Το σαλάμι και το φανταράκι
Συνομιλούσα με έναν φίλο μου επαγγελματία σε κεντρικό δρόμο της Ορεστιάδας, όχι μόνο για τις εκλογές, αλλά και για άλλα θέματα.
Ξαφνικά πλησιάζει ένας νεαρός με μία σακούλα σούπερ μάρκετ, κοντοστέκεται έξω από ένα γυράδικο και συνεχίζει το δρόμο του.
Στο ένα χέρι κρατούσε λίγο ψωμί και σαλάμι. Στο άλλο χέρι τη συσκευασία του σαλαμιού, που ήταν ιδιωτικής ετικέτας και αναγράφονταν 1 Ευρώ.
Το σούπερ μάρκετ, απείχε από το σημείο που στεκόμασταν αρκετά.
Προφανώς το φανταράκι, πήγε ψώνισε, περπάτησε, κατέβηκε, ανέβηκε, θα ξανανέβει, μέχρι να επιστρέψει στη μονάδα του. . .
Υποθέσαμε ότι είχε μόνο λίγα ευρώ στην τσέπη, ότι προσπαθεί να τα βγάλει πέρα μέχρι το τέλος του μήνα, μέχρι να του ξαναστείλουν οι δικοί του, αν έχουν . . .
Έχουν περάσει σχεδόν δέκα χρόνια απ’ όταν πήγα φαντάρος. Και τότε υπήρχαν παιδιά χωρίς λεφτά.
Και τότε υπήρχαν παιδιά που δεν έβγαιναν από το στρατόπεδο γιατί δεν είχαν ούτε για έναν καφέ.
Κάθε εποχή έχει τη δυσκολία της, κάθε φαντάρος ζει με τις σκέψεις και τα όνειρά του.
Κι όπως μου είπε ο συνομιλητής μου, «ευτυχώς που είναι φαντάρος και δεν έχει κάτι άλλο να σκεφτεί».
Την επόμενη φορά που θα βρεθώ σε μέρος όπου υπάρχουν φαντάροι, θα φέρω ξανά στο νου μου, τη δική μου θητεία και θα τους κεράσω μία ρετσίνα.
Ίσως να έχουν, ίσως όχι, ίσως να θέλουν να πιουν και να θυμούνται και κάτι ευχάριστο από τον Έβρο.
Γιάννης Τομαδάκης