Παραλίγο να χάσω την Ανάσταση

Λίγες εβδομάδες κυκλοφορίας μετράει το βιβλίο του Γιώργου Ηλιόπουλου «Ο Πολύβιος και η Αριστερά».
Όταν το έπιασα στα χέρια μου, είπα θα το διαβάσω αμέσως. Το αμέσως δεν ήταν για το τώρα. . . αλλά ότι μόλις το ξεκινήσω θα το τελειώσω.
Τελικά το αμέσως ήρθε την ημέρα της Ανάστασης.
Ξεκίνησα κι ο γιος μου απόρησε. Μπαμπά, γιατί γελάς με ρώτησε;
Η αλήθεια είναι, ότι σπάνια διαβάζω ένα βιβλίο και γελάω δυνατά. Η κ. Ηλιόπουλος, έχει αυτή τη δυνατότητα. Να κάνει ακόμη κι εμένα, όχι να χαμογελάω, αλλά να γελάω.
Είναι ίσως και η χαμογελαστή φωτογραφία του. Αυτό που «σου δίνει» η εικόνα του, μόλις ανοίξεις το βιβλίο.

Το βιβλίο είναι από τα καλύτερα που έχουν γραφτεί τα τελευταία χρόνια, χωρίς να έχω την πρόθεση σύγκρισης ή επιβράβευσης. Η καλύτερη επιβράβευση πιστεύω ότι θα είναι η επιβεβαίωση, ότι το βιβλίο καλύπτει τους αναγνώστες κάθε ηλικίας, ανεξάρτητα απ’ το αν έχουν ζήσει, μάθει, ακούσει σε ιστορίες σκόρπιες, όπως μας λέει ο υπότιτλος του βιβλίου για τον κάθε Πολύβιο και την Αριστερά.
Συναισθηματικό, δοτικό, πολιτικό, ένα βιβλίο που αξίζει να το έχεις στη βιβλιοθήκη σου.
Στη δική μου, θα παραμείνει σε περίοπτη θέση, όχι μόνο γιατί αξίζει, αλλά για να μου θυμίζει, ότι άργησα να το πιάσω στα χέρια μου κι όταν το έπιασα, οριακά πρόλαβα να το τελειώσω και να πάω στην Αναστάσιμη λειτουργία. . .
Όσο για τις εκδόσεις Επίκεντρο, μας χάρισαν ένα βιβλίο που τα έχει όλα.
Γιάννης Τομαδάκης

Από το οπισθόφυλλο
… Αφού πέ­ρα­σαν χρό­νια με τις δι­ά­φο­ρες ιστο­ρί­ες στο μυ­α­λό μου, απο­φά­σι­σα να μα­ζέ­ψω κά­μπο­σες απ’ αυτές και να τις γρά­ψω, να τις βά­λω να κα­τοι­κούν σε ένα βι­βλίο. Ωραία!
Από την αρ­χή δι­α­πί­στω­σα πως έκα­να πο­λύ κα­λά, αφού αμέ­σως άρ­χι­σα να απο­κο­μί­ζω κέρ­δη και βελ­τι­ώ­σεις, με κυ­ρί­αρ­χο όφε­λος την απαλ­λα­γή μου από την κα­τη­γο­ρία που μου απηύ­θυ­ναν οι φί­λοι μου όλα τα προ­η­γού­με­να χρό­νια όπο­τε πή­γαι­να να δι­η­γη­θώ οποι­α­δή­πο­τε από αυτές, ασχέ­τως εάν εμέ­να δεν μου και­γό­τα­νε καρ­φά­κι για τα σχό­λια και τους χα­ρα­κτη­ρι­σμούς που άκου­γα. Μου λέ­γα­νε: «Εχθές, μας την είχες πει αλ­λι­ώς αυτή την ιστο­ρία», γε­λού­σαν κι­ό­λας που με έπι­α­σαν να λέω ψεύ­τι­κη ιστο­ρία, αλ­λά δεν με ένοι­α­ζε πο­σώς: Εγώ, να πω την ιστο­ρία ήθε­λα, να πε­ρά­σω ωραία, και έτσι, πιο πο­λύ απ’ όλους γε­λού­σα εγώ…

Ο Γιώργος Ηλιόπουλος γεν­νή­θη­κε στην Κα­λα­μά­τα το 1952 και από το 1955 με­γά­λω­σε στη Μεσ­σή­νη (Νη­σί), απ’ ό­που μό­λις τε­λεί­ω­σε το Λύ­κειο, το 1970, έφυ­γε. Σπού­δα­σε Nομι­κά στη Nομι­κή Σχο­λή του Αρι­στο­τε­λείου Πα­νε­πι­στη­μίου Θεσ­σα­λο­νί­κης. Έζη­σε μέ­χρι το 1986 στη Θεσ­σα­λο­νί­κη και έκτο­τε ζει στην Αθή­να. Κα­τά την πε­ρί­ο­δο της δι­κτα­το­ρί­ας ανέ­πτυ­ξε αντι­δι­κτα­το­ρι­κή δρά­ση μέ­σω του Συλ­λό­γου Πε­λο­πον­νη­σί­ων Φοι­τη­τών Θεσ­σα­λο­νί­κης και της Αντι-ΕΦΕΕ. Έχει δυο γι­ούς, τον Θο­δω­ρή, ερευ­νη­τή στο Πα­νε­πι­στή­μιο του Hasselt στο Βέλ­γιο και τον Φώ­τη, ερευ­νη­τή στο Πα­νε­πι­στή­μιο του Harvard στη Βο­στώ­νη, για τους οποί­ους είναι πο­λύ υπε­ρή­φα­νος.

 

Δήλωσαν για το βιβλίο

Ο Γι­ώρ­γος Θ. Ηλι­ό­που­λος, ή «Ιά­κω­βος» την επο­χή του αγώ­να κα­τά της χού­ντας των συ­νταγ­μα­ταρ­χών, επι­τέ­λους εκ­δί­δει βι­βλίο. Γρά­φω «επι­τέ­λους» γι­α­τί πολ­λές φο­ρές το είχε σκε­φθεί, αλ­λά δεν το έκα­νε. Δεν ήθε­λε. Τα κύ­ρια χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά του Ηλι­ό­που­λου ήταν να ερ­μη­νεύει σχε­δόν τα πά­ντα με χι­ού­μορ, και να προ­σεγ­γί­ζει­με δι­ά­θε­ση δι­α­κω­μώ­δη­σης κα­θε­τί που ήταν ή έμοι­α­ζε με επί­ση­μο. Είχε και έχει μια μό­νι­μη δι­ά­θε­ση ανα­τρο­πής. Γι’ αυτό κι όταν συ­ζη­τά ακό­μη και τα πιο σο­βα­ρά θέ­μα­τα φέρ­νει συ­νε­χώς μπρο­στά την κω­μι­κή τους εκ­δο­χή κι έτσι όσοι τον γνω­ρί­ζου­με κα­λά κα­τα­λα­βαί­νου­με την ειρω­νεία του για πολ­λά. Το βι­βλίο του αυτό είναι η φω­το­γρά­φη­ση, με λέ­ξεις, προ­σώ­πων, πραγ­μά­των και κα­τα­στά­σε­ων, άλ­λο­τε αλη­θι­νών, άλ­λο­τε φα­ντα­στι­κών και άλ­λο­τε αλη­θι­νών μεν αλ­λά δο­σμέ­νων με ισχυ­ρή δό­ση υπερ­βο­λής. Υπερ­βο­λή που, όμως, είναι σχε­δόν πά­ντα προ­ϊ­όν ερ­μη­νεί­ας από την οπτι­κή της δι­α­κω­μώ­δη­σης και της ανα­τρο­πής. Τον δι­ευ­κο­λύ­νουν, βέ­βαια, δύο πα­ρά­γο­ντες. Ο πρώ­τος είναι οι βε­βαι­ό­τη­τες με τις οποί­ες με­τεί­χαν οι φοι­τη­τές στον αντι­δι­κτα­το­ρι­κό αγώ­να και κα­τά τη Με­τα­πο­λί­τευ­ση, δη­λα­δή πο­λύ νέα παι­διά που η ζωή υπο­χρέ­ω­νε να βου­τή­ξουν στην από­λυ­τη σο­βα­ρό­τη­τα, ενώ ήταν μό­νο 18 έως 25 ετών. Κι ο δεύ­τε­ρος, η υπο­κρι­σία της Αρι­στε­ράς, την οποία ο Ηλι­ό­που­λος κα­τα­νό­η­σε και απο­κρυ­πτο­γρά­φη­σε εγκαί­ρως, όταν οι πε­ρισ­σό­τε­ροι από εμάς τρέ­φα­με αυτα­πά­τες. Κα­λή από­λαυ­ση! — Αν­δρέ­ας Λο­βέρ­δος