Σχεδιάζονται 19 σταθμοί διοδίων στην Εγνατία – 3 ευρώ η χρέωση ΙΧ
Στις ελληνικές καλένδες το σχέδιο ανάπτυξης της εταιρίας.
Με «όχημα» την δημιουργία κι εκμετάλλευση 19 σταθμών διοδίων, που θα χρεώνουν κατά μέσον όρο τουλάχιστον 3 ευρώ για τα ΙΧ, και όχι μέσα από ένα ολοκληρωμένο σχέδιο ανάπτυξης του εθνικού δρόμου, σχεδιάζει να προχωρήσει στην αποκρατικοποίηση της Εγνατίας Οδού η κυβέρνηση.
Σύμφωνα με πληροφορίες του «Βήματος», οι σύμβουλοι της παραχώρησης του οδικού άξονα εισηγούνται την δημιουργία 19 σταθμών διοδίων σε όλο το μήκος του δρόμου -των καθέτων αξόνων συμπεριλαμβανομένων- αντί 13 που προβλέπονταν κανονικά, πρόταση που το υπουργείο Υποδομών και Ανάπτυξης φαίνεται να αποδέχεται και να δρομολογεί.
Μάλιστα, όπως πληροφορείται «Το Βήμα», είχε προηγηθεί άλλη εισήγηση από τους συμβούλους του δημοσίου, οι οποίοι πρότειναν τον διπλασιασμό της τιμής των διοδίων στους 13 σταθμούς (οι οκτώ είναι προς υλοποίηση), διότι δεν έβγαιναν τα «κουκιά» της παραχώρησης της Εγνατίας.
Κατά πληροφορίες, το υπουργείο συζητούσε αυτό το ενδεχόμενο, που θα σήμαινε τιμές, ύψους 4,5 ευρώ ανά σταθμό διοδίων για τα ΙΧ.
Σύμφωνα με την διυπουργική επιτροπή αποκρατικοποιήσεων, η παραχώρηση της Εγνατίας θα γίνει για έως και 40 χρόνια.
Πάντως, αξίζει να σημειωθεί ότι σε γενικές γραμμές ο αυτοκινητόδρομος παρουσιάζει χαμηλούς κυκλοφοριακούς φόρτους, με εξαίρεση την περιοχή γύρω από τη Θεσσαλονίκη.
Το σχέδιο που εγκαταλείπεται
Το σχέδιο ανάπτυξης της Εγνατίας, το οποίο προβλέπει πολυσχιδείς οικονομικές δραστηριότητες κι έχει παραδοθεί τόσο στο υπουργείο Υποδομών και Ανάπτυξης όσο και στο Ταμείο Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου (ΤΑΙΠΕΔ) από την διοίκησή της, φαίνεται να παίρνει τον δρόμο για τις ελληνικές καλένδες.
Το business plan προέβλεπε τη μετατροπή της Εγνατίας Οδού σε μητρική εταιρεία (Holding) και την απόσχιση των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων της σε μία θυγατρική, η οποία θα προχωρούσε στην ίδρυση καθετοποιημένων επιχειρήσεων, με πληθώρα δραστηριοτήτων.
Η μητρική Εγνατία, που θα έμενε στο κράτος, θα κρατούσε τον δανεισμό, ύψους 700 εκατ. ευρώ και τη βαριά συντήρηση του αυτοκινητοδρόμου.
Παράλληλα, η θυγατρική θα αναλάμβανε το σύνολο των δραστηριοτήτων της Εγνατίας και θα αναζητούσε στρατηγικό εταίρο, ο οποίος θα αποκτούσε έως και το 70% των μετοχών. Οι υπόλοιπες μετοχές θα παρέμεναν στο Δημόσιο, το οποίο θα μπορούσε να έχει έσοδα από τις δραστηριότητές της.
Ειδικότερα, το σχέδιο προέβλεπε ότι η θυγατρική θα προχωρούσε στη δημιουργία:
– Εταιρείας consulting, με αντικείμενο την παροχή τεχνογνωσίας για την κατασκευή και λειτουργία μεγάλων τεχνικών έργων,
– εταιρείας λειτουργίας υπό τη μορφή κοινοπραξίας (με συμμετοχή ιδιωτών έως και 49%) με αντικείμενο τη λειτουργία της Εγνατίας, των διοδίων – και τη μελλοντική εγκατάσταση διοδίων ανοιχτού τύπου (e-tolls) – και την ελαφριά συντήρηση της Εγνατίας,
– θυγατρικής, η οποία με συμβάσεις παραχώρησης θα προχωρούσε στην ανάπτυξη, κατασκευή και λειτουργία Σταθμών Εξυπηρέτησης Αυτοκινήτων (ΣΕΑ) και, παράλληλα, θα αναλάμβανε τον σχεδιασμό, τη δημιουργία και την κατασκευή κέντρων εφοδιαστικής αλυσίδας (Logistics),
– θυγατρικής, με αντικείμενο την εγκατάσταση δικτύου οπτικών ινών κατά μήκος του αυτοκινητοδρόμου, με στόχο να εισέλθει στην χονδρική αγορά των τηλεπικοινωνιών,
– εταιρίας με αντικείμενο την ενέργεια, η οποία θα εγκαθιστούσε και θα εκμεταλλευόταν φωτοβολταϊκές γεννήτριες καθ’ όλο το μήκος του αυτοκινητοδρόμου.
Το σκεπτικό του business plan ήταν η δημιουργία ενός ελκυστικού, «πακέτου» για τους επενδυτές, που θα υποσχόταν σημαντικά έσοδα και προστιθέμενη αξία, μέσα από πολλές δραστηριότητες.
«Κολλάει» στα δικαστήρια
Ωστόσο, η δρομολογούμενη αποκρατικοποίηση των δραστηριοτήτων της Εγνατίας προσκρούει στις «συμπληγάδες» της ελλιπούς προετοιμασίας της, καθώς δεν ρυθμίστηκε το ζήτημα των δανείων της, που προκάλεσε την προσφυγή της Τράπεζας Πειραιώς στη δικαιοσύνη.
Παράλληλα, η κυβέρνηση μεταβίβασε στο ΤΑΙΠΕΔ μαζί με την Εγνατία και έναν οδικό άξονα, τον Χαλάστρα – Εύζωνοι, που δεν της ανήκει, με ένα πρωτοφανές αποτέλεσμα: να στραφεί κατά της σχετικής απόφασης, μία άλλη δημόσια εταιρία, το Ταμείο Εθνικής Οδοποιίας (ΤΕΟ), στο οποίο και ανήκει ο συγκεκριμένος δρόμος.
Έτσι, πηγές της αγοράς θεωρούν βέβαιο ότι όσο συνεχίζονται οι δικαστικές εκκρεμότητες τόσο θα απομακρύνεται de facto το επενδυτικό ενδιαφέρον από τον εθνικό δρόμο.