Ο Βασίλης Μπυρίτης, πρώην εργαζόμενος, μιλά στα «ΝΕΑ» για τη φωτιά την Παρασκευή 19 Δεκεμβρίου 1980 στο θρυλικό «μεγαλύτερο μεγάλο πολυκατάστημα», που αποτέλεσε τον αγαπημένο προορισμό των Αθηναίων.

Της Μαρίας Μουρελάτου
«Δεκέμβριος 1980, Παρασκευή 19 του μηνός, 3 η ώρα μετά τα μεσάνυχτα. Το τηλέφωνό μου χτυπά μέσα στη νύχτα. Η φωνή στο σύρμα κραυγή. Το ΜΙΝΙΟΝ έπιασε φωτιά, το ΜΙΝΙΟΝ καίγεται. Τρέξτε», αφηγείται ο πατέρας του ΜΙΝΙΟΝ στο βιβλίο του «Γεωργακάς, η ιστορία μιας ζωής, ΜΙΝΙΟΝ, η ιστορία ενός πολυκαταστήματος». «Όσο πλησιάζαμε, το κόκκινο της φωτιάς δέσποζε πάνω από την Ομόνοια και οι καπνοί εκτινάσσονταν σαν από χίλια φουγάρα καραβιών ταυτόχρονα.
Οταν επιτέλους ορμήσαμε στην Πατησίων, να τες οι φλόγες μπροστά μας. Μεγάλες, ανελέητες που όλο και πλήθαιναν. Εκαιγαν το ΜΙΝΙΟΝ, τον ιδρώτα μου, τους αγώνες μου, όλα μου τα όνειρα». Από κοντά έτρεξαν και αρκετοί από τους 1.000 εργαζομένους του πολυκαταστήματος που ο ίδιος αποκαλούσε «παιδιά του». Ο Βασίλης Μπυρίτης, ένα από τα αγαπημένα του «παιδιά», διακοσμητής και στη συνέχεια διευθυντής καταστήματος, μιλά στα «ΝΕΑ» για εκείνη τη νύχτα.
«»Πήρε φωτιά το ΜΙΝΙΟΝ», μια φωνή στη γραμμή. Αμέσως φύγαμε για εκεί με τη γυναίκα μου. Καθ’ οδόν ο ταξιτζής μάς το επιβεβαίωσε. Η φωτιά έγλειφε τον ουρανό, είχε κατέβει κόσμος, πολλά παιδιά του ΜΙΝΙΟΝ. Θυμάμαι τον Γεωργακά να κοιτάζει βουβός και τη σύζυγό του Αμαλία στο πλευρό του να κλαίει. Δικά τους παιδιά δεν είχαν, το έργο μιας ζωής τυλιγόταν στις φλόγες. Ολοι πονούσαμε, ήταν και η δική μας ζωή μέσα εκεί. Ηταν το δεύτερο σπίτι μου. Ο κόσμος ένιωθε ότι κάηκε το δικό του κατάστημα. Δεν υπήρχαν Χριστούγεννα χωρίς ΜΙΝΙΟΝ» περιγράφει συγκινημένος ο 75χρονος σήμερα Β. Μπυρίτης που έπιασε δουλειά το ’72 στο «μεγαλύτερο μεγάλο πολυκατάστημα» ή, όπως λέει ο ίδιος, «σε μια επιχείρηση – πρότυπο, ευρωπαϊκών προδιαγραφών με ελληνική ζεστασιά».

Κόπηκε η χαρά μας
Εκείνο τον Δεκέμβριο μαζί με το ΜΙΝΙΟΝ κάηκαν τα Χριστούγεννα. Και μαζί τους

Διαβάστε τη συνέχεια ΕΔΩ.