Ο Κυριάκος Γεροντόπουλος αναφέρεται στο «Ρωμηό»
Του βουλευτή Έβρου της ΝΔ Κυριάκου Γεροντόπουλου
Οι Αγώνες της Πρώτης Ολυμπιάδας, κοινώς γνωστοί ως Θερινοί Ολυμπιακοί Αγώνες 1896, διοργανώθηκαν στην Αθήνα (Ελλάδα) σαν σήμερα, στις 6 Απριλίου 1896.
Η επιστροφή στα Ολυμπιακά Ιδανικά που εμείς οι Έλληνες έχουμε στο DNA μας θα μας οδηγήσει σε Εθνική Ανάταση.
Είχα την τιμή να είμαι Λαμπαδηδρόμος της Ολυμπιακής Φλόγας (Ολυμπιακοί Αγώνες Μονάχου 1972).
Ένας σπουδαίος και ανατρεπτικός ποιητής ο Γιώργος Σουρής, όταν τέλειωνε η σημερινή μέρα 6 Απριλίου 1896, με το θρίαμβο του Σπύρου Λούη, έγραψε τον ΔΙΘΥΡΑΜΒΟ του “Ο Ρωμηός”. Είναι λες και γράφτηκε για τον κάθε ΕΛΛΗΝΑ ΚΑΙ ΕΛΛΗΝΙΔΑ ξεχωριστά και για όλους μαζί και τις ικανότητες μας.
Ο Λούης βραβεύεται με τη διάκριση του Ολυμπιονίκη
Ω νικητών απόγονε κι Αμαρουσίου θρέμμα,
έστεψε τους θριάμβους σου το θριαμβεύον Στέμμα,
Διάδοχοι και Πρίγκηπες σ’επήραν αγκαλιά,
ξέναις περιηγήτριαις σ’εχόρτασαν φιλιά,
κι ίσως, λεβέντη χωρικέ και πρώτο παλληκάρι,
καμμία Μις παράξενη θελήση να σε πάρη.
Για σένα τα καλλίτερα στεφάνια και λουλούδια,
για σε ζουρνάδες, πίπιζαις, κι αμέτρητα τραγούδια,
και το καλύβι γέροντος και πολιού πατρός
βλέπει μεγάλων και μικρών να μπαινοβγαίνουν μούραις,
και με την φουστανέλα σου μες στο Παλάτι τρως
καλλίτερ’ από μερικαίς ψηλοκαπελαδούραις.
Γκαπ γκουπ βαρεί μες στο χωριό αδιάκοπο νταούλι,
διαδηλώσεις σούκαμαν ελεύθεροι και δούλοι,
εσύ τα πάντα δύνασαι να δέσης και να λύσης.
σε μαλακά προσκέφαλα στεφανωμένος γέρνεις,
δεχεσ’ επισκεπτήρια και των τρανών προσκλήσεις
και στης Πρεσβείας έμαθα το τσάι σου πως πέρνεις.
Δέχεσαι θυμιάματα και δωρεάς του πλήθους,
αγγεία τε και κύπελλα και δακτυλιολίθους,
με παραστάσεις κι’ εγγλυφάς
και παλαιών επιγραφάς.
Να σε μυήσουν προσπαθούν στην κλασικήν παιδείαν,
κι οι της σοφίας γόνοι
ζητούν καλά και σώνει
αρχαιολόγος να γενής καθώς τον Καββαδίαν.
Τον θρίαμβόν σου σήμερα περίτρομος ακούει
Ανατολή και Δύσις,
και πέφτουν όλοι κατά γης και σου φωνάζουν “Λούη, τρέξε να μας πατήσης”.
Μα συ τους λέγεις Γαλλιστί:
“ω σακρενόν και σαπριστί”
Κι ο νέος κόσμος βρέμεται
καθώς ο γηραλέος,
και των Ρωμηών το κλέος
στα δυό σου πόδια κρέμεται.
Τρις χαίρε, Λούη, νικητά, για σε το παν θυσία
και χάρισμα λοκάντα,
κι έσφιξε το Ρωμαίικο μεγάλη βουρλισία
καθώς το σφίγγει πάντα,
μα συ γι’αυτά κι αυτά
μη δίνης δυο λεφτά.
Ακου με φλέγμα στωϊκόν το τι καθείς σου ψάλλει
και μην αφίνης το τσαπί
για ν’αποδείξης, τσελεπή,
πως έχεις σαν τα πόδια σου γερό και το κεφάλι.