Η Μαριάννα Παυλίδου σπούδασε ζωγραφική στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας, απ’ όπου αποφοίτησε το 1990. Από τον Ιανουάριο μέχρι τον Απρίλιο του 1990 παρακολούθησε μαθήματα στην Ακαδημία Εικαστικών Τεχνών του Μονάχου. Από τον Νοέμβριο του 1990 μέχρι τον Οκτώβριο του 1998 ζούσε και εργάζονταν στο Μόναχο της Γερμανίας όπου από το 1992 έως το 1996 σπούδασε ζωγραφική και Διδακτική της Τέχνης (Kunsterziehung) στην εκεί Ακαδημία Εικαστικών Τεχνών με την οικονομική υπο­στήριξη του κληροδοτήματος του Σπυρίδωνος Βικάτου (της Α.Σ.Κ.Τ. Αθήνας). Απέκτησε το πτυχίο της καθηγήτριας της Τέχνης που προορίζεται για διδασκαλία στο Γερμανικό Gymnasium. (Lehramt fur Kunsterziehung).

http://www.pavlidou-artgallery.gr/

Επιμέλεια Κική Χριστοδούλου, ιστορικός τέχνης Μουσειολόγος

Στο Λαογραφικό Μουσείο και στον πολυχώρο του βιβλιοπωλείου  + Βιβλία Καφετζή.

Διαρκεί έως τέλη Ιανουαρίου 2012.

 

Σχετικά με την έκθεση

–της Κικής  Χριστοδούλου, Ιστορικός Τέχνης-Μουσειολόγος

 

Εικαστικός Περίπατος

Ζωγραφική: Μαριάννα Παυλίδου

Βιβλιοπωλείο + Βιβλία Καφετζή, Ξάνθη.

Μαριάννα Παυλίδου. Ζωγράφος, που ασχολείται ενεργά με την εκπαίδευση. Συνεπώς, άτομο που μέλημα έχει να μεταδώσει συναισθήματα, τρόπους, αναζητήσεις, λύσεις, προβληματισμούς. Επειδή για όλους μας ισχύει αυτό που λένε «το επάγγελμα διαμορφώνει χαρακτήρες», θα διαπιστώσετε ότι αυτό το μέλημα του εκπαιδευτικού, έχει περάσει και στη δουλειά της Μαριάννας Παυλίδου.

 

Τεχνικά, δοκιμάζει όλες τις τεχνικές σχεδίου και ζωγραφικής. Θα διαπιστώσετε ότι χρησιμοποιεί ξηροπαστέλ, ακρυλικά, ακουαρέλα, λάδια, κάρβουνο, σινική, μολύβια. Από την κατάρτιση του καλλιτέχνη εξαρτάται η σωστή επιλογή της τεχνικής κάθε φορά, διαμέσου της οποίας θα οδηγηθεί στο επιθυμητό αποτέλεσμα. Η αισθητική απόδοση και η ατμόσφαιρα του έργου συνάδει με την επιλογή αυτή. Οι πειραματισμοί, ευτυχώς, δεν λείπουν. Μαρτυρούν τη διαρκή ανησυχία και αναζήτηση. Δηλώνουν πως ο καλλιτέχνης δεν επαναπαύεται σε κεκτημένα.

 

Θεματικά ελπίζουμε πως η οργάνωση της έκθεσης βοηθάει να παρακολουθήσουμε και να κατανοήσουμε σε βάθος τη δουλειά της Μαριάννας.

Αριθμητικά, το θέμα που υπερτερεί είναι ο άνθρωπος, είτε ως πορτραίτο, είτε σε συνολική αναπαράσταση. Πιο συγκεκριμένα το ανθρώπινο πρόσωπο, πραγματικό ή φανταστικό, με ή χωρίς σώμα.

Στα φανταστικά πορτραίτα, όπως η ίδια τα ονομάζει, είναι εμφανές το σχέδιο, οι αδρές γραμμές των προσώπων, οι έντονοι χρωματισμοί και τα σκληρά περιγράμματα. Στοιχεία που συναντάμε στα τοπία κυρίως του φωβισμού, συνταιριασμένα με την απλούστευση του ναϊβιστικού σχεδίου και σε αντίθεση με την απόλυτη σαφήνεια του περιγράμματος όπως τη γνωρίζουμε από τον Rousseau ή τους Calo-Ribera.

Τα φανταστικά αυτά πορτραίτα, που θυμίζουν ίσως μάσκες, καλύμματα δηλαδή του αληθινού προσώπου, προσωπεία που κρύβουν την πραγματική υπόσταση, στην ουσία αποτελούν ακριβώς το αντίθετο. Είναι οι πειραματισμοί της ζωγράφου να φτάσει στην αποτύπωση του συναισθήματος, να το αποκαλύψει και όχι να το αποκρύψει. Μια ιδέα σχεδίου κόμικ και το κοντινό καδράρισμα, το ζουμ αν προτιμάτε, εντείνει τη δραματοποίηση στο συναίσθημα που εκφράζεται σε κάθε πρόσωπο. Δεν είναι τυχαίο που η σειρά αυτή των φανταστικών πορτραίτων, αποτελεί τον σημαντικότερο όγκο της έκθεσης.

Αυτή όμως είναι η μία τάση. Στις αναζητήσεις του συναισθήματος δεν θα μπορούσαν να λείπουν τα πορτραίτα πραγματικών, υπαρκτών ανθρώπων. Η διαφοροποίηση είναι άμεσα αναγνωρίσιμη. Άλλο ύφος και κυρίως, σώμα. Εδώ ο ρεαλισμός απαιτεί την ολοκληρωτική απεικόνιση του ανθρώπου, στην οποία συνδυάζονται: η τοποθέτηση του σώματος στον χώρο (όρθια σώματα σε ανάπαυση, ξαπλωμένα, καθιστά) και η έκφραση του μοντέλου (από την απλή αδιαφορία ως την αποτύπωση της πείρας μιας ζωής). Η ρεαλιστική αναπαράσταση όμως αφήνει ένα μικρό (?) άνοιγμα στο αόριστο: η γρήγορη πινελιά και το φλου περίγραμμα αυτή τη φορά, δίνει τον βαθμό αοριστίας, ή ακόμη και ασάφειας, που χρειάζεται για να αποφορτιστεί συχνά  η ένταση. Στο σημείο αυτό να διευκρινίσω ότι αναφέρομαι κυρίως στη σειρά εκείνη των έργων που εκτίθενται στο Λαογραφικό Μουσείο της ΦΕΞ. Εκεί θα προσέξετε πως η εκ πρώτης όψεως στάση ανάπαυσης των απεικονίσεων, αντισταθμίζεται στο βλέμμα των προσώπων. Η ένταση του κόπου ή της ανακούφισης συγκεντρώνονται εκεί. Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για επίτευγμα γαλήνιας αναπαράστασης που συνδυάζεται, με ένα μόνο σημείο συγκεντρωμένης έντασης.

Ως συνδετικός κρίκος των δύο αυτών μεγάλων ενοτήτων θα μπορούσε να λειτουργήσει ο Λυράρης. Παρατηρούμε σαφήνεια μεγαλύτερη στο σχέδιο εκείνης των φανταστικών πορτραίτων και ευανάγνωστα ναϊβιστικά στοιχεία. Εντούτοις, το πρόσωπο υπάρχει. Κι εδώ οι διαφορετικές τάσεις δημιουργούν ένα ιδιαίτερο σύνολο για περάσει η πραγματική απεικόνιση στο ιδεατό της τέχνης του λυράρη κι από ‘κει, στη διαχρονικότητα της λαϊκής τέχνης γενικότερα.

 

Κάπου εδώ νομίζω ότι θα πρέπει να δούμε και τα γυμνά έργα της. Ηθελημένα ή άθελα, και για να μην εκτεθούν συγκεκριμένα άτομα, θα προσέξετε ότι τα πρόσωπα είναι δυσδιάκριτα: είτε γιατί ο σχεδιασμός τους είναι πιο γρήγορος, είτε γιατί το πρόσωπο βυθίζεται στο λιγότερο φωτισμένο σημείο του έργου. Οι ανατομικές λεπτομέρειες μένουν δευτερεύουσες γιατί η πρώτη έννοια της Μαριάννας Παυλίδου είναι η μελέτη  τοποθέτησης του σώματος στο χώρο (σώματα συντμημένα, διπλωμένα, όρθια, καθισμένα, διαγώνια τοποθετημένα στο χώρο, κ.τ.λ.). Παράλληλα, η ζωγράφος, κατευθύνεται σε άλλες τεχνοτροπίες. Είναι γεγονός πως σε κάθε θεματική ενότητα ακολουθεί διαφορετικό κίνημα τέχνης. Κι αυτό συμβαίνει για την καλύτερη εξυπηρέτηση της τέχνης της. Σε έναν δεύτερο βαθμό ανάγνωσης όμως, θα μπορούσαμε να πούμε ότι το ύφος είναι δηλωτικό της πραγματικής και της φανταστικής αναπαράστασης.

Για να γίνει πιο ξεκάθαρο αυτό, παρατηρείστε την Αρμονία 1 & 2, όπου ο κυβισμός και η αφαίρεση φτάνουν σε σημεία τέτοια ώστε η ανθρώπινη φιγούρα, ενώ κυριαρχεί στο χώρο, να γίνεται ένα με αυτόν, να εναρμονίζεται στο περιβάλλον της.

 

Στις τοπιογραφίες της παρατηρούμε άλλη μια μεταλλαγή. Η αφαίρεση περιορίζεται ώστε να μπορούμε ν’ αναγνωρίζουμε το τοπίο. Τα χρώματα σέβονται, ως ένα βαθμό, την πραγματικότητα. Όμως ο φωτισμός είναι ιδιαίτερος σε κάποια τοπία. Στο Κανάλι του Μόρνου για παράδειγμα, ο φωτισμός μοιάζει να λούζει την παράσταση. Κι ενώ ετοιμαζόμαστε να μιλήσουμε για κατακόρυφο φως, διαπιστώνουμε πως πρόκειται για απεικόνιση μιας πλαγιάς, όπου δεν είναι δυνατό να μην υπάρχει σκιά. Κάπου εδώ το πραγματικό με το φανταστικό δανείζουν και δανείζονται στοιχεία για να δημιουργηθεί κάτι ξεχωριστό.

 

Καλούμαστε τώρα να δούμε άλλη μια αλλαγή χρωμάτων και ύφους στις νεκρές φύσεις. Χρώματα μουντά, σαφήνεια του αντικειμένου αν και με σχετικά γρήγορη πινελιά, που δηλώνει την ακινησία του. Από την πινελιά αυτή μεταδίδεται στον θεατή ο παλμός, και όχι από τη σκηνή που αναπαρίσταται. Το αντικείμενο μιας νεκρής φύσης παραμένει φυσικά ασάλευτο. Και η ατμόσφαιρά του κάθε πίνακα αντανακλά τη χρονική παύση, την απραξία, την Απουσία, για να δανειστώ τον ακριβή τίτλο ενός έργου. Κοινοποιούνται με τον τρόπο αυτό οι έννοιες της ματαιοδοξίας και της ματαιότητας που απαιτεί η κλασική αναπαράσταση μιας νεκρής φύσης, όπως τη γνωρίζουμε κατά τον 17ο αι.

 

Θα πρέπει ίσως ν’ αφιερώσουμε λίγα ακόμη λεπτά για τα σκίτσα της Μαριάννας Παυλίδου. Αυτή η ενότητα είναι καθαρά τεχνικού χαρακτήρα και γι’ αυτό συγκεντρώνει έργα από όλες της θεματικές ενότητες που ήδη παρατηρήσαμε. Το πενάκι, το μολύβι, το κάρβουνο, δεν είναι παρά τα μέσα με τα οποία θα δημιουργηθούν εικόνες περισσότερο ή λιγότερο σαφείς.  Η σαφήνεια εξαρτάται, για μια ακόμη φορά,  από «τη δόση» πραγματικότητας που θέλει να αποδώσει, ή όχι, η καλλιτέχνις. Στα σκίτσα, ακολουθείται αντίθετη πορεία από ότι στα λάδια, τα ακρυλικά και τα παστέλ: τα τοπία και οι εσωτερικοί χώροι (π.χ. το Εργαστήρι του ζωγράφου) έχουν περιληπτικότερο σχεδιασμό από ότι τα πρόσωπα.

 

Αν όλα αυτά φαίνονται πολύπλοκα, σας βεβαιώνω πως δεν είναι. Ας μεταφέρουμε την προσωπική μας πορεία στο έργο ενός καλλιτέχνη. Πορευόμαστε μέσα από αντιθέσεις και συμφωνίες, αρμονίες και συγκρούσεις. Το ίδιο συμβαίνει και με έναν καλλιτέχνη. Απλά, έχει το φυσικό ταλέντο να μπορεί να μεταδώσει ότι σκέφτεται κι ότι νιώθει μέσα από την τέχνη του. Είναι ευτυχές γεγονός όταν το μοιράζεται μαζί μας. Κι όπως καταλαβαίνουμε τα δικά μας συναισθήματα, κάπως έτσι βρίσκουμε το δρόμο να κατανοήσουμε τα δικά του, της στην παρούσα έκθεση, και κατ’ επέκταση και το έργο.

Κική Χριστοδούλου

Ιστορικός Τέχνης-Μουσειολόγος