Ο 17χρονος Δημήτρης Κεραμίτσης με καταγωγή από τη Λεπτή, ετοιμάζεται για λαμπρή καριέρα στη Ρόμα
Περήφανο όλο τον Έβρο έχει κάνει ο 17χρονος Δημήτρης Κεραμίτσης, καθώς ο νεαρός που κατάγεται από τη Λεπτή Ορεστιάδας κατάφερε κάτι που χιλιάδες το ονειρεύονται και ελάχιστοι το έχουν πετύχει.
Ο 17χρονος ποδοσφαιριστής, βρίσκεται πάνω από έναν χρόνο στην Ιταλία, καθώς το ταλέντο, ο χαρακτήρας, αλλά και οι επιδόσεις του στο σχολείο, οδήγησαν τους γονείς του να πάρουν τη μεγάλη απόφαση ζωής.
Ο Δημήτρης Κεραμίτσης, πέρυσι έπαιξε στην Έμπολι, όπου και οι εμφανίσεις του αποτέλεσαν το κίνητρο για τη μεγάλη μεταγραφή στην ιστορική ομάδα της Ιταλίας Ρόμα. Με την Έμπολι μάλιστα κατέκτησε και το πρωτάθλημα Ιταλίας Κ19.
Ως παιδί ο Δημήτρης έπαιξε σε πολλές ομάδες της πόλης που μεγάλωσε, τη Θεσσαλονίκη. Συγκεκριμένα έχει περάσει από τον Άρη, τον ΠΑΟΚ, τον Απόλλωνα Καλαμαριάς, ενώ στα 14 έπαιξε σε ανδρικές ομάδες στο Πανόραμα, στον Θερμαϊκό Θέρμης και στην ΑΕ Κρύνης. Ένα παιδί με φοβερό ταλέντο που αξιοποίησε όλες τις δυνατότητες με αποτέλεσμα σήμερα, να γίνεται γνωστός όχι μόνο στην Ελλάδα και στην Ιταλία, αλλά σ’ όλη την Ευρώπη.
Ο νεαρός ποδοσφαιριστής είναι και μέλος τις εθνικής ομάδας U19.
Οι Ιταλοί είδαν το ταλέντο του σε τουρνουά στη Θεσσαλονίκη και ο δρόμος δεν είχε επιστροφή.
Και επειδή, το ποδόσφαιρο κάποια στιγμή τελειώνει κι ο Δημήτρης Κεραμίτσης, δεν έχει τελειώσει το σχολείο, πρέπει να αναφερθεί ότι ήταν και παραμένει αριστούχος μαθητής.
Μάλιστα φέτος αν επιτρέψουν οι συνθήκες λόγω πανδημίας, θα επιστρέψει στη Θεσσαλονίκη για να βραβευτεί ως αριστούχος μαθητής σχολείων του δήμου Θεσσαλονίκης, ενώ πέρυσι ήταν και αριστούχος στο σχολείο που φοιτεί στην Ιταλία.
Και σ’ όλα αυτά, δεν πρέπει να παραλείψουμε να αναφερθούμε στα βραβεία που έχει αποσπάσει και από τη μαθηματική εταιρεία.
Ποια είναι η Ρόμα.
Όπως αναφέρει η wikipedia,
η Ρόμα ιδρύθηκε στις 22 Ιουλίου 1927, από την συγχώνευση τριών ομάδων της Ρώμης, της Ρομάν, της Άλμπα και της Φορτιτούντο. Καθοδηγητής στην ίδρυσή της υπήρξε ο δικτάτορας Μπενίτο Μουσολίνι ο οποίος, αν και οπαδός της συμπολίτισσας Λάτσιο, επιθυμούσε για λόγους ανταγωνισμού την ύπαρξη δύο δυνατών ομάδων στη Ρώμη που θα μπορούσαν επίσης να αντιπαρατεθούν έχοντας περισσότερες πιθανότητες επιτυχίας στους ισχυρούς συλλόγους του Βορρά, σε μια περίοδο που το φασιστικό καθεστώς της Ιταλίας έδινε μεγάλη σημασία στο ποδόσφαιρο.\
Αρχικά, η Ρόμα χρησιμοποιούσε ως έδρα της το γήπεδο Testaccio στην ομώνυμη λαϊκή συνοικία νοτίως του κέντρου της πόλης, με συνέπεια στους κόλπους των οπαδών της να συγκεντρωθούν κυρίως άνθρωποι της εργατικής τάξης. Αντίθετα η μεγάλη της αντίπαλος Λάτσιο, αγωνιζόταν στο στάδιο Rondinella της περιοχής Parioli στον εύπορο βόρειο τομέα της Ρώμης και ήταν περισσότερο αγαπητή στα συντηρητικά αστικά στρώματα, με μερίδα οπαδών της μέχρι και σήμερα να ανήκει στον ακροδεξιό χώρο.[1]
Το έμβλημα της Ρόμα αποτελείται από τη λύκαινα και τα δύο νήπια, τους Ρωμύλο και Ρώμο, που αναπαριστούν τον μύθο της γέννησης της Ρώμης. Τα χρώματα της ομάδας είναι το σκούρο κόκκινο και το χρυσοκίτρινο, δηλαδή τα επίσημα χρώματα της Ρώμης που συμβολίζουν τον Θεό και το αυτοκρατορικό παρελθόν της πόλης. Για τον λόγο αυτό το πιο διαδεδομένο προσωνύμιο της Ρόμα είναι τζαλορόσι (giallorossi), που σημαίνει ‘κιτρινοκόκκινοι’, ενώ η ομάδα είναι επίσης γνωστή ως λούπι (lupi), δηλαδή ‘λύκοι’ από το έμβλημά της και λα Μάτζικα (la Magica), που μεταφράζεται ως ‘η Μαγική’.
Όντας ένα από τα ιδρυτικά στελέχη της Σέριε Α την περίοδο 1929–30, η Ρόμα έχει αγωνιστεί στην κορυφαία κατηγορία για ολόκληρη την ιστορία της εκτός από την περίοδο 1951–52. Η πρώτη μεγάλη επιτυχία της ομάδας ήρθε την περίοδο 1941–42 όταν κατέκτησε το πρώτο πρωτάθλημα της ιστορίας της, ενώ είχαν προηγηθεί συμμετοχές σε τελικούς του ιταλικού κυπέλλου. Στα επόμενα χρόνια έπεσε στην αφάνεια, μέχρι τη δεκαετία του ’60 οπότε και κατέκτησε δύο εθνικά κύπελλα αλλά και έναν ευρωπαϊκό τίτλο, το Κύπελλο Διεθνών Εκθέσεων της περιόδου 1960–61.
Η καλύτερη περίοδος της ιστορίας της ομάδας ήρθε τη δεκαετία του ’80, όταν έγινε το αντίπαλο δέος της Γιουβέντους στο ιταλικό πρωτάθλημα, φτάνοντας στην κορυφή την περίοδο 1982–83 και κατακτώντας τέσσερα κύπελλα, ενώ έφτασε και στον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών του 1983–84 που διεξήχθη στην έδρα της, το Ολίμπικο της Ρώμης, όπου όμως έχασε στα πέναλτι από τη Λίβερπουλ. Η σπουδαία αυτή περίοδος της Ρόμα ολοκληρώθηκε με τη συμμετοχή της στον τελικό του Κυπέλλου ΟΥΕΦΑ 1990–91 όπου ηττήθηκε από την Ίντερ, ενώ την ίδια περίοδο κατέκτησε το Κύπελλο Ιταλίας. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 2000, η Ρόμα επανήλθε στους τίτλους κατακτώντας το τρίτο της πρωτάθλημα την περίοδο 2000–01, δύο Κύπελλα Ιταλίας και δύο Σούπερ Καπ.