Οι επιπτώσεις του δημογραφικού, το λουκέτο σε υπηρεσίες, ο γερασμένος πληθυσμός και ο εκτός «αστικών κέντρων» Έβρος που έσβησε

 

Χωρίς τράπεζα είναι από τον Σεπτέμβριο του 2019 οι Μεταξάδες Έβρου. Το άλλοτε περήφανο κεφαλοχώρι του Έβρου, έχει μείνει με λιγότερους από 500 κατοίκους, στην συντριπτική τους πλειοψηφία ηλικιωμένους.
Γέροντες και γερόντισσες, άνθρωποι που αγαπούν τον τόπο τους, που είδαν όμως τα παιδιά τους να φεύγουν.
Ελάχιστα μαγαζιά, όλο και λιγότερα φώτα τη νύχτα.
Το χειμώνα οι καπνοί από τις καμινάδες δεν σε «πνίγουν». Το άρωμα της ζεστασιάς όταν περπατάς έχει αντικατασταθεί από αυτό της μοναξιάς, της εγκατάλλειψης.
Τα χαμόγελα των ανθρώπων σου ζεσταίνουν την καρδιά, από την άλλη όμως σε κάνουν να αναρωτιέσαι. Για πόσα χρόνια ακόμη θα συναντάς ανθρώπους;
Οι Μεταξάδες, με τα πέτρινα διώροφα σπίτια, το κέντρο του πρώην δήμου Μεταξάδων, το μόνο που έχουν να τους συνδέει άμεσα με τον ευρύτερο έστω δημόσιο τομέα, είναι ένα ταχυδρομείο.
Το ταχυδρομείο που προσπαθούν ή αν θες «παρακαλούν» να παραμείνει ανοιχτό.
Αυτό τους εξυπηρετεί και τους «κρατάει σε επαφή» με τον υπόλοιπο κόσμο.

Σε ένα κείμενο με πολλούς συμβολισμούς, εισαγωγικά και πίκρες, η μέρα που έχασε ένας κάτοικος του χωριού, φαντάζει σταγόνα στα χρόνια που πέρασαν από τη ζωή του.
Ο ηλικιωμένος κάτοικος, μιλώντας στη δημοτική τηλεόραση Ορεστιάδας, περιέγραψε την ταλαιπωρία δύο ημερών, για να εξυπηρετηθεί από το πλησιέστερο τραπεζικό κατάστημα στο Διδυμότειχο.
Πήρε νωρίς το πρωί το λεωφορείο για να φτάσει στην τράπεζα, μπήκε στο κατάστημα, πήρε χαρτάκι με το νούμερο, έπρεπε να περιμένει δεκάδες που είχαν πάρει νωρίτερα νούμερο, η ώρα πέρασε, έπρεπε να ξαναπάρει το λεωφορείο για να επιστρέψει στο χωριό, έφυγε από την τράπεζα χωρίς να φτάσει ποτέ η σειρά του. Αναγκάστηκε να ξαναπάει στην τράπεζα την επόμενη ημέρα
για να βγάλει λεφτά.
33 χιλιόμετρα επί 4, για να εξυπηρετηθεί από την τράπεζα.
Άραγε οι κάτοικοι του «άλλου Έβρου», αξίζουν τέτοια αντιμετώπιση;