Η συγκλονιστική ομιλία του Δημήτρη Κιηγμά για την ίδρυση της Ορεστιάδας
Τα 97 χρόνια από την ίδρυσή της γιορτάζει η Ορεστιάδα. Η Νέα Ορεστιάδα, προσφυγούπολη, διάδοχος πόλη της Αδριανούπολης, που ιδρύθηκε μετά την εκκένωση της Ανατολικής Θράκης και την παραχώρηση του Τριγώνου του Κάραγτς στην Τουρκία.
Ο φιλόλογος ΜΑ Θεολογίας Δημήτριος Κιηγμάς, μίλησε με αφορμή την εκδήλωση των Ορεστείων, για την ιστορία της νεότερης πόλης της Ελλάδας.
28/6/2020
ΟΡΕΣΤΕΙΑ 2020
Σεβασμιότατε, αξιότιμε κ. Δήμαρχε, κ. Πρόεδρε της Κοινότητας Ορεστιάδας, κύριοι Βουλευτές, Στρατηγέ, κυρίες και κύριοι,
97 χρόνια συμπληρώνονται φέτος από την ίδρυση της Νέας Ορεστιάδας. 97 χρόνια από την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1923, όταν οι Έλληνες κάτοικοι της Ορεστιάδας, την οποία οι Τούρκοι ονόμαζαν και ονομάζουν Καραγάτς αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν αμαχητί ως απόρροια της Συνθήκης της Λωζάννης και μάλιστα του επιπρόσθετου Πρωτοκόλλου περί του Καραγάτς, που όριζε ότι σύνορο με την Τουρκία στην περιοχή δεν αποτελούσε ο ποταμός Έβρος αλλά η συμφωνηθείσα χάραξη.
Μέχρι τις 25 Μαΐου του 1923 οι Έλληνες κάτοικοι της Ορεστιάδας είχαν λάβει κατ’ επανάληψη διαβεβαιώσεις από την ελληνική πολιτική ηγεσία της Αθήνας και της Λωζάννης ότι δεν πρόκειται να χρειαστεί να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους. Στις 26 Μαΐου ωστόσο του 1923 ενημερώθηκαν λιτά και αιφνιδιαστικά ότι οι Τούρκοι αποδέχτηκαν την τελική πρόταση του Ελευθερίου Βενιζέλου περί θυσίας του τριγώνου Καραγάτς, προκειμένου να επιτευχθεί μια έντιμος ειρήνη και άρα πρέπει να εκκενώσουν την Ορεστιάδα και να κατευθυνθούν στα εδάφη της νέας Ελλάδας.
Οι παππούδες και οι γιαγιάδες μας, κυρίες και κύριοι, αποδέχτηκαν τη θυσία, πειθάρχησαν στον σχεδιασμό και στις αποφάσεις της Ελληνικής Κυβέρνησης και χωρίς ουσιαστικές αντιρρήσεις έσκυψαν το κεφάλι, για να μη φαίνονται τα δάκρυά τους, μάζεψαν τα μπογαλάκια τους και μέχρι τον Αύγουστο του 1923 εγκατέλειψαν τα σπίτια που μεγάλωσαν, τις αυλές που έπαιζαν, τα χωράφια και τις δουλειές τους, τα σχολεία και τις εκκλησιές τους και πήραν τον δρόμο της προσφυγιάς.
Πολλοί κατευθύνθηκαν στις ελεύθερες πόλεις τις Ελλάδας. Οι αγρότες, κατά κύριο λόγο, και οι μικροεπαγγελματίες, έξι χιλιάδες περίπου στον αριθμό, μόνιμοι κάτοικοι της Ορεστιάδας ή προερχόμενοι από την Αδριανούπολη, μεταξύ των οποίων και ορισμένοι Εβραίοι και Αρμένιοι, με οδηγό τους τον Μητροπολίτη Αδριανουπόλεως Πολύκαρπο Βαρβάκη, υπάκουσαν και σε μια ακόμη επιθυμία της Ελληνικής Διοίκησης: Δεν διασκορπίστηκαν στην υπόλοιπη Ελλάδα, αλλά έμειναν μαζί όσο πιο κοντά μπορούσαν στα σύνορα, για να αποτελούν το διαρκές ανθρώπινο ανάχωμα σε μελλοντικές επίβουλες βλέψεις των Τούρκων. Ήταν και δική τους βούληση να απομακρυνθούν μέχρι εκεί που ακούγεται ακόμη ο ήχος από το χτύπημα της τσάπας στο χωράφι, με την κρυφή ελπίδα του γυρισμού στα σπίτια τους.
Άκουσαν όμως και την υπόσχεση της ελληνικής διοίκησης διά στόματος Σπύρου Δασίου ότι «η Νέα Ορεστιάδα θα γίνει η Νέα Αδριανούπολη», που σημαίνει δηλαδή ότι θα στηριχτεί από το ελληνικό Κράτος και θα γίνει μια πόλη πλούσια και μεγάλη, εμπορικό, πνευματικό και διοικητικό κέντρο της περιοχής με επιβλητικά κτήρια που να στεγάζουν τον μεγάλο Σιδηροδρομικό Σταθμό της, το σπουδαίο Ελληνικό Γυμνάσιο και το Ζάππειο Παρθεναγωγείο της, τη Στρατιωτική Σχολή και τα δυο νοσοκομεία: των πολιτών και του στρατού, τη Νομαρχία και τη Μητρόπολή της. Γιατί αυτό ήταν διαχρονικά η Αδριανούπολη: η δεύτερη σημαντικότερη, μετά την Κωνσταντινούπολη, πόλη της Θράκης και σε αρκετές ιστορικές περιόδους μια από τις πέντε – έξι σημαντικότερες πόλεις του ελληνισμού.
Κι έτσι, αφού πρώτα – μέσα στον Ιούνιο του 1923 – μια μικρή επιτροπή από προύχοντες των Ορεστιαδιτών διάλεξε αυτό εδώ το μέρος ως νέα πατρίδα, άρχισαν να μεταφέρονται εδώ με τρένα και με κάρα οι οικογένειες των προσφύγων, να διαμένουν σε αντίσκηνα μέσα στις λάσπες και να χτίζουν δειλά δειλά τα πρώτα σπίτια. Στη χάραξη του σχεδίου της πόλης συνέβαλε η 11η Διλοχία Μηχανικού του ελληνικού στρατού. Στις 12 Αυγούστου του 1923 τελέστηκε και ο αγιασμός του εδάφους από τον Μητροπολίτη με την παρουσία επίσημων παραγόντων του Ελληνικού Κράτους. Η αρμόδια επιβλέπουσα την πρόοδο των εργασιών επιτροπή μοίρασε με σχολαστική ακρίβεια σε κάθε οικογένεια τα απαραίτητα υλικά για το χτίσιμο του σπιτιού της: τα ξύλα, τα κιρπίτσια ακόμη και τα καρφιά! Έστω κι έτσι η Νέα Ορεστιάδα άρχισε να παίρνει μορφή και ζωή.
Γύρω από την κεντρική πλατεία της πόλης αναπτύχθηκε η εμπορική και κοινωνική ζωή: τρία – τέσσερα καφενεία, ένα δυο ζαχαροπλαστεία, εστιατόρια και μπακάλικα, τα πρώτα μικρά ξενοδοχεία. Σταδιακά, μέχρι τον πόλεμο του 1940 άνοιξαν πανδοχεία, υποδηματοποιεία, ραφτάδικα, υφασματοπωλεία, χρυσοχοεία, ποτοποιεία, σιδεράδικα. Στα νότια της πόλεως έστησαν τα νοικοκυριά τους οι αγρότες με τα ζώα και τα γεωργικά εργαλεία τους στις αυλές και στις αποθήκες των σπιτιών τους.
Νερουλάδες και γαλατάδες πάσχιζαν να ικανοποιούν τις άμεσες διατροφικές ανάγκες των κατοίκων. Κατέφθασαν και οι πρώτοι ιδιώτες γιατροί από άλλες ελληνικές πόλεις, ανταποκρινόμενοι σε μικρές αγγελίες εφημερίδων, ενώ αργότερα άνοιξαν και τα πρώτα φαρμακεία. Μετά τις πρώτες δεκαετίες φτιάχτηκαν δεξαμενές νερού και η υδροδότηση των σπιτιών έπαψε να γίνεται από πηγάδια. Τα σπίτια απέκτησαν ηλεκτρικό ρεύμα. Τα παιδιά του Γυμνασίου σταμάτησαν να πηγαινοέρχονται στο Διδυμότειχο και απέκτησαν τη δική τους στέγη το 1938. Το πρώτο ξύλινο εκκλησάκι έγινε μεγάλη εκκλησία: των Αγίων Θεοδώρων. Μέχρι το 1956 ενώθηκαν με την πόλη προς βορρά και νότο οι οικισμοί της Κλεισσούς, της Οινόης και της Σαγήνης, αποτελούμενοι από πρόσφυγες από το Μεγάλο Ζαλούφι, το Κρασοχώρι και το Λιοντάρι της ανατολικής Θράκης.
Η εργατικότητα, η φιλοτιμία και κυρίως η ανάγκη για ζωή οδήγησαν την ιδιωτική πρωτοβουλία και τις τοπικές αρχές να μετατρέψουν τη λάσπη σε σταθερή βάση για πρόοδο, το άγνωστο σε προοπτική. Βέβαια δεν έγιναν όλα πλήρως μελετημένα και αυτόματα. Μπορεί ορισμένες υπηρεσίες να λειτούργησαν -έστω υποτυπωδώς- σχετικά γρήγορα, όπως το δημαρχείο, το ταχυδρομείο, η εφορία, η αστυνομία, ένα πρακτορείο της Εθνικής Τράπεζας, ωστόσο σημαντικά στοιχεία που κάνουν μια πόλη μεγάλη ή άργησαν ή δεν πραγματοποιήθηκαν.
Η υπόσχεση ότι η Νέα Ορεστιάδα θα γίνει η νέα Αδριανούπολη δεν τηρήθηκε. Το Ελληνικό Γυμνάσιο Αδριανούπολης, αντί να μεταφερθεί στη Νέα Ορεστιάδα, μεταφέρθηκε -ως φορέας και προσωπικό- στην Αλεξανδρούπολη και αποτέλεσε τον πρόδρομο της εκεί Παιδαγωγικής Ακαδημίας. Νοσοκομεία στην πόλη μας δεν έγιναν ποτέ ούτε πολιτικό ούτε στρατιωτικό. Έδρα Νομαρχιακής Διοίκησης επίσης δεν αποτέλεσε ποτέ. Έδρα Μητροπόλεως έγινε στα πρώτα χρόνια της ως συνέχεια της Μητρόπολης Αδριανουπόλεως, αλλά μετά την αποχώρηση του Πολυκάρπου καταργήθηκε, και η περιοχή υπήχθη στην κοινή Μητρόπολη Διδυμοτείχου, Ορεστιάδος και Σουφλίου με έδρα το Διδυμότειχο. Ο δε Σιδηροδρομικός της Σταθμός ξεκίνησε με κάποια δυναμική τις πρώτες δεκαετίες, όμως κι αυτός τελευταία υποβαθμίστηκε σε απλή στάση.
Έπρεπε να συμπληρώσει η Νέα Ορεστιάδα πενήντα και πλέον χρόνια ζωής για να αποκτήσει ασφαλτοστρωμένους δρόμους, Κέντρο Υγείας, εργοστάσιο. Στα εβδομήντα έξι της απέκτησε Πανεπιστήμιο. Μέχρι τα ογδόντα πέντε της, το 2008, γέμισε από πολυκατοικίες και τσιμέντο περισσότερο κι από όσο έπρεπε. Τότε έζησε την ακμή της ευμάρειάς της αυξάνοντας ή διατηρώντας τον πληθυσμό της. Οι πέντε παιδικοί της σταθμοί, τα οχτώ δημοτικά της σχολεία και νηπιαγωγεία, τα πέντε γυμνάσια, τα πέντε λύκεια είναι οι αδιάψευστοι μάρτυρες μιας ζωντανής -με νύχια και με δόντια- πόλης.
Κυρίες και κύριοι, η πόλη μας βρίσκεται σε μια πολύ ευαίσθητη για τα εθνικά συμφέροντα περιοχή. Η παραμονή εδώ των κατοίκων αποτελεί εγγύηση για τα σύνορα και την ασφαλή διαβίωση των κατοίκων της υπόλοιπης χώρας, μάλιστα δε των μεγάλων αστικών κέντρων. Η τωρινή κρίση των σχέσεών μας με τη γειτονική Τουρκία, η οποία βρίσκεται σε εξέλιξη, μαρτυρά τις δύσκολες συνθήκες ζωής των κατοίκων αλλά και τις αυξημένες ανάγκες τους. Κυρίως όμως καταδεικνύει την ανάγκη της ίδιας της ύπαρξής τους. Όσο οι κίνδυνοι και τα προβλήματα αυξάνονται, τόσο ο πληθυσμός μειώνεται.
Είμαστε ευγνώμονες στα Σώματα Ασφαλείας για τη σταθερή και ακλόνητη παρουσία τους γύρω μας, αλλά χωρίς εμάς και η δική τους διάθεση για θυσία θα αδυνατίσει. Οι θάνατοι λόγω γήρατος είναι δυσανάλογα περισσότεροι από τις γεννήσεις. Αλλά και από τους λίγους νέους της περιοχής ελάχιστοι πλέον παραμένουν στην πόλη, αναζητώντας εργασία και ασφάλεια σε άλλες πόλεις της Ελλάδας ή του εξωτερικού.
Αν θέλουμε να συνεχίζει η πόλη μας να αποτελεί ανάχωμα σε εθνικούς κινδύνους, στην οικονομική αιμορραγία και στην αλλοίωση της σύστασης του πληθυσμού λόγω αυξημένων ροών μεταναστών από χώρες της ανατολής, πρέπει να δράσουμε αμέσως. Πρώτα το κράτος να ενισχύσει όχι μόνο στρατιωτικά την περιοχή μας λόγω της επικαιρότητας, αλλά και οικονομικά με το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον, για να θέλουν να μένουν οι ακρίτες στον τόπο τους. Έπειτα κι εμείς, όσοι επιλέξαμε να μείνουμε εδώ παρά τις δυσκολίες, πρέπει να αγαπήσουμε αληθινά τον τόπο μας ξεκινώντας από τη γνώση και ανάδειξη του παρελθόντος μας, που μας δίνει ταυτότητα, και έπειτα να προχωρήσουμε στη βελτίωση των συνθηκών της ζωής μας με προσωπική δουλειά και διεκδικήσεις και με κοινό παρονομαστή τη μεταξύ μας ομόνοια, την ενότητα, την αλληλεγγύη.
Σεβασμιότατε, κύριε Δήμαρχε, κύριε Πρόεδρε, κυρίες και κύριοι, σε τρία χρόνια συμπληρώνονται 100 χρόνια από την ίδρυση της Νέας Ορεστιάδας. Είναι μια ακόμη μεγάλη ευκαιρία να δώσουμε νέα ώθηση στην πόλη μας. Τα Δημοτικά Συμβούλια των πρώτων δεκαετιών της Νέας Ορεστιάδας σωφρόνως καθιέρωσαν ως έμβλημα της νέας πόλης την Ιφιγένεια – σύμβολο θυσίας για το καλό της πατρίδας και φιλοτέχνησαν την κεντρική πλατεία με τη διπλή βάρκα του μυθικού Ορέστη, δίνοντας το στίγμα της ταυτότητάς μας.
Από την άλλη, για να μην αδικήσουμε τις νέες γενιές της τοπικής αυτοδιοίκησης, τα τελευταία χρόνια μέσα σε δύσκολες οικονομικά εποχές έχουν κάνει φιλότιμες προσπάθειες για τον εξωραϊσμό και εκσυγχρονισμό της πόλης μας: πάρκα, σχολικά κτίρια, γυμναστήρια βελτιώνουν την καθημερινότητα των πολιτών. Παράλληλα, έχουν ήδη ξεκινήσει ή δρομολογηθεί κάποια έργα σημαντικά που φιλοδοξούν να οδηγήσουν την πόλη στο ψηφιακό και ενεργειακό μέλλον, με τη χρήση οπτικών ινών και με αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών και ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, όπως η ηλιακή και το φυσικό αέριο.
Και όμως η πόλη αδειάζει.
Ίσως ένας συγκερασμός εξέλιξης και ιστορίας να έδινε περισσότερα ερείσματα ζωής. Είναι απαραίτητο να σχεδιάζουμε και να οραματιζόμαστε το μέλλον, όμως χωρίς να ξεχνάμε το παρελθόν, γιατί στις δύσκολες ειδικά στιγμές αυτό είναι που μας συσπειρώνει.
Ας ξεκινήσουμε πρώτα με κάτι απλό αλλά ουσιαστικό: ας ονομάζουμε πάλι την πόλη μας Νέα Ορεστιάδα και όχι απλώς Ορεστιάδα μεταξύ μας αλλά και επίσημα, για να κατανοούμε διαρκώς ποιοι είμαστε και από πού καταγόμαστε. Έπειτα ας προχωρήσουμε στην ανέγερση μνημείων που να θυμίζουν τη θυσία των προγόνων μας και την προσφυγική ιδιότητά μας και να κοσμούν με αρμονικό τρόπο την κεντρική πλατεία μας και τις εισόδους της πόλης μας. Για να μην ταυτιστεί η πόλη μας στη συνείδηση του κόσμου με ένα αγνώστου ταυτότητας ενεργειακό δέντρο, αλλά με σύμβολα που δείχνουν την αγάπη μας για την ιστορία μας, άρα για τον τόπο μας.
Κι ας συνεχίσουμε φυσικά διεκδικώντας από την κεντρική εξουσία την οικονομική -και όχι μόνο- προσοχή που αξίζουμε και δικαιούμαστε. Πρώτον, ρυθμίσεις για την ακριτική περιοχή μας και έργα πνοής, που να δίνουν δουλειά στους νέους, για να μην έχουν τάσεις φυγής. Δεύτερον ουσιαστική στήριξη των τρίτεκνων και πολύτεκνων οικογενειών, για την καταπολέμηση του μεγαλύτερου προβλήματος της χώρας μας και της πόλης μας ιδιαιτέρως: της υπογεννητικότητας. Τρίτον, παροχές σε όλα τα παιδιά και τις οικογένειες της πόλης μας, για να έχουν κίνητρα ισχυρά να ζήσουν εδώ και να δυναμώνουν τα σύνορα της πατρίδας μας.
Η Νέα Ορεστιάδα, κυρίες και κύριοι, δεν είναι μια οποιαδήποτε πόλη. Είναι η αρχή και το τέλος της σύγχρονης Ελλάδας και της Ευρώπης. Το ανατολικό όριο του δυτικού πολιτισμού, του πολιτισμού της δημοκρατίας, της ειρήνης, της κοινωνικής αλληλεγγύης. Οι ρίζες της ποτίστηκαν από τη θυσία των παππούδων και των γιαγιάδων μας. Η θυσία αυτή δεν πρέπει να πάει χαμένη.