Άρθρο του μητροπολίτη Αλεξανδρούπολης Ανθίμου
Μιὰ συμφωνὶα σιωπῆς τῶν ἱστορικῶν στηριγμὲνη σὲ ἀρκετὲς ἐνοχὲς τῶν συγχρόνων της, καλύπτουν ἐπιμελῶς τὸν βίο καὶ τὴν πολιτεία τῆς παράδοξης ἐκείνης γυναῖκας στὰ γόνατα τῆς ὁποίας ἀναπαύονταν καὶ μὲ τὶς θωπείες της ἡρεμοῦσε «ὁ τίγρης τῶν Ἰωαννίνων».

Εἶναι ἀμφίβολο ἂν ὑπῆρξε στὴν πραγματικότητα σύζυγος τοῦ Ἀλῆ πασᾶ Τεπελενλῆ ἡ κυρα-Βασιλική. Ἀναμφίβολο ὅμως εἶναι ὅτι ἡ κόρη τοῦ Κίτσου Κονταξῆ, προὔχοντα τῆς Πλεσιβίτσας, ὑπῆρξε ἡ τελευταῖα καὶ παντοδύναμη εὐνοουμένη τοῦ τυράννου τῶν Ἰωαννίνων. Ἦταν σχεδὸν ἐλεύθερη στὸν γυναικωνίτη τοῦ Σεραγιοῦ. Εἶχε διατηρήσει τὴν θρησκεία της καὶ μάλιστα ὅταν κάποτε οἱ ἄλλες γυναῖκες τοῦ χαρεμιοῦ ἔπεισαν τὸν Ἀλῆ πασᾶ νὰ ἀπαιτήσει ἀπὸ τὴν Βασιλικὴ νὰ ἀλλαξοπιστήσει, ἐκείνη ντύθηκε στὰ μαῦρα, φόρεσε ἕνα σταυρὸ στὸ στῆθος, παρουσιάστηκε στὸν γέρο Ἀλῆ καὶ μὲ παρρησία τοῦ εἶπε, ὅτι ἡ ψυχή της ἀνήκει στὸ Σωτῆρα Χριστό. Ὁ Ἀλῆς δὲν δυσκολεύτηκε νὰ τῆς ἐπιτρέψει νὰ λατρεύει τὸν Ἰησοῦ καὶ νὰ ἔχει εἰκονοστάσι στὸ δωμάτιό της, ἀφοῦ ὁ ἴδιος ἦτο ἀνεξίθρησκος καὶ περισσότερο ἀπὸ τὸν Μωάμεθ καὶ τὸ Κοράνι σεβόταν τὸν ἅγιο Κοσμᾶ τὸν Αἰτωλό. Μιὰ εὐλάβεια την ὁποία ἐνέπνευσε καὶ ὑπέθαλπε ἡ κυρα-Βασιλικὴ καὶ τὸ χριστιανικὸ περιβάλλον της στὰ Σεράγια τῶν Ἰωαννίνων.

Στὸ νησὶ τῆς λίμνης ὁ Ἀλῆς προαισθανόμενος τὸ τέλος τῆς παντοδυναμίας του, διέταξε τὸν ἔμπιστο φίλο του Θανάση Βάγια νὰ φονεύσει τὴν Βασιλικὴ μετὰ τὸ θάνατό του. Ἀλλ’ ὁ Βάγιας δὲν τήρησε τὴν ὑπόσχεση ποὺ ἔδωσε στὸ μελλοθάνατο τύραννο ἤ ἐπειδὴ φοβήθηκε ἤ λυπήθηκε ἤ δὲν πρόλαβε ἤ τὸ πιθανώτερο δὲν ἔστερξε.
Μετὰ τὸ φόνο τοῦ Ἀλῆ ἡ κυρα-Βασιλική, ὁ Θανάσης Βάγιας καὶ ὁ ἀδελφός της Σῖμος Κονταξῆς ἐστάλησαν ἀπὸ τὸν Χουρσὶτ καὶ τὸν Κιοσὲ-Μεχμέτ, μέσω Λαρίσης καὶ Θεσσαλονίκης στὴν ΚΠολη. Ἦταν Φεβρουάριος τοῦ 1822.

Ἡ Ὀθωμανικὴ αὐτοκρατορία συνταράσσονταν τότε ἀπὸ τὴν τεράστια φήμη τῶν τόσο ζηλότυπα κρυμμένων θησαυρῶν τοῦ Ἀλῆ πασᾶ, δεδομένης τῆς κινητῆς περιουσίας του , ἡ ὁποία τὸν χρόνο τῆς καταστροφῆς του ἔφτανε τὰ 500 ἑκατομμύρια γρόσσια. Φαντάζεται δὲ ὁ καθ’ ἕνας τὴν ἔκπληξη τῶν μεγιστάνων καὶ τὴν ἀγανάκτηση τοῦ Σουλτάνου στὴν Βασιλεύουσα ὅταν ἔμαθαν, ὅτι τάχα τὸ ποσὸ τῆς δημευθείσης περιουσίας τοῦ Ἀλῆ ἔφτασε τὰ 45 ἑκ. μόνο. Καὶ ἀπὸ τὸ ὁποῖο, μόνο τὸ τέταρτο ἔφτασε στὴν Πόλη ὕστερα ἀπὸ ἀκατάσχετες καταχρήσεις καὶ ἁρπαγές. Ὅλοι στὸ Δοβλέτι πιὰ ἤλπιζαν ὅτι θὰ μάθαιναν τὴν ἀλήθεια τῶν καταχρήσεων καὶ τῶν ἁρπαγῶν, ἀλλὰ καὶ τὴ θέση τῶν κρυμμένων θησαυρῶν ἀπὸ τὴν κυρα-Βασιλική. Ἐκείνη μόλις ἔφτασε στὴν Πόλη ἀποφάνθηκε ὅτι οὔτε τὸ ἑκατοστὸ τῆς ἀξίας τῶν θησαυρῶν εἶχε περισωθεῖ, γιὰ νὰ πείσει δὲ γιὰ τὴν ἀλήθεια τῶν καταθέσεων της, πρόσθεσε ὅτι ἔλλειπε τὸ Μπὲλ-Χαντζάρ, τὸ ὁποῖο ὁ Ἀλῆς ἔφερε μ’ ἕνα ζευγάρι ἀσημένια πιστόλια πάντοτε στὴ μέση του. Τὸ Μπὲλ-Χαντζὰρ ἦταν δίστομο καὶ στὴν λαβή του εἶχε ἕνα μεγάλο διαμάντι τὸ ὁποῖο ὁ Ἀλῆς εἶχε ἀγοράσει μὲ ὑπέρογκη τιμὴ ἀπὸ τὸ βασιλᾶ τῆς Σουηδίας Γουσταῦο Ἀδόλφο. Τὸ χαντζάρι εἶχε κρατήσει ὁ Χουρσὶτ πασᾶς, γεγονὸς ποὺ ἔκανε ὀργισμένο τὸν Σουλτάνο νὰ τὸν καταδικάσει σὲ θάνατο. Μόλις τὸ ἔμαθε ὁ Χουρσίτ, βρισκόμενος στὴ Λάρισα, γιὰ ν’ ἀποφύγει τὸν ἀτιμωτικὸ θάνατο, πρόλαβε καὶ δηλητηριάσθηκε.

Ὁ τότε Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Ἄνθιμος κατόρθωσε καὶ ἐλευθέρωσε τὴν κυρα-Βασιλικὴ καὶ τοὺς συνοδούς της καὶ τοὺς ἔθεσε ὑπὸ τὴν προστασία καὶ τὴν ἐπιτήρηση τῶν Πατριαρχείων. « Ἐφελκύσασα τὴν εὐμένειαν καὶ τὴν ἀνακτoρικὴν φιλανθρωπίαν, τὴν δικαίαν εὔνoιαν καὶ προνοητικὴν διάθεσιν τοῦ ὑψηλοῦ Δοβλετίου, παρεδώθη εἰς τὰ Πατριαρχεῖα, ὑπὸ τὴν σκέπην τῶν ὁποίων, ἐπὶ ἱκανὰ ἔτη ζήσασα εἵλκυσεν ἐπίσης τὴν ἐκτίμησιν καὶ συμπάθειαν τριῶν Πατριαρχῶν, διὰ τὸν χριστιανικὸν ζῆλον καὶ τὴν φρόνησίν της». Αὐτὸ φυσικά, συνέβη ὅταν χάθηκε ἀπὸ τὴν Ὑψηλὴ Πύλη κάθε ἐλπίδα νὰ ἀνευρεθοῦν οἱ θησαυροὶ τοῦ Ἀλῆ πασᾶ. Γιὰ ἀρκετὸ καιρὸ ἡ κυρα-Βασιλικὴ ἔμεινε χωρὶς περιουσία καὶ τὸ Πατριαρχεῖο ἀνέλαβε ὅλα της τὰ ἔξοδα, ὑπέρογκα γιὰ τὴν ἐποχή, ἀφοῦ ἔφτασαν στὰ δύο πρῶτα χρόνια τὰ 17.273 γρόσσια. Ἀπὸ Πατριαρχικοὺς Κώδικες καὶ Ἐπιστολὲς τριῶν πατριαρχῶν, τοῦ Ἀνθίμου, τοῦ Χρυσάνθου καὶ τοῦ Ἀγαθαγγέλου, πληροφορούμεθα ὅτι τόσο οἱ πρωθιεράρχες ὅσο καὶ οἱ ἀρχιερεῖς τοῦ Θρόνου ἀναφέρονται μὲ πολὺ σεβασμὸ καὶ εὐγένεια στὴν «Κυρία Bασιλική», τὴν παράδοξη ἐκείνη γυναῖκα ποὺ γιὰ πολλὰ χρόνια κρατοῦσε στὰ χέρια της τὶς τύχες ἑνὸς ὁλοκλήρου κόσμου καὶ μάλιστα ἑλληνικοῦ. Γιὰ τὴν «εὐγενικὴ δέσποινα», «ὑψηλὴ φιλοξενουμένη» τοῦ Πατριαρχείου καὶ γιὰ τὶς ὑποθέσεις της, ἐξαπολύθηκαν τὰ ἐξῆς Πατριαρχικὰ Γράμματα:
α. Τοῦ πατριάρχου Χρυσάνθου πρὸς τὸν μητροπολίτη Ἰωαννίνων Γαβριήλ, γιὰ νὰ ἐπιστατήσει «εἰς ὅσα ἡ εὐγένειά της ἔγραφε περὶ τῶν ἰδίων καὶ ἀτoμικῶν ὑπoθέσεών της».
β. Τοῦ αὐτοῦ πατριάρχου συστατικὸ πρὸς τὸν μητροπολίτη Γρεβενῶν Ἄνθιμο ὑπὲρ τῆς Μαρίας, δούλης τῆς κυρα-Βασιλικῆς, «γιὰ νὰ συντελέσει ὥστε ὁ μητροπολίτης Tρίκης νὰ πληρώσει σ’αὐτὴν τὸ ἐκ δύο χιλιάδων χρέος του».
γ. Τοῦ πατριάρχου Ἀγαθαγγέλου πρὸς τοὺς ἱερεῖς καὶ προκρίτους τῶν χωριῶν Παρακαλάμου «γιὰ νὰ προστατεύσουν τὰ ἐκεῖ κτήματα τοῦ κυρ-Σίμου,ἀδελφοῦ τῆς κυρα-Bασιλικῆς».
δ. Τοῦ ἰδίου πατριάρχου πρὸς τὸν ἡγούμενο τῆς Ἐξαρχίας Γερομερίου Ἀγάπιο, γιὰ τὴν ἴδια ὑπόθεση.
ε. Τοῦ πατριάρχου Ἀνθίμου πρὸς τὸν μητροπολίτη Ἰωαννίνων Γαβριὴλ καὶ τὸν ἐπίσκοπο Δρυϊνουπόλεως, γιὰ ὑποθέσεις τοῦ κυρ-Σίμου.
στ. Τοῦ πατριάρχου Ἀγαθαγγέλου πρὸς τὴν ἴδια τὴν κυρα-Βασιλική, ἐνῶ αὐτὴ ἦταν ἐξορία στὴν Προύσα, ὅπου τῆς ἔλεγε ὅτι ἐλπίζει καὶ προσεύχεται νὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὴν «δεινὴ ὑπερρορία», τὴν ὀνομάζει «θυγατέρα περιπόθυτoν», καὶ τῆς εὔχεται «ἐκ ψυχῆς διὰ ρημάτων στοργικῶν τὰς θερμοτέρας τῶν εὐχῶν».

Δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι συμπτώσεις τὸ γεγονὸς ὅτι τὸ Πατριαρχεῖο τὴν φιλοξενοῦσε σὲ ἱστορικὰ «ὀσπίτια» τὰ ὁποῖα μάλιστα εἶχαν πρὶν λίγα χρόνια συν¬δεθεῖ μὲ τὴν δράση τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ στὰ προάστειά της. Οὔτε ἀκόμα ὅτι διατηροῦσε στενὸ σύνδεσμο μὲ ἱστορικὰ πρόσωπα ποὺ εἶχαν ἐπαφὴ μὲ τὴν ἀγωνιζόμενη Ἑλλάδα. Τὰ παραπάνω βεβαι¬ώνουν τὴν ἄποψη ὅτι ἡ κυρα-Βασιλικὴ δὲν ἦταν ξένη μὲ τὴν ἀρχικὴ κίνηση ποὺ ἀνέμιξε τὸν τύραννο τῶν Ἰωαννίνων στὴν κίνηση τῶν Φιλικῶν καὶ στὴν ἐθνεγερσία.

Ἴσως νὰ κίνησε κάποιες ὑποψίες στὸ Δοβλέτι γι’ αὐτὸ ξαφνικὰ χωρὶς νὰ ἀνα¬φέρονται οἱ λόγοι, ἡ κυρα-Βασιλικὴ ἐξορίστηκε στὴν Προύσα, στὰ τέλη Μαρ¬τίου 1828. Εἶχε προηγηθεῖ ἡ καταστροφὴ τοῦ Ναυαρίνου καὶ ἡ Ὑψηλὴ Πύλη ἐκτόπισε ὅσους θεωροῦσε ὑπόπτους. Στὴν Προύσα ἦταν τότε ἐκτοπισμένες καὶ οἱ μεγάλες ἡγεμονικὲς οἰκογένειες Μαυρογέννους, Σούτσου, Καλλιμάχη κλπ. Ἀμέσως ἡ «εὐγενὴς Kυρία» ἔγινε ἀποδεκτή. Εἶναι ἄγνωστο τὸ τί μεσολά¬βησε καὶ ξαφνικὰ στὴν Προύσα ἔπαυσε νὰ δανείζεται ἀπὸ τὸ Φανάρι, ἐξόφλη¬σε τὰ χρέη της τῶν προηγουμένων ἑπτὰ χρόνων, βρέθηκε μὲ σοβαρὴ περιουσία στὰ χέρια της κι ἀναφέρεται ὅτι ἄρχισε μάλιστα νὰ εὐεργετεῖ ναούς, μονές καὶ φτωχὲς χριστιανικὲς οἰκογένειες. Στοὺς Κώδικες τῆς Ἱερᾶς Μητροπό¬λεως Προύσης, ἀναφέρεται σὲ πολλὲς περιοδείες της στὶς Μονὲς καὶ στὰ γύρω χωριά, «πάντοτε καλυμμένη, μὲ τὸ μαῦρο πέπλο της καὶ τὴν ἀπαστράπ-τουσα ἀπὸ καθαρότητα ἐσθῆτα της». Γιὰ δεκαοκτὼ μῆνες διετέλεσε ἐξόριστη στὴν Προύσσα καὶ τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1829, μετὰ τὸν Ρωσσοτουρκικὸ πόλεμο, ἡ Ὑψηλὴ Πύλη ἀναγκάσθηκε νὰ τὴν ἀνακαλέσει μὲ ὅλους τοὺς ἄλλους ἐξο¬ρίστους. Σὲ ἐπιστολὴ τοῦ Πατριάρχου Ἀγαθαγγέλου φαίνεται ὅτι τὸ Φανάρι συνετέλεσε σοβαρὰ σ’ αὐτην τὴν ἀνάκληση:

Ἀγαθάγγελος ἐλέω Θεοῦ…
…Ἐπειδὴ κατ’ αὐτὰς δεδώκαμεν ταπεινὸν ἡμῶν τακρίρι πρὸς τὸ πολυχρόνιον καὶ κραταιὸν δοβλέτι ἐξαιτητικὸν τῆς ἀπαλλαγῆς καὶ εἰς τὰ ἴδια ἐπιστροφῆς καὶ ἐπανακάμψεως ὑμῶν τῶν ἐν τῇ δεινῇ ταύτῃ ὑπερρορία, κρίμασιν οἷς οἶδε Κύριος, ἐφ’, ἱκανoὺς χρόνους κατατρυχομένων, εἰσακουσθείσης τῆς δεήσεως ἡμῶν…
Ὁ Κωνσταντινουπόλεως καὶ ἐν Χῳ εὐχέτης.
ᾳωηθ’ Ὀκτωβρίου δ’

Γιὰ τὴν κυρα-Βασιλικὴ ὅμως, δόθηκε ἡ ἐντολὴ νὰ ἐπιστρέψει στὴν Ἤπειρο.
Τὸ 1830 ἔφτασε στὴν Θεσσαλία. Ἀπὸ καλῶς νοουμένη ὑπερηφάνεια δὲν γύρισε στὰ Γιάννενα ἀλλὰ κατέβηκε στὸ Ναύπλιο καὶ ζήτησε τὴν προστασία τοῦ Κυβερνήτη Ἰωάννη Καπποδίστρια. Γιὰ τὴν ἐπίσκεψη αὐτὴ γράφτηκαν πολλά. Θεωρεῖται βέβαιο ὅτι στὸν Κυβερνήτη μίλησε γιὰ τοὺς θησαυροὺς τοῦ Ἀλῆ πασᾶ. Ἡ μετὰ ἀπὸ λίγο δολοφονία τοῦ Κυβερνήτη, δὲν ἐπέτρεψε νὰ ἀποδειχθεῖ τίποτε. Ἡ ἴδια ἐγκατέλειψε ἀμέσως τὸ Ναύπλιο καὶ κατέφυγε στὸ Μεσολόγγι, ὅπου γνώρισε τὸ μῖσος πολλῶν καὶ τὴν ἀντιπάθεια ἄλλων. Τελικὰ τὸ πανίσχυρο ἐκεῖνο πλάσμα κατέρρευσε ὅταν ἄρχισαν νὰ τὴν περιφρονοῦν καὶ οἱ συγγενεῖς της, ποὺ μέχρι τώρα εἶχαν εὐεργετηθεῖ ἀπὸ ἐκείνη καὶ ζοῦσαν παρασιτικὰ στὴ σκιά της. Ἀπομονώθηκε καὶ ἄρχισε νὰ πίνει. Ἐλάχιστες ἑλληνίδες ἀρχοντικῶν οἰκογενειῶν, ἐπισκέπτονταν αὐτὴν ποὺ κάποτε «πρόσταζε τὸν Βεζύρη» καὶ τώρα φοροῦσε «ράκη χρυσοπάρυφα» ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἔβγαλε καὶ πούλησε τὰ τελευταῖα χρυσὰ κουμπιὰ γιὰ ν’ ἀγοράσει τὰ τελευταῖα ποτήρια τῆς ρακῆς.
Πέθανε καὶ ἐτάφη στὸ Αἰτωλικὸ στὰ 1835.
Οἱ κατάσπαρτοι θρύλοι γι’ αὐτὴν τὴν σιωπηλὴ καὶ παράδοξη γυναῖκα, δὲν θὰ κατορθώσουν ποτὲ νὰ διαμορφώσουν τὴν πραγματικὴ ἱστορικὴ προσωπικότητά της, μέσα στὴν ἀχλὺ ἐκείνης τῆς ἐποχῆς.

Τότε ποὺ ἀπαιτεῖτο ψυχικὸ κόστος, γιὰ νὰ ζήσουν ὅσοι τύχαινε νὰ βγοῦν ἀπὸ τὴν ξεγνοιασιὰ τῆς ἀνωνυμίας τοῦ πλήθους.