ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ  ΚΟΥΣΙΔΗ

΄Ολοι οι ΄Ελληνες αντιλαμβάνονται ότι για να αποτελματωθεί η χώρα και να πάει μπροστά απαιτούνται ριζικές αλλαγές και δομικές μεταρρυθμίσεις και ιδιαίτερα στους τομείς της δημόσιας διοίκησης του κράτους και της αυτοδιοίκησης. ΄Ολοι συμφωνούν να υπάρχει μια μορφή αντικειμενικής αξιολόγησης για όσους δημοσίους υπαλλήλους και εκπαιδευτικούς επιθυμούν να καταλάβουν κάποια θέση ευθύνης και να αναρριχηθούν στην ιεραρχία. Η πλειοψηφία του λαού συναινεί και επικροτεί ανάλογες νομοθετικές πρωτοβουλίες αλλά και αντιδρά όταν κάποιες αλλαγές δημιουργούν μεγαλύτερα προβλήματα από αυτά που επιδιώκουν να επιλύσουν.

΄Ενα από τα νομοσχέδια που προκαλούν έντονες αντιδράσεις του δημοσιοϋπαλληλικού κόσμου και μερίδας της κοινωνίας είναι η θέσπιση ενός νέου ενιαίου μισθολογίου σε ευθεία σύνδεση με το βαθμολόγιο. Κανείς δεν θα είχε αντίρρηση στην αναμόρφωση του δημοσιοϋπαλληλικού κώδικα σε μια σύγχρονη μορφή με καινοτομίες και εκσυγχρονισμούς. Το κρίσιμο σημείο αυτού του νομοθετήματος είναι η σύνδεση του μισθολογίου με το βαθμολόγιο. Υφίσταται όμως εδραιωμένος ο φόβος ότι αυτό το γεγονός θα είναι αναχρονιστικό και θα αποτελεί οπισθοδρόμηση σε παρωχημένες εποχές αυταρχισμού της διοίκησης και επιστροφή σε εποχές εξανδραποδισμού των δημοσίων υπαλλήλων και των εκπαιδευτικών, που έδωσαν σκληρούς αγώνες για τη χειραφέτησή τους.

Εάν ανατρέξουμε στις πρώτες μεταπολεμικές και μετεμφυλιακές δεκαετίες του ΄50, του ΄60 και του ΄70 αλλά και παλαιότερες, θα πληροφορηθούμε ότι τότε στη δημόσια διοίκηση και την εκπαίδευση ίσχυε η σύνδεση βαθμού και μισθού. Σε συνδυασμό μάλιστα με τον αναχρονιστικό δημοσιοϋπαλληλικό κώδικα της εποχής και με τον θεσμό του «Επιθεωρητή» επικρατούσε μια τρομοκρατία, ένας ενδοϋπαλληλικός πόλεμος, ένας ιταμός ανταγωνισμός και όχι η ευγενής άμιλλα. Τότε μπορούσες να συναντήσεις τα πλέον παράδοξα, απίθανα και άδικα πράγματα στη δημόσια διοίκηση. ΄Ατομα που μετά βίας τελείωσαν το Γυμνάσιο ή και το Πανεπιστήμιο, χρησιμοποιώντας την προσφιλή μέθοδο του σαλιγκαριού, του ρουσφετιού, του λαδώματος και του καρφώματος, κατόρθωσαν να προαχθούν σε ανώτερους βαθμούς από τους συναδέλφους τους ίσης αφετηρίας, να καταλαμβάνουν καίριες διοικητικές θέσεις και εν τέλει να απολαμβάνουν μεγαλύτερο μισθό από ισάξιους ή από ανώτερους και καλύτερους συναδέλφους τους. Η ανισότητα και η αδικία αυτή είχε πολλές φορές και πολιτικά ή κομματικά κίνητρα, δια της συκοφάντησης περί υπόπτου εθνικής ευαισθησίας συναδέλφων τους.

Ο θεσμός του «Επιθεωρητή» είχε καταντήσει φόβος και τρόμος των δημοσίων υπαλλήλων και εκπαιδευτικών, διότι δεν υπήρχαν αντικειμενικοί κριτές και κριτήρια αλλά πολλές φορές επικρατούσε το κομματικό κριτήριο, το θρησκευτικό κριτήριο και το υποκειμενικό κριτήριο, λόγω του συναγωνισμού σε δουλοπρέπεια, σε υποταγή και σε γλύψιμο. Ποιός υπάλληλος ή εκπαιδευτικός θα μπορεί να είναι αύριο σίγουρος ότι θα του εξασφαλίσει η πολιτεία αντικειμενικούς κριτές και αντικειμενική αξιολόγηση, ώστε να αναδειχθεί ο άξιος, ο ικανός, ο αποτελεσματικός δημόσιος υπάλληλος και όχι εκείνος που μεταχειρίζεται αναξιοκρατικά μέσα για να κερδίσει υψηλότερους βαθμούς και μισθούς; Θέλουμε την επάνοδο σε μαύρες εποχές της κομματοκρατίας και του ραγιαδισμού; Θέλουμε την αναβίωση του «Επιθεωρητή»;