Σήμερα το μεσημέρι επισκέφτηκα κατάστημα αλυσίδας σούπερ μάρκετ.
Καθώς έκανα τα ψώνια μου, είδα μία υπάλληλο να πλησιάζει ένα κοριτσάκι και να του λέει «ό,τι πήρες να το βάλεις πίσω και πέρνα μπροστά».

Το παιδί είναι δεν είναι δέκα χρονών. Είναι ένα χαμογελαστό παιδί, το οποίο όμως όταν το δούμε στο δρόμο, ελαφρά την καρδία θα το χαρακτηρίσουμε γυφτάκι, κατσιβελάκι.
Είναι από τα «άλλα παιδιά», αυτά που δε μεγαλώνουν σε σπίτι με κλιματιστικό, με πλυντήριο πιάτων. Δεν είναι από τα παιδιά που πηγαίνουν σε εξωσχολικές δραστηριότητες και είμαι σχεδόν σίγουρος ότι και η φοίτησή του στο σχολείο είναι προβληματική.

Το παιδί αυτό είχε κλέψει και είχε κρύψει επιμελώς στα ρούχα του ένα γυναικείο καλλυντικό που η αξία του δεν ξεπερνούσε τα 2 ευρώ. Είμαι σίγουρος ότι δεν το έκλεψε γιατί δεν είχε δύο ευρώ, άλλωστε απ’ ότι κατάλαβα τα ψώνια του θα τα πλήρωνε κανονικά, καθώς κρατούσε στα χέρια του πράγματα όχι πρώτης ανάγκης, αλλά το έκλεψε γιατί έτσι έχει μάθει.

Το κοριτσάκι αυτό, αφού πέρασε μπροστά κι από άλλη υπάλληλο, της είπε σαν να μη συμβαίνει τίποτα το μεμπτό και με κανονική ένταση φωνής, χωρίς να κάνει καν προσπάθεια να κρυφτεί, ότι δεν έχει κλέψει τίποτα άλλο και συνέχισε τα ψώνια του.

Ίσως η αντίδραση του παιδιού με έβαλε σε περισσότερες σκέψεις από την πράξη του.
Είναι φανερό, ότι δεν έκλεψε για πρώτη φορά. Είναι φανερό ότι δεν την έπιασαν για πρώτη φορά. Είναι εμφανέστατο ότι και οι γονείς του παιδιού γνωρίζουν.

Φτάνοντας σπίτι προσπάθησα να μην σκέφτομαι ότι υπάρχουν πολλοί παράλληλοι κόσμοι στον κόσμο μας. Ότι έχουμε δρόμο για να φτάσουμε εκεί που πρέπει να είμαστε.

Και πριν βιαστούμε να βγάλουμε τα συμπέρασματά μας, θα το πω με κάθε βεβαιότητα. Έχουμε και τη δική μας ευθύνη.

Ανάμεσά μας υπάρχουν οι νταήδες, οι Ελληναράδες και φυσικά σε όλους μας ο κακός μας εαυτός.

Στο τελευταίο να αποδώσω ένα άλλο περιστατικό που με έκανε να αγανακτήσω όταν έτυχε να είμαι αυτόπτης μάρτυρας σε λεκτικές επιθέσεις σε βάρος γυναίκας Ρομά, η οποία λαχτάρησε όταν το παιδί της παραλίγο να παρασυρθεί από αυτοκίνητο.
Το παιδί διέφυγε από την προσοχή της, βγήκε στο δρόμο και για δέκατα του δευτερολέπτου δεν έγινε το κακό.
Χρειάστηκε να περάσουν μόνο λίγα δευτερόλεπτα για να διαπιστωθεί ότι το παιδί είναι καλά. Εκεί ήταν που ξύπνησαν οι κακοί εαυτοί. Εκεί ήταν που κάποιοι επιτέθηκαν στην μητέρα φωνάζοντάς της ότι παρατάει το παιδί της και δεν νοιάζεται γι’ αυτό.  Δεν έχει νόημα να μεταφέρω τα όσα τις είπαν, γιατί ακούστηκαν από ανθρώπους εκτός εαυτού, οι οποίοι ξέσπασαν σε μία γυναίκα που έτρεμε, έχοντας αγκαλιά της ένα παιδί σαστισμένο, από το φόβο και του δρόμου και των φωνών. . .

Ήταν αυτοί που έβγαλαν τα συμπεράσματά τους γιατί δεν τους είχε αγγίξει το ουρλιαχτό της μάνας όταν διαπίστωσε ότι το παιδί της έχει βγει στο δρόμο και άκουσε ένα απότομο φρενάρισμα.
Ήταν αυτοί που σήμερα θα δίκαζαν ακόμη ένα παιδί, το οποίο ναι πράγματι από το σπίτι του δεν έχει τις σωστές προσλαμβάνουσες. Τις έχει άραγε από την κοινωνία των δικαίων;
Δεν έχω απάντηση. Μόνο ερωτήσεις.

Γιάννης Τομαδάκης