Πατριαρχική εγκύκλιος για τη Μεγάλη Σαρακοστή
+ Β Α Ρ Θ Ο Λ Ο Μ Α Ι Ο Σ
ΕΛΕΩ ΘΕΟΥ
ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ – ΝΕΑΣ ΡΩΜΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ
ΠΑΝΤΙ ΤΩ ΠΛΗΡΩΜΑΤΙ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ, ΧΑΡΙΣ ΕΙΗ ΚΑΙ ΕΙΡΗΝΗ ΠΑΡΑ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ ΚΑΙ ΚΥΡΙΟΥ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ,
ΠΑΡ’ HΜΩΝ ΔΕ ΕΥΧΗ, ΕΥΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΣΥΓΧΩΡΗΣΙΣ
Aδελφοί και τέκνα εν Κυρίῳ αγαπητά,
Οι τα πάντα καλώς διαταξάμενοι Θείοι Πατέρες εθέσπισαν όπως της μεγάλης εορτής της Αναστάσεως του Κυρίου προηγήται περίοδος ασκήσεως και πνευματικής καθάρσεως, διαρκείας τεσσαράκοντα ημερών. Η άσκησις πραγματοποιείται και διά του περιορισμού των τροφών, δηλονότι της νηστείας, αλλά κυρίως διά της αποχής από το κακόν. Τονίζει χαρακτηριστικώς ο ιερός υμνογράφος ότι αληθής και ευπρόσδεκτος από τον Θεόν νηστεία είναι η των κακών αλλοτρίωσις, η εγκράτεια γλώσσης, η θυμού αποχή, ο χωρισμός από των κακών επιθυμιών, της καταλαλιάς, του ψεύδους και της επιορκίας, η επανόρθωσις της αδικίας, η δίωξις του εμπαθούς λογισμού, η θερμή εξομολόγησις, ο καθαρμός της συνειδήσεως, «ης ουδέν εν κόσμῳ βιαιότερον», η εγκράτεια από «παθών βλαβερών, από φθόνου και μίσους, από πάσης κακίας», η αποφυγή της «εκτροπής του νοός», η ομολογία των εσφαλμένων· ότι «εγγύς επί θύραις ο Κριτής εστιν», ο ετάζων καρδίας και νεφρούς, «ο πανταχού παρών και τα πάντα πληρών» (Μέγας Κανών Αγίου Ανδρέου Κρήτης).
Η σωματική άσκησις σκοπόν έχει την κάθαρσιν του νου και την προσήλωσιν αυτού εις την αγάπην του Κυρίου και Θεού ημών Ιησού Χριστού. Ταυτοχρόνως, και εις την αγάπην των συνανθρώπων μας, η οποία και αποτελεί την απόδειξιν ότι είμεθα μαθηταί του Αγαπώντος αυτούς. Η αγάπη μας πρέπει να είναι έμπρακτος και να συνεπάγεται δι᾿ ημάς κάποιαν θυσίαν υπέρ αυτών. Διότι αγάπη άνευ προσφοράς των αναγκαίων υλικών και πνευματικών αγαθών εις τον αγαπώμενον είναι κενός λόγος. Ιδίως κατά την παρούσαν εποχήν της μεγάλης ηθικής και οικονομικής κρίσεως οφείλομεν, όσοι έχομεν την δυνατότητα, να προσφέρωμεν μετά ιλαρότητος, αγάπης και σεβασμού προς τον συνάνθρωπον την βοήθειάν μας προς αυτόν. Τότε μόνον η χαρά μας επί τη Αναστάσει του Κυρίου θα είναι πλουσία, όταν και η προσφορά μας προς τους αδελφούς Αυτού, τους ελαχίστους, τους συνανθρώπους μας, είναι πλουσία. «Ο αγαπών τον πλησίον ως εαυτόν ουδέν περισσότερον κέκτηται του πλησίον· […] όσον ουν πλεονάζεις τω πλούτῳ, τοσούτον ελλείπεις τη αγάπῃ», διδάσκει το αψευδές πατερικόν στόμα (Μεγάλου Βασιλείου, Προς τους πλουτούντας, P.G. 31,281Β).
Ο κόσμος νομίζει, ατυχώς, ότι η χαρά συμπορεύεται προς το λαμβάνειν και κατέχειν πλούτον, δόξαν, αξιώματα και άλλας απολαύσεις. «Ουδέν γάρ αχρηστότερον ανδρός ουκ ειδότος φιλείν»· και «ὅταν ἴδῃς τινά δεόμενον θεραπείας ή σωματικής, ή ψυχικής, μη λέγε προς εαυτόν∙ Τίνος ένεκεν ο δείνα και ο δείνα αυτόν ουκ εθεράπευσεν; αλλ’ απάλλαξον της αρρωστίας, και μη απαίτει εκείνους ευθύνας της αμελείας. […] Αν γαρ επιστάξῃς αυτώ καθάπερ έλαιον του λόγου την διδασκαλίαν, αν καταδήσῃς τη προσηνείᾳ, άν θεραπεύσῃς τη καρτερίᾳ, θησαυρού παντός ευπορώτερόν σε ούτος εργάσεται» (Ιερού Χρυσοστόμου, Εις Β´ Κορινθίους ΚΖ´ και κατά Ιουδαίων Η´, P.G.61, 586-587 και 48, 932-933). Η αλάθεια είναι ότι η χαρά και η ικανοποίησις από την προσφοράν αγάπης και υλικών αγαθών προς τον συνάνθρωπον είναι ασυγκρίτως μεγαλυτέρα. Η συνήθης κοινωνική αντίληψις, η οποία και διδάσκεται εις τους νέους ως η πλέον συμφέρουσα δι᾿ αυτούς οδός, είναι η πλεονεξία και απληστία. Αι ιδέαι όμως αύται, ὅταν επικρατήσουν, δημιουργούν κοινωνικάς διαταράξεις, και τελικώς βλάπτουν και αυτούς οι οποίοι αποκτούν υπέρμετρα αγαθά επί ζημίᾳ των υπολοίπων. Ο αναπόφευκτος κοινωνικός διαχωρισμός πρέπει να εξομαλύνεται εκουσίως διά της προσφοράς των εχόντων προς τους μη έχοντας, ως ο Κύριος ημών διδάσκει αναφέρων ενδεικτικώς: «ο έχων δύο χιτώνας μεταδότω τω μη έχοντι» (Λουκ. γ΄,11). Μόνον διά της αισθήσεως της ενότητος ημών προς όλους τους συνανθρώπους μας, και μάλιστα τους αδυνάτους, θα διανύσωμεν την περίοδον της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής θεαρέστως και θα έχωμεν την ευλογίαν του Χριστού.
Κατά το τρέχον έτος, το οποίον ανεκηρύξαμεν Έτος Πανανθρωπίνης Αλληλεγγύης, πρέπει, εν όψει και της σοβαράς παγκοσμίου οικονομικής κρίσεως, να δείξωμεν όλοι περισσότερον ενδιαφέρον διά την ανακούφισιν των στερουμένων στοιχειωδών αγαθών αδελφών μας.
Κατ᾿ αυτόν τον τρόπον θα διανύσωμεν το «ενώπιον ημών στάδιον των αρετών» θεαρέστως και εν πνευματική προόδῳ, θα «απολαύσωμεν του δηναρίου», «θα δεχθώμεν το δίκαιον όφλημα» και θα εορτάσωμεν με πληρότητα χαράς την Αγίαν Ανάστασιν του Κυρίου, καθ᾿ ην αληθώς «ζωή πολιτεύεται», του Οποίου η Χάρις και το πλούσιον έλεος είησαν μετά πάντων υμών.
Αγία και Μεγάλη Τεσσαρακοστή ,βιγ´
+ Ὁ Κωνσταντινουπόλεως
διάπυρος προς Θεόν ευχέτης πάντων υμών