Επτά μήνες ανευθυνότητας, επτά μήνες διχασμού
Του Νίκου Τσολακίδη – Υποψήφιου βουλευτή Έβρου ΠΑΣΟΚ – Δημοκρατική Συμπαράταξη
Συμβαίνει συχνά τα καιρικά φαινόμενα να επαναλαμβάνονται μέσα στο χρόνο με την ίδια ένταση, τα ιστορικά γεγονότα όμως δεν έχουν περιοδικότητα, δεν επανεμφανίζονται ποτέ, ούτε ως φάρσα. Ακόμη και όταν οι ιστορικές εικόνες δίνουν την αίσθηση της ομοιότητας σε διαφορετικές εποχές, δεν είναι ίδιες, ούτε έχουν κοινά αίτια και αποτελέσματα. Οι τελευταίοι επτά μήνες της ελληνικής πραγματικότητας σε πολιτικό, οικονομικό, κοινωνικό επίπεδο, βγαλμένοι από τη σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας, -με τους οποίους οι ιστορικοί του μέλλοντος θα ασχοληθούν και θα έχουν να γράψουν πολλά-, θυμίζουν μια άτσαλη και κακή συρραφή κακέκτυπων ιστορικών στιγμών .
Η λαϊκή εντολή της 25ης Γενάρη ήταν σαφής και κατηγορηματική, κυβέρνηση της αριστεράς. Οι πολίτες είτε πείστηκαν ότι πλέον η αριστερά ωρίμασε και έπρεπε πέρα από το πεδίο της αντιπολίτευσης να δοκιμαστεί και στη διακυβέρνηση του τόπου, είτε ο λαός ωθήθηκε σε αυτή την απόφαση απελπισμένος και κυριολεκτικά ,γονατισμένος, από την πρωτοφανή κρίση και περιδίνηση που μας χτύπησε. Όμως και στις δύο εκδοχές η απόφαση του ήταν καθαρή. Προσδοκούσε λοιπόν μια νέα κυβέρνηση με κοινωνικό χαρακτήρα, με δικαιοσύνη, με πολιτικό DNA που θα εμπεριέχει πολιτικές για τον φτωχό και το οικονομικά απόκληρο και αποκλεισμένο κομμάτι της κοινωνίας, που σε περιόδους κρίσεων και ύφεσης πλήττεται περισσότερο. Όλα αυτά που δεν αποτελούσαν πόθους των συνανθρώπων μας αλλά απαίτηση μετά από πέντε και πλέον χρόνια δοκιμασίας, μέσα σε ένα περιβάλλον δικαίωσης και εθνικής ομοψυχίας, συναίνεσης και συνεργασίας των κοινωνικών ομάδων. Όμως οι ευσεβείς πόθοι που κάθε ηγέτης έχει για τη δική του πολιτική ανάδειξη και εγγραφή στο πάνθεον της ιστορίας, συχνά δεν ταυτίζονται με αυτούς που ο λαός έχει και δεν έχουν τις ίδιες πηγές αλλά και στόχους. Ο Αλέξης Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ ήρθαν στο προσκήνιο με σύνθημα και ρητορική τη ρήξη και την ανατροπή. Ρήξη με τις λεγόμενες ‘’παλαιοκομματικές’’ και ‘’ευρω – προσκυνημένες‘’ δυνάμεις που έφεραν τη χώρα στην καταστροφή μετά από σαράντα χρόνια ‘’κακής’’ διακυβέρνησης και βέβαια εφεύραν και εφάρμοσαν απάνθρωπα μνημόνια για να τη σώσουν μετά, ανατροπή του πολιτικού σκηνικού που συντηρούσε, -κατά την άποψη του κ. Τσίπρα-, τις καθεστωτικές παλαιοκομματικές παρέες της συντήρησης και της διαπλοκής, οι οποίες έθεταν φραγμό στην πρόοδο και την ευημερία του λαού.
Έτσι, στο βωμό του βαθέματος της δημοκρατίας και της δήθεν απόδοσης στο λαό κεντρικού ρόλου στη συν-απόφαση, ζήσαμε το ιουλιανό δημοψήφισμα, μια διαδικασία που τελικά αν δεν κρατούσε μόνο επτά μέρες, θα είχε επιφέρει τον ολοκληρωτικό εθνικό διχασμό. Τη διαίρεση που οι προηγούμενες γενιές έζησαν στο πετσί τους και στη ζωή τους, με αίτιο και ζητούμενο την πολιτική και κοινωνική δικαίωση. Ετούτη τη φορά ήταν ένας διαφορετικός ‘’εμφύλιος’’ ,που δημιουργήθηκε και διογκώθηκε από την αδυναμία και την ανεπάρκεια του ‘’ηγέτη’’ να λάβει δύσκολες αποφάσεις και να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων ως νόμιμα εκλεγμένος πρωθυπουργός, αντί αυτού προτίμησε να μετακυλήσει την ευθύνη στους πολίτες. Το ποιο επικίνδυνο απ’ όλα, ήταν ότι με συνεχή διαγγέλματα τόσο ο ίδιος, όσο και η γύρω του ηγετική πολιτική ομάδα, ενθάρρυνε και διόγκωνε αυτή τη διένεξη ανάμεσα σε ‘’προσκυνημένους’’ και ‘’πατριώτες’’, σε ‘’δοσίλογους ‘’και ‘’αντιστασιακούς’’. Αυτή η απαράδεκτη πρακτική, είχε ως συνέπεια να ανασυρθεί από το χρονοντούλαπο της εθνικής ντροπής, το πάθος, η μισαλλοδοξία, η μνησικακία, η εχθρότητα ανάμεσα σε αυτούς που ‘’υπερήφανα ‘’στήριζαν το όχι στην οικονομική αποικιοκρατία και σε εκείνους που επιθυμούσαν η χώρα να μείνει στην αυτονόητη, με κόπο και θυσίες, κατακτημένη ευρωπαϊκή πορεία.
Όταν λοιπόν έχοντας κάνει επίδειξη ισχύος με το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, -διαπίστωσε μέσα στη φρενίτιδα του για δόξα αριστερού αναμορφωτή της γηραιάς ηπείρου-, ότι αυτή δεν ήθελε να αλλάξει και να ακολουθήσει τη δική του διαδρομή, τουλάχιστον αυτή τη χρονική συγκυρία, τότε ήρθε η προσγείωση και του λαού, που για λίγα εικοσιτετράωρα έζησε τη μέθη ότι είναι το επίκεντρο του κόσμου. Ήρθε η οδυνηρή διαπίστωση, ότι δεν είμαστε ο ομφαλός της γης, αλλά μια χώρα όπως όλες οι άλλες μέσα στην ευρωπαϊκή οικογένεια. Η αποκάλυψη της μπλόφας, ότι τελικά οι αγορές, δεν χορεύουν επειδή εμείς καταστρεφόμαστε, αλλά συνεχίζουν την καθημερινότητα τους, ότι οι άλλοι λαοί είναι το ίδιο ευφυείς με εμάς και ελάμβαναν μέτρα για να προστατευθούν. Καταφέρναμε να αναβαπτίσουμε τους εταίρους σε δανειστές και τοκογλύφους, επιτύχαμε να στρέψουμε εναντίον μας κάθε υπεύθυνη φωνή που έβλεπε το ελληνικό ζήτημα με συμπάθεια αλλά και δίκαιο τρόπο, περάσαμε με αφορμή τη δήθεν συνεχή και επίπονη διαπραγμάτευση στην απόλυτη ακυβερνησία. Κι όταν λοιπόν τελείωσε όλο αυτό το ταξίδι μέσα στα φώτα της διεθνούς δημοσιότητας, με αρκετές δόσεις σουρεαλισμού και ανέξοδου life style, επιστρέψαμε στη δύσκολη επόμενη μέρα. Σαν σε απόβραδο Κυριακής μετά από μια ανέμελη εκδρομή, με τη Δευτέρα θλιβερή και πεζή, να μας περιμένει. Καταλαβαίνοντας ότι η εποχή των μεγάλων επαναστάσεων όπως αυτές που μάθαμε στα σχολικά βιβλία έχει τελειώσει. Ότι πλέον οι ουσιαστικές αλλαγές και πρωτοπορίες, γίνονται με επιχειρήματα, με αλλαγή νοοτροπίας και απαιτούν ειλικρίνεια, συνεργασίες και συμπόρευση. Το εθνικό συμφέρον θυσιάστηκε στο βωμό της μικροπολιτικής και της εφήμερης ανερχόμενης πολιτικής καριέρας, διανθισμένης με γραφικότητα και ακατάσχετη παροχολογία. Αντί για πρόγραμμα και προτάσεις, ο λαός ξεδιψούσε καθημερινά με ευφυολογήματα, ‘’έξυπνες’’ πολιτικές κορώνες και κραυγές μιας δήθεν αντίστασης που δεν έγινε ποτέ, απέναντι στο τέρας των διεθνών καπιταλιστικών αρπακτικών των αγορών. Καταφέραμε μια εύθραυστη οικονομία που προσπαθούσε να συνέλθει, να την καταστρέψουμε και να την αποσταθεροποιήσουμε μέσα σε λίγους μήνες και όλα αυτά για να εξυπηρετηθούν και να δικαιωθούν οι ιδεοληψίες και οι αγκυλώσεις, μιας αριστερής κομουνιστογενούς παρέας, που δεν συγχώρησε ποτέ το ΚΚΕ που τους κατέστησε οπορτουνιστικό πολιτικό περιθώριο στα όρια του αμοραλισμού και δεν έπαψε επίσης ποτέ, να ζει με το όραμα της αριστεροσύνης και των συνθημάτων της δεκαετίας του 70’’ και του 80’’ σε έναν κόσμο που είχε ραγδαία αλλάξει. Αντί για βάθεμα της δημοκρατίας, επαναφέραμε αυτό που χρόνια προσπαθούσαμε να επουλώσουμε, τις πληγές του διχασμού και της αδελφικής έχθρας. Επτά μήνες στη διάρκεια των οποίων διογκώθηκαν τα ελλείμματα και περίσσεψε η αλαζονεία και η ανευθυνότητα, για τα Ιουλιανά που δεν επαναλήφθηκαν , για τα Σεπτεμβριανά που δεν έγιναν, για την αριστερή ευρωπαϊκή επανάσταση που όμως ελάμβανε χώρα ως ουτοπία μόνο εντός των συνόρων μας, για να ξεθυμάνει ένας ψευδο- επαναστατισμός που αναλώθηκε στο να καταθέτει στεφάνια στο σκοπευτήριο και να στήνει επιτροπές αποζημιώσεων και εθνικού χρέους. Το αποτέλεσμα, μια ακόμη διάσπαση της αριστεράς, από τις αμέτρητες που έχει στο ιστορικό της και μια κοινωνία που δεν κατάλαβε τι ακριβώς επιδίωκε ο κύριος Τσίπρας. Τι επιζητούσε λοιπόν; Τη δόξα ενός Che της Μεσογείου με κάθε τίμημα; Ή μήπως λίγο πριν καταστρέψει τη χώρα, συνειδητοποίησε ότι τα αναχρονιστικά οράματα ενός αριστερού εφήβου, ενίοτε όταν ενηλικιώνεται, παύουν να αποτελούν σημάδια από παιδικές ασθένειες και γίνονται εφιάλτες; Την προσεχή περίοδο θα αναμετρηθούμε με τους εαυτούς μας και τις ερινύες που άλλοι μας κληροδότησαν, τώρα που ο χορός έλαβε τέλος και από μηχανής θεός, δεν υπάρχει.