Κόντρα στο «ρεύμα»
Το πρόσφατο άρθρο του Γιάννη Λασκαράκη (16-6-2011) με τίτλο «Να πάτε αλλού» επιβεβαιώνει για άλλη μια φορά την πληρότητα, την αρτιότητα και των ωριμότητα μιας αδέσμευτης δημοσιογραφικής γνώμης και στάσης. Ταυτόχρονα αποδεικνύει ότι διαθέτει αφενός το θάρρος να εκφράζει τις απόψεις του, που δεν χαϊδεύουν το λαϊκισμό και τα ταπεινά ένστικτα της κοινωνίας και αφετέρου διαθέτει την τόλμη να πηγαίνει κόντρα στα στερεότυπα της εποχής, κόντρα σε επικρατούσες προκαταλήψεις και ιδεοληψίες και κόντρα στο «ρεύμα» διαφόρων κονδυλοφόρων, ισχυρών παραγόντων και μαζικών φορέων. Γνωρίζουμε πολλούς, άραγε, που μπορούν να πηγαίνουν κόντρα στο «ρεύμα» ; Π.Κ.
Το άρθρο του Γιάννη Λασκαράκη στην εφημερίδα «Η Γνώμη»
Με ενδιαφέρον παρακολουθώ το κίνημα που αναπτύσσεται στη χώρα μας, με πρωταγωνιστές Περιφερειάρχες, Δημάρχους, βουλευτές και άλλους παράγοντες, αιρετούς και μη των τοπικών κοινωνιών.
Βασικό σύνθημα όλων αυτών είναι ο λαϊκίστικος αφορισμός «να πάτε αλλού». Αναφέρομαι βέβαια σε επιλογές για τη χωροθέτηση διαφόρων λειτουργιών που έχουν διαπεριφερειακό ή εθνικό χαρακτήρα. Κλασσική περίπτωση είναι η χωροθέτηση των μονάδων επεξεργασίας των απορριμμάτων, στην Κερατέα. Πρόκειται για έργο ζωτικής περιβαλλοντικής σημασίας για ολόκληρη την Αττική. «Να πάτε αλλού» είπαν στην αρμόδια υπουργό οι κάτοικοι της περιοχής και κήρυξαν το Δήμο τους ανεξάρτητο «βασίλειο».
Παρόμοιες περιπτώσεις είχαμε στο παρελθόν με την άρνηση αποδοχής του κεντρικού ή περιφερειακού σχεδιασμού για κατασκευή φυλακών, ασύλων ανιάτων, απεξάρτησης ναρκομανών, θεραπείας ψυχικά ασθενών κλπ.
Το περίεργο είναι ότι όλοι αυτοί που αντιδρούν αποδέχονται την αναγκαιότητα ύπαρξης αυτών των ιδρυμάτων, αλλά με τον όρο «να πάνε αλλού».
Θεωρώ βέβαια ότι δεν είναι τυχαίο που το βασικό επιχείρημα για την άρνηση να δεχθούν στο νομό, στην πόλη ή στη γειτονιάς τους αυτά τα ιδρύματα, είναι το ότι δεν θέλουν την «υποβάθμιση» της περιοχής τους, δηλαδή θεωρούν τους συνανθρώπους τους με πρόβλημα υγείας, κοινωνικής ένταξης ή συμπεριφοράς, ανεπιθύμητους διότι «μολύνουν» ή θα «αλλοιώσουν» τον πληθυσμό της «καθώς πρέπει» τοπικής κοινωνία τους.
Λυπάμαι που το λέω αλλά στο ίδιο πλαίσιο εντάσσεται και η κινητοποίηση για την άρνηση των κέντρων κράτησης και επαναπροώθησης των λαθρομεταναστών. Μέχρι στιγμής δεν άκουσα ούτε ένα σοβαρό επιχείρημα εναντίον αυτών των κέντρων που να παραπέμπει σε ορθό λόγο.
Μάλιστα τα χρησιμοποιούμενα επιχειρήματα της συνύπαρξης των θρησκειών και των πολιτισμών και της ανοχής στο διαφορετικό, στο ιστορικό αυτό σταυροδρόμι των λαών, μάλλον σαν επιχειρήματα αποδοχής των κέντρων ακούγονται…
Δε θα επιθυμούσα να αποδώσω ρατσιστικές και ξενοφοβικές αντιλήψεις στις τοπικές μας ηγεσίες. Μήπως όμως κάποιοι χαϊδεύουν τα πλέον ταπεινά ένστικτα ή την απληροφόρητη μάζα των ψηφοφόρων τους; Εξ άλλου οι πραγματικοί ηγέτες και οι πνευματικοί άνθρωποι τολμούν να πηγαίνουν και αντίθετα στο «ρεύμα».
Δεν αναφέρομαι βεβαίως στα προβλήματα που ενδέχεται να προκύψουν από την αμέλεια ή την ανικανότητα του κρατικού μηχανισμού ή από διάφορα τεχνικής φύσεως προβλήματα, που μπορούν να διευθετηθούν.
Υποψιάζομαι όμως ότι πίσω από το κίνημα «να πάτε αλλού» κρύβεται η αδυναμία των αιρετών να σχεδιάσουν την ανάπτυξη των περιοχών τους και να αναδείξουν τον τοπικό τους πλούτο, αρκούμενοι στην εύκολη λύση να τα ρίχνουν όλα στην Αθήνα… που δεν τους ρωτάει…
Θεωρώ τη λογική αυτή ως μέγα έλλειμμα περιφερειακής αντίληψης και περιφερειακού σχεδιασμού και ως αναίρεση του ρόλου των ίδιων των περιφερειακών και δημοτικών αρχών. Οι «αποθήκες ψυχών», δεν θα εκλείψουν με την εκδίωξή τους από τις τοπικές κοινωνίες, αλλά με την φροντίδα και την ανθρωπιστική αντιμετώπισή τους, από τους απόγονους των λατρών του Ξένιου Δία.
Περιφερειακοί και δημοτικοί άρχοντες με τόλμη, ευαισθησία και φαντασία, θα έπαιρναν επάνω τους το πρόβλημα και δε θα το έστελναν αλλού, θα το αναδείκνυαν και θα το μετέτρεπαν από μειονέκτημα σε πλεονέκτημα για τις περιοχές τους, δηλαδή σε ένα ύψιστο λειτούργημα με πανευρωπαϊκή διάσταση που θα έστρεφε τους προβολείς της διεθνούς κοινότητας με ενδιαφέρον σε αυτή την περιοχή, με όλες τις ευεργετικές και αναπτυξιακές συνέπειες, σε μια εποχή που η χώρα μας οικτίρεται διεθνώς.