επίσης, 2 ισοπαλίες και 9 ήττες.