Του Βασίλη Κάργα

Ένας Εβρίτης έμαθε τους Βέλγους να τρώνε ελληνικό γύρο με πίτα και τζατζίκι.
Ο λόγος για τον επιχειρηματία Κυριάκο Τοψίδη από τη Νέα Βύσσα, που λειτουργεί από το 1987 το κατάστημα «Plaka», το πιο φημισμένο «γυράδικο» των Βρυξελλών, δίπλα στην ιστορική πλατεία “Grand Place”, κι έχει μυήσει ευρωβουλευτές, υπαλλήλους του Ευρωκοινοβουλίου, τοπικούς παράγοντες, κατοίκους και τουρίστες στη γευστική παράδοση του ελληνικού γύρου. Όλα αυτά τα χρόνια έχει καταφέρει το «γυράδικό» του να αποτελεί σημείο αναφοράς και να έχει συνδέσει το όνομά του με τη γαστρονομία του Βελγίου, πρεσβεύοντας με τον καλύτερο τρόπο την ελληνική κουζίνα στην καρδιά της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Παράλληλα έχει αναπτύξει πλούσια κοινωνική δράση στο χώρο της ομογένειας και δραστηριοποιείται δυναμικά με αποτέλεσμα, και μετά από αίτημα της Ελληνικής Κοινότητας, (αριθμεί 17.000 μέλη, από τα οποία οι 800 είναι από τον Έβρο) η οδός με τα «γυράδικα» να μετονομασθεί σε Δρόμο της Ελληνικής Πίτας. Επίσης κατάφερε πρόσφατα, ως εκπρόσωπος των ελληνικών καταστημάτων, η οδός αυτή να ενταχθεί σε πρόγραμμα της Unesco για τη χρωματική αποκατάσταση των προσόψεων των κτιρίων των ελληνικών «γυράδικων». (Τα εγκαίνια έγιναν τέλη Σεπτεμβρίου από τον Δήμαρχο Βρυξελλών).
Ο Εβρίτης επιχειρηματίας μας μίλησε για τη μετανάστευσή του, για το «γυράδικο» του που έχει «κατακτήσει» γευστικά τις Βρυξέλλες, για την ελληνική κουζίνα που πρωταγωνιστεί στη γαστρονομική σκηνή του Βελγίου, για την οικονομική κρίση, για το χωριό του, τις μνήμες που κουβαλά και για τον Έβρο που τον πληγώνει.

-Πώς βρεθήκατε στις Βρυξέλλες;
«Η αιτία ήταν γυναίκα. Πίσω από όλα τα καλά πάντα κρύβεται και μια γυναίκα. Γνώρισα σε ηλικία δεκαοκτώ χρονών μία κοπέλα από το χωριό μου τη Νέα Βύσσα, την Μαρία Τοψίδου, η οποία είχε μεγαλώσει με τους γονείς της στις Βρυξέλλες. Όταν τέλειωσα το στρατιωτικό μου και Image and video hosting by TinyPicπήρα το απολυτήριο τον Ιούλιο του 1982, αρραβωνιαστήκαμε στο χωριό, πήρα το δισάκι στην πλάτη μου και τον Σεπτέμβρη του ιδίου χρόνου ήρθα στις Βρυξέλλες.»

-Από πότε λειτουργεί στις Βρυξέλλες το «γυράδικο» “Plaka”;
«Το κατάστημα υπήρχε από το 1981 και το άνοιξε κάποιος ονομαζόμενος Σαράφος από την Αθήνα, γι’ αυτό και το ονόμασε “Plaka”. Εγώ είμαι ο τέταρτος ιδιοκτήτης, άρχισα να το λειτουργώ από τον Ιούνιο του 1987. Η επιχείρηση ξεκίνησε σιγά σιγά στην αρχή αλλά τα επόμενα χρόνια εξελίχτηκε σε μια θετική οικογενειακή επιχείρηση.»

-Πώς αποφασίσατε να ασχοληθείτε με αυτό το επάγγελμα;
«Ασχολήθηκα με τον τομέα αυτόν καθαρά από ανάγκη. Μην μπορώντας να χρησιμοποιήσω το πτυχίο του μηχανολόγου λόγω γλώσσας και εμπειρίας.»

-Ποιοι είναι οι πελάτες του;
«Η πελατεία είναι μπερδεμένη. Έρχονται πολλοί Έλληνες, βουλευτές, νομάρχες, δήμαρχοι, ευρω-υπάλληλοι, πολλοί Βέλγοι, Ιταλοί, Ισπανοί, Πολωνοί, Ρουμάνοι και πολλοί τουρίστες από όλον τον κόσμο αφού το μαγαζί είναι στο κεντρικότερο σημείο των Βρυξελλών, στη “Χρυσή Πλατεία”.»

-Τι ανταπόκριση έχει στους Βέλγους;
«Για τους Bέλγους το μαγαζί είναι θεσμός, σημείο συνάντησης των νέων και μη, για ελληνικό γρήγορο φαγητό. Το γνωρίζουν όσοι έρχονται στο κέντρο, γνωρίζουν τα μεζεδάκια και το γύρο μας, που τους τρελαίνουν από την νοστιμιά και την προσιτή τιμή τους, το γρήγορο σερβίρισμα και ειδικά την υποδοχή πάντα με χαμόγελο και σεβασμό.»

-Οι Βέλγοι τρώνε γύρο με τζατζίκι;
«Οι Βέλγοι τρελαίνονται για ελληνική πίτα με τζατζίκι, ντομάτα και πατάτες.»

-Ποιες είναι οι δικές σας γαστρονομικές προτάσεις που τους ελκύουν;
«H πρώτη σπεσιαλιτέ μας είναι ο γύρος. Με το γύρο κάνουμε τις ελληνικές πίτες και κάθε είδους πίτες και έχουμε και άλλα πιάτα με σαλάτες και πατάτες. Ελληνικές σαλάτες και μερικά πιάτα με κρέατα στη σχάρα.»

-Τους αρέσει η ελληνική κουζίνα;
«Η ελληνική κουζίνα είναι από τις κουζίνες που προτιμούν στις Βρυξέλλες. Υπάρχουν πολλές κουζίνες, αφού υπάρχουν 280 εθνικότητες. Τότε που η πρώτη γενιά των Ελλήνων μεταναστών άρχισε να επενδύει στη γαστρονομία είχαμε 280 εστιατόρια και σνακ. Οι Βέλγοι δεν αγάπησαν μόνο την κουζίνα μας, μας αγάπησαν για τη ζωντάνια μας, το χαμόγελό μας, τους χορούς μας, το συρτάκι μας, τον Ζορμπά μας, τις ζεϊμπεκιές μας, το σπάσιμο των πιάτων, τα κεράσματα, τη φιλοξενία.»

-Πόσα ελληνικά μαγαζιά βρίσκονται στο δρόμο αυτό;
«Υπάρχουν εννέα ελληνικά μαγαζιά, επτά γυράδικα και δύο καφετέριες, καθώς και δύο από άλλα κράτη.»

-Πώς καταφέρατε να μετονομασθεί η οδός σε Δρόμο της Ελληνικής Πίτας;
«Αυτός ο δρόμος ονομαζόταν από παλιά Marché aux fromages, δηλαδή η αγορά των τυριών γιατί πριν από σαράντα χρόνια στον δρόμο αυτόν έφτιαχναν και πουλούσαν τυριά. Επειδή όμως αυτό σταμάτησε και αρχίσαμε εμείς οι Έλληνες ένα άλλο είδος εμπορίου που είναι ο γύρος και η πίτα και επειδή όλοι όσοι μιλούν για τον δρόμο μας τον ονομάζουν πλέον δρόμο της πίτας, ο Δήμαρχος την ημέρα των εγκαινίων στον λόγο του τον εγκαινίασε πλέον σαν Rue Des Pittas, δηλ. ο δρόμος της πίτας. Πιστεύω ότι το έκανε και σαν ένα ευχαριστώ του δήμου απέναντι στους επαγγελματίες και τις οικογένειές μας που έχουν συνεισφέρει θετικά στην ανάπτυξη αυτού του δρόμου που είναι εκατό μέτρα από το Δημαρχείο και την “Χρυσή Πλατεία”. Σημαντικό επίσης είναι το γεγονός ότι όλα τα καταστήματά μας εντάχθηκαν στο πρόγραμμα της Unesco για τη χρωματική αποκατάσταση των προσόψεων των κτιρίων. Στην αρχή μάς προτάθηκε η ομοιομορφία, αλλά τελικά κατόπιν δικής μας πρότασης ο δήμος δέχτηκε την πολυχρωμία, και έτσι έγινε η επιλογή πιο πολύ βέβαια του μπλε της θάλασσας και του λευκού, χρωμάτων που θυμίζουν Ελλάδα, και του μπορντό, χρώματος της ευζωίας.»

-Ποιο μήνυμα δίνετε με την επιχειρηματικότητά σας την εποχή αυτή που η Ελλάδα περνάει κρίση;
«Πιστεύω ότι εμείς με τα καταστήματά μας είμαστε οι μικροί πρέσβεις, πρεσβεύουμε και προβάλλουμε την πατρίδα μας, την Ελλάδα. Με την κουζίνα, με το ντεκόρ, με τις τοιχογραφίες που απεικονίζουμε μέρη της Ελλάδας, τη μουσική, τα χρώματα, τη γλώσσα, τα κεράσματα, το σπάσιμο πιάτων, το κέφι, τη φιλοξενία, το φιλότιμό μας. Περισσότερο αυτήν την δύσκολη εποχή όπου η χώρα μας χρειάζεται αλλαγή εικόνας και προβολής. Εμείς αυτό επιδιώκουμε σαν Έλληνες που ζούμε εκτός συνόρων, να δείξουμε στους Ευρωπαίους μια θετική εικόνα του Έλληνα και όχι αυτήν που θέλουν ορισμένοι να προβάλουν, ελπίζοντας βέβαια και στην αλλαγή στα εντός της πατρίδας, ειδικά της κακής μας νοοτροπίας και σε ένα κράτος απαλλαγμένο από τον κακό του εαυτό, πιο δημιουργικό, πιο αποτελεσματικό και πιο συνεργάσιμο με τον Έλληνα πολίτη.»

-Τι εικόνες, αναμνήσεις διατηρείτε μέσα σας από τη Νέα Βύσσα; Έχετε εδώ συγγενείς, φίλους, την επισκέπτεστε συχνά;
«Η Νέα Βύσσα παραμένει σταθμός και ορόσημο στη ζωή μου. Οι μνήμες και οι εικόνες από τα παιδικά και εφηβικά μου χρόνια που έζησα σε κείνους τους δύσκολους καιρούς, θα μείνουν ανεξίτηλα χαραγμένες μέσα μου. Τα πρώτα γράμματα που έμαθα στο σχολείο του χωριού, τα γυμνασιακά χρόνια, οι φιλίες, το ποδόσφαιρο που παίζαμε, τα πανηγύρια, οι γιορτές, τα έθιμα, η σκληρή επιβίωση των συγχωριανών μου και των γονιών μου, έπαιξαν σημαντικό διαπαιδαγωγικό ρόλο στη ζωή μου και θα παραμείνουν ως βασικές αξίες. Έχω αρκετούς συγγενείς στο χωριό, τη μητέρα μου, πολλούς φίλους και προσπαθώ να το επισκέπτομαι όσο πιο συχνά μπορώ.»

-Τι σας λείπει απ’ τον Έβρο;
« Αυτό που λείπει γενικά από τον Έβρο είναι η πρόοδος και η ανάπτυξη. Κάθε φορά τα τρία τελευταία χρόνια που έρχομαι, βλέπω ότι πάει από το κακό στο χειρότερο. Βλέπω τη μεγάλη ανεργία στους νέους και τη φυγή τους από τον τόπο τους, την εγκατάλειψη των χωριών, τη νέα μετανάστευση και με φοβίζει το μέλλον αυτής της εύφορης περιοχής που ερημώνεται και παρακμάζει. Οι τοπικοί φορείς θα πρέπει να απαιτήσουν, και εμείς που ζούμε στο εξωτερικό, από την κεντρική εξουσία της Αθήνας τρόπους για να αναπτυχθεί ο νομός μας. Γιατί αν συνεχιστεί αυτή η κατάσταση το μέλλον του προβλέπεται ζοφερό.»

Βιογραφικό
Επιχειρηματίας της ελληνικής ομογένειας στο Βέλγιο-Ιδιοκτήτης ελληνικών μαγαζιών στις Βρυξέλλες. Γεννήθηκε στη Νέα Βύσσα το 1960. Σπούδασε εργοδηγός μηχανολόγος στον «Ευκλείδη». Το 1982 μετανάστευσε στο Βέλγιο. Διατηρεί ακόμη τρεις άλλες επιχειρήσεις, δύο μπυραρίες με βελγικές μπύρες και μια καφετέρια σε ελληνικό στυλ. Είναι πρόεδρος του Συλλόγου Θρακιωτών Βρυξελλών από το 2005, διετέλεσε πρόεδρος της ποδοσφαιρικής ομάδας «Ελλάς» και γραμματέας της Ελληνικής Κοινότητας Βελγίου.