Άραγε  πόσους και  κατά πόσο άγγιξε η κλοπή των έργων  της εθνικής πινακοθήκης σε μια χώρα που η πτώχευση στέκει από πάνω της σαν γύπας ; Πόσοι από εμάς θα είπαν  << Ωχ αδερφέ εγώ δεν ξέρω πώς  να πληρώσω τις υποχρεώσεις μου θα σκεφτώ το κλεμμένο κεφάλι του Picasso ;>> ή << δεν με αφορά >> και άλλα τέτοια.  έγιναν ή αφορμή για αυτό το σημείωμα.

Το «Γυναικείο Κεφάλι» ήταν  το μοναδικό έργο του ζωγράφου που διέθετε η Εθνική Πινακοθήκη, το οποίο είχε δωρίσει ο ίδιος το ’49, δέκα χρόνια αφότου το φιλοτέχνησε. Μαζί με αυτό το έργο εκλάπησαν και ένα του Piet Mondrian  καθώς και ένα του Guglielmo Caccia (Moncalvo). Αν κάποιο από αυτά τα έργα ( ανυπολόγιστης χρηματικής αξίας )  βρισκόταν στο σαλόνι μας σίγουρα σήμερα θα είχαμε πέσει στην καλύτερη περίπτωση σε κατάθλιψη και θα ήμασταν τρομερά θυμωμένοι  με το κακό που μας βρήκε. Αλλά κάτι τέτοιο δεν μας αφορά γιατί απλά δεν υπολογίζουμε αυτά τα έργα σαν δικά μας και  σαν μια σημαντική κληρονομιά για  τα παιδιά μας.

Αν ανοίξουμε όσα λεξικά μπορούμε να βρούμε για τον ορισμό της τέχνης , πάντα θα υπάρχει ένα κενό σε όλα, πάντα ο ορισμός θα είναι ανολοκλήρωτος, λειψός . Αυτό που θα λείπει κάθε φορά είναι αυτό που τελικά δίνει ψυχή στην τέχνη. 

Η τέχνη έχει πολλά πρόσωπα, απεικονιστική, ρεαλιστική , κυβιστική , αφαιρετική και τόσα άλλα που είναι αδύνατον να αναφερθούν στο παρών σημείωμα. Στην πραγματικότητα αυτό που αφορά επί της ουσίας δεν είναι  μια  ακαδημαϊκή προσέγγιση της τέχνης αλλά ένα συναισθηματικό πλησίασμα του παρατηρητή με το παρατηρούμενο. Η ποίηση  η ζωγραφική και η γλυπτική είναι κάποιες  μορφές τέχνης που συχνά φέρνουν σε αμηχανία όποιον δεν είναι μυημένος σε αυτές . Από την άλλη όμως περιέχουν απεριόριστο βαθμό ελευθερίας , έκφρασης και ερμηνείας σε όποιον απευθύνονται  και απευθύνονται σε όλους…

Η γενικότερη στάση του κόσμου απέναντι στην τέχνη είναι πως αυτό που δεν ξέρω , αυτό που δεν καταλαβαίνω , αυτό που δεν κατέχω γνωστικά το απωθώ και δεν με αφορά. Θυμάμαι στο σχολείο που κομματιάζαμε τα ποιήματα ,τα αναλύαμε σε τέτοιο βαθμό που έπαυαν πια  να υπάρχουν.

Ο Wittgenstein έλεγε ότι για τα πράγματα για τα οποία  δεν μπορούμε να μιλούμε πρέπει να σιωπούμε . Οι τέχνες είναι ακριβώς κάτι για το οποίο δε πρέπει να μιλούμε , γιατί μιλώντας ,θα το μεταφέρουμε από την σφαίρα του δράν στην σφαίρα του λόγου.  Η γνώση είναι σημαντική μας πάει παρακάτω αλλά δεν φτάνει. Η τέχνη πάει εκεί που η γνώση δεν μπορεί, και τέτοια μονοπάτια έχουμε μεγαλύτερη ανάγκη από ποτέ να τα διαβούμε.

Δεν έχει σημασία αν γνωρίζουμε τον δρόμου ..εξάλλου << Ο δρόμος ανοίγει περπατώντας[1]>>

Αν όλα αυτά φαντάζουν κάπως άτοπα σήμερα που οι γενικότερες συνθήκες της ζωής μας έχουν φτάσει σε άθλια σημεία θα σας θυμίσω μια γνωστή ιστορία.

Όταν οι Τoύρκοι στρατιώτες κλεισμένοι στην Ακρόπολη έμειναν από πολεμοφόδια άρχισαν να καταστρέφουν τις κολώνες για να αφαιρέσουν το μολύβι να κάνουν με αυτό βόλια. Οι Έλληνες τους έστειλαν πολεμοφόδια με το μήνυμα : «Να τα βόλια, μην αγγίξετε τις κολώνες». Μόλις έγινε ανεξάρτητη η Ελλάδα, ένα από τα πρώτα νομοθετικά διατάγματα που πέρασαν από την ελληνική κυβέρνηση ήταν εκείνο για την προστασία και συντήρηση των εθνικών μνημείων.

Η τέχνη αποτελεί μέρος της πολιτισμικής κληρονομιάς και της εθνικής ταυτότητας κάθε κράτους κάθε λαού. Τα πολιτιστικά αγαθά μας είτε πρόκειται για έργα ελληνικής παραγωγής ή  προέλευσης είτε για έργα ξένων καλλιτεχνών είναι τα πιο ακριβά που έχουμε .

Κάποιος διαβάζοντας την παραπάνω ιστορία μπορεί να πει << Ωραία αλλά εδώ μιλάμε για τα αρχαία ελληνικά μνημεία και όχι για ένα έργο ενός Ισπανού καλλιτέχνη>>. Ας δούμε λοιπόν μια άλλη ιστορία ..

Το 1942 ο Picasso  βρίσκεται υπό γερμανική παρακολούθηση. Αρνείται να λάβει μέρος σε οποιαδήποτε έκθεση κατά τη διάρκεια της Κατοχής και δουλεύει αδιάκοπα στο εργαστήριό του. Ο Μatisse  βλέπει την Γκεστάπο να συλλαμβάνει τη γυναίκα και την κόρη του. Τότε είναι που γεννιέται η ιδέα μιας προσφοράς προς την Ελλάδα που αντιστεκόταν σθεναρά στον εχθρό.

«Τότε ο νους μας πήγαινε μόνο σ’ ένα γραφτό μνημείο, σ’ ένα είδος Χρυσής Βίβλου όπου Γάλλοι κάθε σειράς και κάθε μόρφωσης θα’ έρχονταν να καταθέσουν τη μαρτυρία του θαυμασμού, της λατρείας, της αδελφικής αλληλεγγύης, που δοκιμάσανε σιωπηλά από το 1940 ίσαμε 1944 μπροστά στο θάμα που στάθηκε τότες η εμπόλεμη Ελλάδα» γράφει στον πρόλογο του καταλόγου της πρώτης εκείνης έκθεσης «Φόρος τιμής στην Ελλάδα» (17-29/4/1949) ο γάλλος λόγιος ο οποίος όταν διετέλεσε υποδιευθυντής του Γαλλικού Ινστιτούτου της Αθήνας με διευθυντή τον Οκτάβιο Μερλιέ οργάνωσε με το πλοίο «Ματαρόα»[2] την αποστολή 140 νέων ελλήνων επιστημόνων και καλλιτεχνών στη Γαλλία ώστε να σπουδάσουν με υποτροφία.

«Τη στιγμή που αρχίζαμε να μαζεύουμε το υλικό του βιβλίου για την Ελλάδα από τους Γάλλους διανοούμενους, έτυχε να συναντήσουμε στο δρόμο μας και καλλιτέχνες.  O Matisse  με την ταπεινοφροσύνη που χαρακτηρίζει τους αληθινά μεγάλους, μας ρωτούσε: «Νομίζετε πως ένα σχέδιό μου θα γινόταν δεκτό από την Πινακοθήκη της Αθήνας;» και μας υποβάλλει την ιδέα ν’ αποταθούμε από μέρους του σε μερικούς αναγνωρισμένους καλλιτέχνες για να μαζέψουμε κι απ’ αυτούς κάτι ανάλογο, φόρο τιμής προς τους Έλληνες διανοούμενους»[3].

Φόρος τιμής λοιπόν το έργο για τους έλληνες της κατοχής…κομμάτι της δικής μας ιστορίας.

Επειδή  σήμερα διανύουμε  θα έλεγα μια δεύτερη ελληνιστική περίοδο αυτή της παγκοσμιοποίησης ,θα ήθελα να τονίσω πως ναι μεν ή τέχνη αποτελεί μέρος της ταυτότητας ενός λαού άλλα και πως η τέχνη δεν έχει όρια και σύνορα. Με αυτή την λογική τα έργα των Mondrian και Moncalvo δεν είναι λιγότερο αξιόλογα επειδή δεν σχετίζονται έμμεσα με τον ελληνικό πολιτισμό. Ο Mondrian είναι ένας από τους αγαπημένους μου ζωγράφους και για αυτόν σκοπός μεταξύ των άλλων ενός καλλιτέχνη είναι ο παρατηρητής να ανακαλύψει μιαν αλήθεια ώστε αυτή με κάποιον τρόπο να δαπανηθεί στην καθημερινή ζωή της κοινότητας.

Καθώς και  μιας κοινωνίας ικανής να επιλύει μέρα με την μέρα με την λογική και χωρίς να προσφεύγει στη βία  με τις αντιθέσεις της.

Εδώ και μερικές μέρες η χώρα μας είναι φτωχότερη και ιστορικά δεν υπάρχει μεγαλύτερη πτώχευση για ένα κράτος από την πνευματική.

 

-Μήπως η τέχνη δεν είναι είδος πολυτελείας;
-Όχι κύριε, η τέχνη μου  είναι είδος πρώτης ανάγκης.

Degas

Ευχαριστώ για τον χρόνο σας.

Ταυρή Εύα

Ιστορικός- Πολιτισμολόγος



[1] Χαίνηδες << Συρτό του ανέμου>>

[2] Αρχηγός της ομάδας ήταν ο αρχιτέκτονας Πάνος Τζελέπης και ανάμεσα στα μέλη της «Υποτροφιάδας» ήταν: οι φιλόσοφοι Κορνήλιος Καστοριάδης, Κώστας Παπαϊωάννου, Μιμίκα Κρανάκη, Κώστας Αξελός, ο ιστορικός Νίκος Σβορώνος, οι φοιτητές αρχιτεκτονικής Εμμανουήλ Κινδύνης, Αριστομένης Προβελέγγιος, Αθανάσιος Γάττος, Κωνσταντίνος Μανουηλίδης, Νικόλας Χατζημιχάλης, Γιώργος Κανδύλης, Πάνος Τσολάκης, Τάκης Ζενέτος, ο κινηματογραφιστής Μάνος Ζαχαρίας, ο γλύπτης Μέμος Μακρής, ο ζωγράφος Ντίκος Βυζάντιος, ο μουσικός Δημήτρης Χωραφάς, ο τεχνοκριτικός Αγγελος Προκοπίου, οι γιατροί Ανδρέας Γληνός και Ευάγγελος Μπρίκας, η συγγραφέας Ελλη Αλεξίου, η ποιήτρια Μάτση Χατζηλαζάρου, ο ποιητής Ανδρέας Καμπάς, οι φιλόλογοι Εμμανουήλ Κριαράς και Σταμάτιος Καρατζάς, και πολλοί άλλοι. Ο συνθέτης Ιάνης Ξενάκης, ο οποίος είχε τραυματιστεί στο μάτι στα Δεκεμβριανά, έφτασε αργότερα μόνος του στο Παρίσι. Κathimerini.gr

 

[3] Η ιστορία πάρθηκε από Τα νέα online.