Τέχνη και δημόσιος χώρος
Του Παύλου Μιχαηλίδη*
Είναι δεδομένη η προστιθέμενη αξία της τέχνης και της αρχιτεκτονικής σε μια πόλη, τόσο σε ιστορικό επίπεδο όσο και στη σύγχρονη έκφανση της.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα στην Θεσσαλονίκη, όπου μετά από την ολοκλήρωση της ανάπλασης της παραλίας,το εμβληματικό έργο «Ομπρέλες» του γλύπτη Γιώργου Ζογγολόπουλου συγκινεί ιδιαίτερα τους περιπατητές και τους τουρίστες και μαζί με το άγαλμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου έφιππου, αποτελεί πλέον σήμα κατατεθέν.
Απέχοντας πολύ από τα τέτοια παραδείγματα η δημόσια τέχνη στον Δήμο μας, βρίσκεται σε εμβρυακό επίπεδο από τη στιγμή που δεν πλαισιώνεται από ένα ιδεολογικό και θεσμικό υπόβαθρο που θα την αναγνωρίζει ως βασικό παράγοντα κοινωνικής και οικονομικής ανάπτυξης. Μάλιστα εν μέσω της οικονομικής κρίσης είναι ίσως η κατάλληλη εποχή για ένα τέτοιο διάλογο, που θα ενισχύσει τους δεσμούς της τέχνης με την κοινωνία στην εποχή των συνεχών αλλαγών και των πολιτισμικών προκλήσεων που βιώνουμε στη χώρα μας.
Εξάλλου η πρόσφατη (μοναδική στα παγκόσμια χρονικά) γκάφα του Δημάρχου να καταστρέψει την προστατευτική «πατίνα», θεωρώντας ότι το μνημείο της Δόμνας Βισβίζη θα είναι καλύτερο αν «αστράφτει», αλλά και η διαρκής αμφισβήτηση του μεταλλικού γλυπτού για τη Βελανιδιά στην κυκλική πλατεία-είσοδο της Αλεξανδρούπολης, καταδεικνύουν τόσο την άγνοια των υπευθύνων όσο και την ανάγκη των πολιτών για ένα τέτοιο διάλογο.
Η δημόσια τέχνη είναι μια έννοια που βρίσκεται σε διαρκή αναθεώρηση, ακολουθώντας τις εξελίξεις και τις μεταμορφώσεις των δημόσιων χώρων της κάθε πόλης.
Με αυτό το σκεπτικό θα μπορούσαμε να ανοίξουμε μια συζήτηση για ενδεχόμενη μεταφορά του γλυπτού της «Βελανιδιάς» σε ένα διαφορετικό χώρο, γιατί όχι και σε μια δημοτική υπαίθρια γλυπτοθήκη.
Παρότι στην υπόλοιπη Ελλάδα τα τελευταία χρόνια επικρατεί μια τάση προς τις σύγχρονες μορφές δημόσιας τέχνης, η σχέση της τέχνης με τον δημόσιο χώρο είναι, ακόμα, ένα ανεξερεύνητο πεδίο. Ετσι, οι αποσπασματικές τοποθετήσεις υπαίθριων έργων τέχνης,
αποπροσανατολίζουν και απομακρύνουν κάθε ευκαιρία ενσωμάτωσης της τέχνης στην καθημερινότητα των πόλεων.
Σε αντίθεση με την χώρα μας, στο εξωτερικό θεσμικοί φορείς διαφόρων πόλεων υποστηρίζουν -τόσο «ιδεολογικά» όσο και υλικά- την παραγωγή σύγχρονης τέχνης για τον δημόσιο χώρο, είτε παραχωρώντας παραδείγματος χάριν ένα ελάχιστο ποσοστό του προϋπολογισμού δημόσιων κατασκευαστικών έργων στην τέχνη, είτε πάλι θεσπίζοντας φορείς που διαχειρίζονταν καλλιτεχνικούς διαγωνισμούς και παραγγελίες.
Ως δημοτική παράταξη θεωρούμε πως η Δημοτική αρχή οφείλει να διαφυλάττει, προστατεύει και συντηρεί τα γλυπτά έργα και μνημεία που υπάγονται στη δικαιοδοσία της και παράλληλα να επιδιώκει, στο μέτρο των οικονομικών δυνατοτήτων της, τη δημιουργία ή απόκτηση νέων με σκοπό την αισθητική αναβάθμιση της πόλης, τη διατήρηση της ιστορικής μνήμης, την απόδοση τιμής και τον εμπλουτισμό των δημόσιων χώρων με έργα τέχνης. Όλα αυτά μέσα από θεσμοθετημένες διαδικασίες με συλλογικές αποφάσεις των αρμόδιων Επιτροπών του Δήμου μας, οι οποίες δυστυχώς σήμερα και εκ του αποτελέσματος είναι παντελώς υποβαθμισμένες, απαξιώνοντας την παρουσία των αξιόλογων μελών τους.
Ως τελευταίο οφείλουμε να επισημάνουμε το γεγονός πως σήμερα η ιδιωτικότητα ενδυναμώνεται ολοένα περισσότερο, υποστηριζόμενη από τις νέες τεχνολογικές υποδομές. Η ιδιωτική ζωή αφήνει ολοένα και λιγότερα ίχνη στο Δημόσιο χώρο της πόλης. Ο καθένας μέσα από το σπίτι του παρακολουθεί τα όσα συμβαίνουν έξω, κυρίως από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. «Αν όμως έχουμε απορροφηθεί τόσο στα εν οίκω, θα μπορεί να έχει οποιαδήποτε παρουσία η τέχνη εν δήμω;»
* Δημοτικός σύμβουλος Αλεξανδρούπολης – Επικεφαλής δημοτικής παράταξης ΑΝΑΣΑ