Κύριοι συνάδελφοι, το να μιλάει κανείς μετά τους Κοινοβουλευτικούς Εκπροσώπους τού δίνονται πολλά ερεθίσματα και γι’ αυτό είναι εύκολο να ξεφύγει απ’ αυτό το οποίο είχε ετοιμάσει να πει. Θα προσπαθήσω λοιπόν να το αποφύγω.
Θα κάνω όμως ένα σχόλιο για κάτι που με ενόχλησε ιδιαίτερα: Αρκετοί συνάδελφοι μίλησαν για <<φιάσκο κοινοβουλευτικής δημοκρατίας>>. Έχω να πω ότι αυτοί οι συνάδελφοι είναι αυτοί που κυρίως αξιοποιούν το Βήμα της Βουλής. Σε κάθε ευκαιρία σπεύδουν να το αξιοποιήσουν. Δεν είναι έξω απ’ αυτή τη διαδικασία διαλόγου η οποία υπάρχει στη Βουλή. Δεν είναι χωρίς ευθύνη.
Όσον αφορά στον τρόπο με τον οποίο νομοθετούμε την τελευταία περίοδο, έχω να πω ότι αναγνωρίζω -εγώ προσωπικά τουλάχιστον- ότι υπάρχει θέμα. Δεν μπορεί να συνεχίσουμε να νομοθετούμε διά πράξεων νομοθετικού περιεχομένου, ούτε με εύκολο τρόπο, όταν μάλιστα υπήρχε η δυνατότητα πιο έγκαιρης προετοιμασίας, δεν μπορούμε να χαρακτηρίζουμε συνεχώς σχέδια νόμου ως κατεπείγοντα.
Θα κάνω ένα σχόλιο για την ομιλία του κ. Μητρόπουλου ο οποίος για μία ακόμα φορά συνέκρινε ανόμοια πράγματα. Παρουσίασε κάποια στοιχεία της «Καθημερινής», συγκρίνοντας έναν αριθμούς του παρελθόντος που αναφέρεται σε ένα εκατομμύριο τόσους ανέργους με έναν αριθμό της σημερινής εποχής αλλα δε μας ανέφερε ότι στον πρώτο αριθμό περιλαμβάνονται και οι συμβασιούχοι και πιθανότατα περιλαμβάνονται και τα STAGE. Υπάρχει μείωση του αριθμού των υπαλλήλων που απασχολούνται στο δημόσιο την τελευταία περίοδο, αλλά όχι τόσο μεγάλου μεγέθους.
Όσο αφορά στην επιτάχυνση των διαδικασιών έκδοσης αποφάσεων επί πειθαρχικών αδικημάτων, που ήταν και το θέμα της κριτικής, νομίζω ότι εάν δεν υπάρχει μία άλλη πρόταση που να αντιμετωπίζει το καθεστώς της ατιμωρησίας που υπάρχει μέχρι τώρα στο δημόσιο και το οποίο είναι προκλητικό και προκαλεί και τους δημοσίους υπαλλήλους και τους πολίτες, τότε οι όποιες αντιρρήσεις κατά τη γνώμη μου γίνονται εκ του περισσού.
Βεβαίως θέλω να πω ότι έγινε κριτική και για έναν εποπτικό ρόλο που ανατίθεται από το νομοσχέδιο στο Σώμα Επιθεωρητών όσον αφορά στην παρακολούθηση των πειθαρχικών διαδικασιών. Δεν βρίσκω ποιο άλλο όργανο θα μπορούσε να αναλάβει αυτό τον εποπτικό ρόλο. Νομίζω ότι είναι μία πολύ εύστοχη επιλογή, αλλιώς είναι πολύ πιθανό οι διατάξεις οι οποίες θεσπίζονται και αφορούν την επιτάχυνση των διαδικασιών, εάν δεν υπάρχει τέτοια εποπτεία, να μην εφαρμοστούν εν τέλει στην πράξη. Αυτές οι αντιρρήσεις, εάν δεν συνοδεύονται και από κάποια άλλη πρόταση, πραγματικά δεν υφίστανται.
Το επίμαχο ζήτημα της παραγράφου ΣΤ.12 είναι οι ρυθμίσεις που αφορούν την κατάργηση των οργανικών θέσεων. Τι ουσιαστικά διευκρινίζεται στην παράγραφο; Πως όπως ακριβώς αντιμετωπίζονται οι μόνιμοι δημόσιοι υπάλληλοι, έτσι ακριβώς αντιμετωπίζονται οι ΙΔΑΧ του δημοσίου, αλλά και οι υπάλληλοι των ανεξάρτητων Αρχών -που είναι ΙΔΑΧ εκ των πραγμάτων- των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου, των ΟΤΑ Α’ και Β’ βαθμού. Είναι προς τη θετική κατεύθυνση αυτή η ρύθμιση και θα πρέπει να το παραδεχθούμε.
Για τα Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου εκείνο το οποίο ξεκαθαρίζει -και για το οποίο έγιναν αναφορές από πολλούς συναδέλφους- είναι ότι σε περίπτωση κατάργησης οργανικών θέσεων και κατάργησης ολόκληρης της Υπηρεσίας, τότε προβλέπεται η καταγγελία των συμβάσεων.
Δεν έγινε, όμως, αρκετή αναφορά σ’ αυτό που προβλέπεται, στο ότι, δηλαδή, οι υπάλληλοι που θα απομακρυνθούν υποχρεωτικά από το δημόσιο, θα αντικαθίστανται άμεσα από νέους υπαλλήλους με βάση την αναλογία 1:1.
Κύριοι συνάδελφοι, είναι πολύ σημαντική αυτή η ρύθμιση γιατί όλοι γνωρίζουμε ότι το ελληνικό δημόσιο <<γερνάει>> κυρίως λόγω του ότι εδώ και αρκετά χρόνια ισχύει η αναλογία του 1:5, δηλαδή, πέντε αποχωρήσεις – μία πρόσληψη. Η γήρανση αυτή είναι οφθαλμοφανής και δημιουργεί πρόβλημα.
Δεν αναφέρομαι μόνο στην βιολογική γήρανση. Το σημαντικότερο ζήτημα είναι πως δεν υπάρχει ανανέωση όσον αφορά τις γνώσεις στο δημόσιο. Γνώσεις τις οποίες παρέχουν ελληνικά και ξένα πανεπιστήμια σε νέους ανθρώπους και οι οποίες είναι απαραίτητες.
Είναι, λοιπόν, πολύ σημαντική αυτή η ρύθμιση. Εκτιμώ ότι αυτή την περίοδο, στην οποία επιχειρείται μια μεγάλη τομή, αυτή της διοικητικής μεταρρύθμισης, είναι πολύ χρήσιμη.
Όσον αφορά τον αριθμό των υπαλλήλων, που έγινε επίσης πολύ μεγάλη συζήτηση, θα ήθελα να πω τα εξής: Συγκρίνουμε ανόμοια πράγματα και σε αυτήν την περίπτωση. Λέγεται -και είναι αλήθεια- ότι ο μέσος όρος των δημοσίων υπαλλήλων στην Ευρώπη των είκοσι επτά είναι μεγαλύτερος από τον αριθμό των δημοσίων υπαλλήλων στην Ελλάδα. Αυτό που δεν αναφέρεται είναι το τι παράγουν οι δημόσιοι
υπάλληλοι στις χώρες τις Ευρώπης -ιδιαίτερα σε αυτές που λειτουργούν καλύτερα- και το τι παράγει το δημόσιο και οι δημόσιοι υπάλληλοι στην Ελλάδα.
Είναι, βέβαια, γνωστό ότι υπάρχει μια μεγάλη μείωση του αριθμού των δημοσίων υπαλλήλων. Υπάρχει η πρόβλεψη ότι μέχρι το τέλος του 2015 θα έχουμε μια μείωση που θα φτάσει ή και θα ξεπεράσει τις εκατόν ογδόντα χιλιάδες και θα υπάρξει πρόβλημα υπόστασης και λειτουργίας αρκετών υπηρεσιών.
Επομένως, το θέμα της κινητικότητας ή η καθιέρωση την έννοιας του κρατικού υπαλλήλου, είναι κάτι το οποίο οφείλουμε να το υιοθετήσουμε όλοι μας.
Βεβαίως, οφείλω να παραδεχθώ και να τονίσω για ακόμη μια φορά, ότι για την κατάσταση στο ελληνικό δημόσιο η κατανομή των ευθυνών γίνεται με έναν τρόπο άδικο. Συλλήβδην ενοχοποιούνται όλοι οι δημόσιοι υπάλληλοι, ενώ υπάρχει ένας πολύ μεγάλος αριθμός που προσφέρουν πολύ πέραν του καθήκοντός τους, υπάρχει ένας μεγάλος και σημαντικός αριθμός υπαλλήλων που έχουν διάθεση για δουλειά και πολλά προσόντα, αλλά δεν αξιοποιούνται γιατί δεν έχουν ρόλους -δεν τους έχουν ανατεθεί αρμοδιότητες- υπάρχουν οι ακατάλληλοι για τους οποίους όλοι θα πρέπει να συμφωνήσουμε στο ότι πρέπει να βρούμε έναν αντικειμενικό τρόπο για να τους απομακρύνουμε και υπάρχουν και οι ΙΔΑΧ, πολλοί από τους οποίους είναι πολύ σημαντικοί υπάλληλοι, με σημαντικά προσόντα, γι’ αυτό και αντιμετωπίστηκαν όπως αντιμετωπίστηκαν.
Τελειώνω με μία παρατήρηση. Θέλω να κάνω μια αναφορά στην αποσυρθείσα διάταξη. Και θέλω να σταθώ ιδιαίτερα σ’ αυτό.
Είναι γνωστό ότι συμβασιούχοι ορισμένου χρόνου παραμένουν στο δημόσιο για αρκετά χρόνια –δεν ξέρουμε για πόσα ακριβώς- με τις προσωρινές διαταγές. Δεν είναι ένα ζήτημα το οποίο θα πρέπει να το αντιμετωπίσουμε; Εγώ δεν λέω ότι έγινε με τον πιο εύστοχο τρόπο. Εν πάση περιπτώσει, όμως, δεσμεύτηκε η Κυβέρνηση ότι αμέσως μετά το Πάσχα θα υπάρξουν ρυθμίσεις, στέρεες νομικά και αποδεκτές συνταγματικά, με τις οποίες θα αντιμετωπιστεί αυτό το πρόβλημα. Δεν μπορώ να φανταστώ ότι θα συνεχιστεί αυτό το καθεστώς, τη στιγμή που ψάχνουμε τρόπους να απομακρύνουμε υποχρεωτικά μονίμους υπαλλήλους από το δημόσιο. Έτσι θα διασκεδάσουμε και θα διαλύσουμε και τις φήμες ότι οι προσωρινές διαταγές αφορούν γραφεία δικηγόρων βουλευτών και γνωστών εργατολόγων της Αθήνας στην συντριπτική τους πλειοψηφία.
Θέλω να κάνω μια τελευταία αναφορά σε θέμα το οποίο δεν έχει σχέση με αυτά στα οποία αναφέρθηκα, αλλά αφορά την ανάκτηση των κρατικών ενισχύσεων.
Συγκεκριμένα για την ανάκτηση των παράνομων κρατικών ενισχύσεων. Θέλω να πω ότι ένας επιχειρηματίας που πήρε δάνειο για να ολοκληρώσει την επένδυσή του και είχε επιδότηση του επιτοκίου ενώ δεν ολοκλήρωσε ποτέ την επένδυσή του, δεν καταλαβαίνω γιατί δε θα πρέπει το δημόσιο να φροντίσει την ανάκτηση αυτής της κρατικής ενίσχυσης. Ή ένας επιχειρηματίας ο οποίος χρησιμοποιεί την επιδότηση του 12% σε κάποιες προβληματικές περιοχές –κατάγομαι από μία- ο οποίος χρησιμοποίησε πλαστά στοιχεία και δεν απασχολεί τον αριθμό των εργαζομένων που δήλωσε δεν αντιλαμβάνομαι αυτές τις κρατικές ενισχύσεις γιατί δεν θα πρέπει να τις αναζητήσουμε και γιατί δε θα πρέπει να τις ανακτήσει το ελληνικό δημόσιο.
Βεβαίως δεν υπάρχει κανένα ενδεχόμενο να ζητηθεί συλλήβδην ανάκτηση των κρατικών ενισχύσεων όλων των επιχειρήσεων που δανείστηκαν με επιδοτούμενο επιτόκιο, γιατί τότε δε φτάνει ούτε η επιχείρηση αν πουληθεί ολόκληρη, ούτε το σπίτι, ούτε και η οικογένεια του επιχειρηματία.
Σας ευχαριστώ.