Θεοδώρα Κατακουζηνή η Δέσποινα του κάστρου του Διδυμοτείχου
Κείμενο του Ιωάννη Α. Σαρσάκη (Καστροπολίτη)
Η Θεοδώρα Παλαιολογίνα Αγγελίνα Καντακουζηνή, όπως της άρεσε να την αποκαλούν, απέκτησε το τελευταίο επίθετο από τον σύζυγό της. Τα δύο άλλα επίθετα έδειχναν τους δεσμούς της οικογενείας της με την παλαιότερη αυτοκρατορική γενιά του Αγγέλου και τον ηγεμονικό οίκο των Παλαιολόγων (όπως θα δούμε παρακάτω, η Θεοδώρα έχει συγγενικές σχέσεις και με τους Ταρχανιώτες). Δεν γνωρίζουμε την ακριβή ημερομηνία της γεννήσεως της, ο σπουδαίος Βρετανός βυζαντινολόγος Ντόναλντ Νίκολ, αναφέρει ότι : «έζησε περίπου πενήντα χρόνια μετά τον θάνατο του συζύγου της και δεν ξαναπαντρεύτηκε». Σύζυγος της Θεοδώρας, ήταν ο Μιχαήλ Καντακουζηνός, ο οποίος υπήρξε από ηλικίας 21 ετών, διοικητής της Βυζαντινής Πελοποννήσου, όπου και απεβίωσε σε ηλικία τριάντα ετών το 1295. Κατά τον Ντόναλντ Νίκολ απεβίωσε το 1294 σε ηλικία 29 ετών. Οπότε μπορούμε να εικάσουμε, ότι η Θεοδώρα γεννήθηκε κατά την έβδομή ή όγδοη δεκαετία του 13ου αιώνα.
Το ιστορικό πλαίσιο της εποχής κατά το οποίο έζησε και διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο η Θεοδώρα, ήταν το θυελλώδες πρώτο μισό του 14ου αιώνα. Το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα η αυτοκρατορία των Ρωμαίων/Βυζαντινών, συνταράχθηκε συθέμελα από τους δύο καταστροφικούς εμφυλίους πολέμους της δυναστείας των Παλαιολόγων (1321-1328 και 1341-1347), οι οποίοι βεβαίως αποτέλεσαν και το κύκνειο άσμα της.
Αναφορικά με το επίθετο Καντακουζηνός – Καντακουζηνή, με το οποίο είναι πιο γνωστή η Θεοδώρα, θα πρέπει να αναφέρουμε ότι, ο πρώτος τύπος είναι Κατακουζηνός (χωρίς το ν) και προέρχεται εκ της λέξεως Κουζηνάς ή Κουζηνός, με την οποία είχε αντικατασταθεί το αρχαίο όνομα του όρους Σίπυλος στην Μικρά Ασία (βορειοανατολικά της Σμύρνης). Εκεί υπήρχε και μονή της Θεοτόκου : «ώστε Κατακουζηνός (Κατά Κουζηνόν) = ο ανήκων εις την μονήν Κουζηνά». Γενικώς οι Καντακουζηνοί υπήρξαν μια μεγάλη Βυζαντινή οικογένεια, που διακρίθηκε κατά την περίοδο των Κομνηνών και των Παλαιολόγων, τόσο στην Κωνσταντινούπολη, όσο και στην Πελοπόννησο. «Κατά τον 13ο αιώνα κλάδοι αυτής (της οικογενείας) εμφανίζονται εν Πελοποννήσω και εν Νικαία. Ο σύγχρονος ιστορικός (του 13ου αιώνα) Γεώργιος παχυμέρης αναφέρει αυτήν μεταξύ ¨της μεγαλογενούς και χρυσής σειράς¨ των ισχυρών οικογενειών της Νικαίας. Μετά την ανάκτησιν της Κωνσταντινουπόλεως υπό των Ελλήνων (το 1261 από τους Φράγκους), η οικογένεια αυτή διαδραματίζει πρωτεύοντα ρόλον εν Βυζαντίω, εις δε γόνος αυτής, ο στρατηγός Ιωάννης Καντακουζηνός, ανέρχεται εις τον θρόνον».
Η Θεοδώρα, λόγω του πρόωρου θανάτου του συζύγου της, απέκτησε μόνο ένα παιδί, τον μετέπειτα αυτοκράτορα Ιωάννη Στ΄ Καντακουζηνό. Ο Ιωάννης γεννήθηκε πιθανότατα το 1295 (τον επόμενο χρόνο δηλαδή από τον θάνατο του πατέρα του), τον οποίο βεβαίως και δεν γνώρισε ποτέ. Σχετικά με την συμβολή της Θεοδώρας στην ανατροφή του Ιωάννη Καντακουζηνού, ο Ντόναλντ Νίκολ την χαρακτηρίζει ως μια μητέρα προσεκτική, αλλά όχι καταπιεστική, επιπροσθέτως αναφέρει τα εξής : «Η μητέρα του ήταν εκείνη που τον μεγάλωσε, τον δίδαξε, τον συμβούλεψε και έθρεψε τις φιλοδοξίες του. Ήταν μια γυναίκα με αξιοθαύμαστο χαρακτήρα και ικανότητες. Κάποτε ο γιος της, της έκανε τη μεγαλύτερη φιλοφρόνηση που θα μπορούσε να κάνει ποτέ στην εποχή του ένας άνδρας σε μια γυναίκα που θαύμαζε, δηλαδή ότι ¨ήταν προικισμένη με μια δύναμη μυαλού που ξεπερνούσε τη γυναικεία φύσ稻.
Επιπροσθέτως θα πρέπει να αναφέρουμε ότι η Θεοδώρα, νοιαζόταν πάρα πολύ για τον Ιωάννη, μέχρι του σημείου να έχει κανονίσει : «και το γάμο του γιού της, έχοντας δει στην Ειρήνη Ασένινα μια νεαρή γυναίκα με χαρακτήρα και πνεύμα ισάξια με τα δικά της». Η Ειρήνη Ασένινα Καντακουζηνή, ήταν δισέγγονή του αυτοκράτορα Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου, καθώς η κόρη του Μιχαήλ Η΄ Ειρήνη, παντρεύτηκε τον Βούλγαρο τσάρο Ιβάν Γ΄ Ασάν, ο γιός τους Ανδρόνικος Παλαιολόγος Ασάν ήταν ο πατέρας της Ειρήνης συζύγου του Καντακουζηνού. Ο Καντακουζηνός και η Ειρήνη απέκτησαν έξι παιδιά, τρία αγόρια και τρία κορίτσια.
Την Θεοδώρα δεν την θαύμαζε μόνο ο γιός της, αλλά και πολλοί σύγχρονοί της, οι οποίοι έκαναν μνεία για : «τη σύνεσή, την ευθυκρισία και την επινοητικότητά της, καθώς επίσης για την εμπειρία της στη διαχείριση των δημοσίων υποθέσεων και για την ανώτερη της γυναικείας φύσεως δύναμη της σκέψης».
Προχωρώντας στα γεγονότα που αφορούν στο βίο της Θεοδώρας Καντακουζηνής, θα πρέπει να κάνουμε μια σύντομη αναφορά για τον πρώτο εμφύλιο πόλεμο των Παλαιολόγων. Ο εμφύλιος αυτός διεξήχθη μεταξύ παππού και εγγονού. Ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος Β΄ (παππούς) είχε ορίσει συναυτοκράτορες τον γιό του Μιχαήλ Θ΄ και τον ευνοούμενο εγγονό του (γιο του Μιχαήλ Θ΄) Ανδρόνικο Γ΄. Οι καλές σχέσεις παππού και εγγονού δεν κράτησαν όμως για πολύ, καθώς ο ¨γέρων¨ (Ανδρόνικος Β΄) δεν ενέκρινε την επιπόλαια και ακόλαστη ζωή του ¨νέου¨ (Ανδρονίκου Γ΄), για τον οποίο η κηδεμονία παππού και πατέρα είχε γίνει αφόρητη. «Αποτέλεσμα αυτής της έριδας ανάμεσα στο γηραιό και το νεαρό Ανδρόνικο ήταν η αρχή των εμφυλίων πολέμων, που επιτάχυναν την εσωτερική κατάρρευση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας».
Σ΄ αυτή την κρίσιμη στιγμή : «ενώ πλησίαζε η ώρα της ανοιχτής πολεμικής αναμέτρησης, το πρώτο μέτρο ασφάλειας που πήρε ο νεαρός Ανδρόνικος ήταν να μεταφέρει την αυλή του από την Αδριανούπολη στο Διδυμότειχο. Το Διδυμότειχο, εκτός του ότι ήταν ασφαλές οχυρό, ιδιαίτερα σε καιρό πολιορκίας, ήταν επίσης, λόγω της θέσης του στο κεντρικό τμήμα του Έβρου, πολύ περισσότερο προστατευμένο από την Αδριανούπολη, που λόγω της γεωγραφικής της θέσης κινδύνευε περισσότερο από τους Βουλγάρους. Μεγάλης επίσης σημασίας, όσον αφορά στην αλλαγή της έδρας, πρέπει να υπήρξε και η σύνδεση του Διδυμοτείχου με το σημαντικό λιμάνι της Αίνου, που θα μπορούσε να συγκριθεί με το λιμάνι της Σωζόπολης στη Μαύρη Θάλασσα».
Το κάστρο του Διδυμοτείχου αποτέλεσε το συγκριτικό πλεονέκτημα για το νεαρό διεκδικητή του θρόνου καθώς : «Η κατοχή του Διδυμοτείχου προσέφερε στον Ανδρόνικο, και ιδίως στον αγώνα που διεξήγαγε για την κατάληψη της αυτοκρατορικής εξουσίας, μια σειρά από πλεονεκτήματα. Καταρχάς, το επιβλητικό κάστρο, κτισμένο κοντά στη συμβολή δύο ποταμών, του Έβρου και του Ερυθροποτάμου, ήταν ουσιαστικά απόρθητο, αποτελώντας για τον ίδιο, την οικογένειά του και τους οπαδούς του ένα ασφαλές καταφύγιο». Για τον λόγο αυτό στο Διδυμότειχο είχαν εγκατασταθεί ήδη, η πρώτη σύζυγος του Ανδρονίκου Ειρήνη η Αλαμανή (Αδελαΐδα του Μπρούνσβικ) και η θεία του και μητέρα του κυριότερου υποστηρικτή του Ιωάννη Καντακουζηνού, η Θεοδώρα.
Ο Καντακουζηνός ο οποίος είχε λάβει τον τίτλο του μεγάλου δομέστικου (αρχιστρατήγου) : «διέθετε με προθυμία τα άφθονα οικονομικά μέσα του, που προερχόταν από την κτηματική του περιουσία, καθώς και τη γενναιοδωρία της μητέρας του, της Θεοδώρας, η οποία χρηματοδοτούσε με ευχαρίστηση αυτό που πίστευε ότι θα συνέβαλε στην πρόοδο του μοναχογιού της».
Η Θεοδώρα δεν ενεπλάκη στην σύγκρουση αυτή μόνο ως χρηματοδότης, αλλά μαζί με την σύζυγο του γιού της Ειρήνη, αναλάμβαναν από κοινού τη διοίκηση του Διδυμοτείχου, όταν οι Ανδρόνικος Παλαιολόγος και Ιωάννης Καντακουζηνός, ήταν αναγκασμένοι να εκστρατεύσουν σε άλλες περιοχές. Ειδικότερα την θεία του Θεοδώρα ο Ανδρόνικος : «την διόρισε γενικό πληρεξούσιο για όλες τις διοικητικές υποθέσεις. Μ’ αυτό τον τρόπο σχηματίστηκε στο Διδυμότειχο μια νέα αυλή, οι αποφάσεις της οποίας πολύ συχνά καθοριζόταν από τη φιλόδοξη και με μεγάλη πολιτική επιρροή Θεοδώρα Καντακουζηνή». Η εύνοια αυτή του Ανδρόνικου προς την Θεοδώρα, και η αναγνώριση των ηγετικών της ικανοτήτων, απολάμβανε και την ανταποδοτικότητα αυτής, καθώς : «και όταν η τύχη φάνηκε να εγκαταλείπει τον Ανδρόνικο, η Θεοδώρα του έδωσε τη δυνατότητα να πληρώσει τα στρατεύματα του, χρηματοδοτώντας τις επιχειρήσεις του από δικούς της πόρους. Γιατί το Διδυμότειχο ήταν το κέντρο του τεράστιου πλούτου της οικογενείας της».
Μετά από πολλές και σκληρές συγκρούσεις ο νεαρός Ανδρόνικος έχοντας ως επιχειρησιακό του κέντρο το Διδυμότειχο, καθώς και την αμέριστη συμπαράσταση του Ιωάννη Καντακουζηνού και της μητέρας του Θεοδώρας, καταφέρνει να υπερισχύσει και να στεφθεί αυτοκράτορας της Ρωμανίας/Βυζαντίου. Εντωμεταξύ η πρώτη σύζυγος του Ανδρονίκου (η Ειρήνη η Αλαμανή), είχε πεθάνει στις 16 Αυγούστου του 1324 στην Ραιδεστό, δίχως να τεκνοποιήσει. Τον Οκτώβριο του 1326, ο Ανδρόνικος νυμφεύεται στην Κωνσταντινούπολη (δεύτερος γάμος) την Γιοβάνα του δουκάτου της Σαβοΐας, η οποία μετονομάστηκε σε Άννα. Μετά το γάμο το βασιλικό ζεύγος εγκαθίσταται στο Διδυμότειχο.
Η νέα αυτοκράτειρα Άννα της Σαβοΐας, δεν έβλεπε με καλό μάτι την επίδραση που ασκούσαν ο Ιωάννης Καντακουζηνός και η μητέρα του Θεοδώρα προς τον σύζυγό της, και στην ουσία : «ζήλευε παράφορα τη μητέρα του Καντακουζηνού, Θεοδώρα, της οποίας ο πλούτος και η φιλοδοξία είχαν παίξει πολύ μεγάλο ρόλο στην άνοδο του γιου της στην εξουσία». Επίσης τις σχέσεις των δύο γυναικών όξυναν και οι θεολογικές έριδες που προέκυψαν από τα δογματικά ζητήματα της εποχής, με αποκορύφωμα τον Ησυχασμό. Τότε στο Διδυμότειχο : «ανακύπτει η πρώτη σύγκρουση ανάμεσα στο περιβάλλον της νέας αυτοκράτειρας και τους Ησυχαστές, επικεφαλής των οποίων είναι η μητέρα του Καντακουζηνού, Θεοδώρα». Άλλωστε γύρω από την Θεοδώρα είχε σχηματιστεί στο Διδυμότειχο : «ένας κύκλος με μεγάλη επιρροή σε πολιτικά και θεολογικά θέματα, στηρίζοντας καταλυτικά τη διδασκαλία του Γρηγορίου Παλαμά».
Είναι σημαντικό να αναφέρουμε, ότι στο Διδυμότειχο έχει διασωθεί η παράδοση, που θέλει τον Άγιο Γρηγόριο Παλαμά κατά τα ταξίδια του από τη Θεσσαλονίκη προς την Κωνσταντινούπολη, να επισκέπτεται την πόλη-κάστρο, προκειμένου να συναντήσει τον άγιο και ησυχαστή μητροπολίτη Ιλαρίωνα, και για το λόγο αυτό στο ναό του Σωτήρος Χριστού, πρώην Μονή Χριστού Παντοκράτορος, τιμάται κάθε χρόνο η μνήμη του αγίου Γρηγορίου Παλαμά με την τέλεση αγρυπνίας.
Όπως προαναφέραμε ο Ανδρόνικος Γ΄ επικράτησε έναντι του παππού του Ανδρονίκου Β΄, παρά το γεγονός όμως ότι η Κωνσταντινούπολη ανήκε πλέον σ’ αυτόν, η αυλή του συνέχισε να διαμένει στο Διδυμότειχο : «η παραμονή στο Διδυμότειχο του ισχυρού Ιωάννη Καντακουζηνού, καθώς και της ικανής πολιτικά Θεοδώρας Καντακουζηνής, συνετέλεσε ώστε οι σπουδαίες πολιτικές αποφάσεις να λαμβάνονται εκεί και όχι στην Κωνσταντινούπολη. Αυτό σήμαινε, ότι η επαρχιακή πόλη του Έβρου αποκτούσε όλο και μεγαλύτερη ανεξαρτησία από την κεντρική εξουσία της πρωτεύουσας. Έτσι, ο Χιώτης Λέων Καλόθετος αναζήτησε στο Διδυμότειχο το 1328 τη Θεοδώρα Καντακουζηνή, για να της εξιστορήσει την κατάσταση της Χίου και να πετύχει την επέμβαση του αυτοκράτορα. Λίγο αργότερα βλέπουμε τη μητέρα του μεγάλου δομέστικου (την Θεοδώρα) να παίρνει μέρος στη συζήτηση ανάμεσα στο γιό της και τον αυτοκράτορα, τον οποίο κάλεσε από την πρωτεύουσα κοντά της στο Διδυμότειχο».
Το 1330 ο Ανδρόνικος Γ΄, βρισκόμενος στο Διδυμότειχο ασθένησε βαριά, μέχρι του σημείου οι γιατροί να μη δίνουν καμία ελπίδα ανάκαμψης. Τότε ο Ανδρόνικος, εξέδωσε διάταγμα με το οποίο όριζε την σύζυγο και το κυοφορούμενο παιδί του ως διαδόχους του και τον Ιωάννη Καντακουζηνό ως κηδεμόνα του παιδιού του. Κατά τον Φίλιππο Γιαννόπουλο, η επιλογή του Καντακουζηνού να αναλάβει την κηδεμονία του νεαρού αυτοκράτορα, οφείλεται στην επιρροή που ασκούσε η Θεοδώρα στον Ανδρόνικο Γ΄, καθώς αυτή, κατά την διάρκεια της ασθένειάς του, υποκατάστησε τον ρόλο της μητέρας του, παραμένοντας δίπλα στο προσκέφαλό του. Τελικά η υγεία του Ανδρόνικου ανακάμπτει με θαυματουργικό τρόπο, καθώς του έφεραν αγίασμα από την Ζωοδόχο Πηγή, με το οποίο τον ράντισαν. Το άμεσο της μεταφοράς του αγιάσματος, όπως μας το παραδίδουν οι ιστορικοί της εποχής : «οδηγεί στην υπόθεση της προέλευσής του από τη Μονή Ζωοδόχου Πηγής Διδυμοτείχου».
Ο Ανδρόνικος Γ΄ συνέχισε να κυβερνά το κράτος, και να λαμβάνει μέρος σε εκστρατείες. Το 1336 και ενώ ο βασιλιάς απουσίαζε σε μία ναυτική επιχείρηση, στην Κωνσταντινούπολη διοργανώθηκε μία στάση για την κατάληψη της εξουσίας. Την εποχή εκείνη στην Βασιλεύουσα διέμεναν η αυτοκράτειρα Άννα με τον γιό της Ιωάννη και την Θεοδώρα Καντακουζηνή, η οποία κατόρθωσε να αποτρέψει την στάση εν τη γενέσει της, ο ιστορικός του 14ου αιώνα Νικηφόρος Γρηγοράς αναφέρει σχετικώς : «Αλλά, ενώ ακόμα το σχέδιο ήταν στο στάδιο της κυοφορίας και οι στασιαστές προετοίμαζαν το πράγμα κρυφά και με μεγάλη φροντίδα, δεν διέφυγαν τα τεκταινόμενα από την Καντακουζηνή, τη μητέρα του μεγάλου δομέστικου. Αυτήν την είχε αφήσει ο βασιλιάς κοντά στη δέσποινα, για να τη βοηθάει και να της συμπαραστέκεται, όταν επρόκειτο να αποπλεύσει, επειδή ήταν μυαλωμένη γυναίκα και διακρινόταν για το σεμνό ήθος της και την ευφυΐα της, και γι΄ αυτό πολύ ικανή στο να βρίσκει λύσεις στα αδιέξοδα. Αυτή λοιπόν κατάφερε με τη σύνεσή της, μαζί με τη γενικά άριστη δέσποινα, πριν εκτραχυνθεί η υπόθεση να την περιορίσει. Όχι βέβαια χωρίς δυσχέρειες, αλλά πάντως τα κατάφερε».
Τον Ιούνιο του 1341 πεθαίνει ο Ανδρόνικος Γ΄ χτυπημένος από εγκεφαλική ελονοσία. Όπως συμβαίνει συνήθως, μετά τον θάνατο του αυτοκράτορα οι εχθροί προσπαθούν να επωφεληθούν, στηριζόμενοι στην έλλειψη ηγέτη ή στην απειρία του διαδόχου. Ο Ιωάννης Καντακουζηνός ως μέγας δομέστικος που ήταν, ανέλαβε να καλύψει το κενό που άφησε ο εκλιπών Ανδρόνικος Γ΄, προβαίνοντας στις απαιτούμενες διοικητικές και στρατιωτικές ενέργειες, καθώς ήταν αδύνατο να το κάνει αυτό ο μόλις εννέα ετών διάδοχός του Ιωάννης Ε΄. Τον Ιούλιο του 1341 έφυγε από την Βασιλεύουσα ως επικεφαλής του στρατού με προορισμό το Διδυμότειχο, για να υπερασπίσει την θέση του έναντι των Βουλγάρων : «άφησε την μητέρα του Θεοδώρα να παρηγορεί και να φροντίζει την Αυτοκράτειρα Άννα, η οποία έβγαλε ένα πολύ χαριτωμένο λογύδριο κατά την αναχώρησή του».
Ο Καντακουζηνός κατάφερε να κατευνάσει την επιθετικότητα των Βουλγάρων, των Τούρκων και των Σέρβων και παράλληλα να έρθει σε συνεννοήσεις με Φράγκους ηγεμόνες της Πελοποννήσου, οι οποίοι εξέφρασαν την επιθυμία να ενωθούν με το κράτος της Ρωμανίας/Βυζαντίου. Κατά την διάρκεια αυτής της εκστρατείας, ο Καντακουζηνός ενημερώθηκε ότι ο μέγας δούκας (ναύαρχος του στόλου) Αλέξιος Απόκαυκος σχεδίαζε πραξικόπημα. Έτσι, τον Σεπτέμβριο του ιδίου έτους επιστρέφει στην Κωνσταντινούπολη, όπου οι υποστηρικτές του, απαιτούσαν να τύχει υποδοχής εφάμιλλης με την υποδοχή ενός αυτοκράτορα. Όλες αυτές οι καταστάσεις αποτέλεσαν θρυαλλίδα ραγδαίων πολιτικών και στρατιωτικών εξελίξεων. Για την εκτόνωση της έντασης και την αποφυγή δυσάρεστων καταστάσεων, συζητήθηκαν δύο προτάσεις : «η μία ήταν να αρραβωνιαστεί η κόρη (του Καντακουζηνού) Έλενα, τον γιο της αυτοκράτειρας, Ιωάννη, τον υποψήφιο διάδοχο. Η άλλη ήταν να στεφθεί άμεσα αυτοκράτορας ο Ιωάννης. Η αυτοκράτειρα δεν επικροτούσε καμία από τις δύο προτάσεις. Στις 23 Σεπτεμβρίου του 1341, ο Καντακουζηνός αποχαιρέτησε την αυτοκράτειρα και την μητέρα του Θεοδώρα. Ήταν η τελευταία φορά που έβλεπε τη μητέρα του».
Ο Καντακουζηνός κατευθύνθηκε προς το Διδυμότειχο, κατά την πορεία του πέρασε από το φρούριο των Επιβατών, όπου κρατούνταν αιχμάλωτος ο Αλέξιος Απόκαυκος (λόγω των επίβουλων ενεργειών του), παρά τις παραινέσεις των συμβούλων του για συνέχιση της αιχμαλωσίας του Απόκαυκου στο Διδυμότειχο, ο Καντακουζηνός τον άφησε ελεύθερο, κι εκείνος μετέβη στην Κωνσταντινούπολη. Αυτό ήταν ένα από τα μεγαλύτερα σφάλματα του Καντακουζηνού, καθώς ο Απόκαυκος άρχισε και πάλι τις μηχανορραφίες με στόχο να οξύνει τις διαφορές ανάμεσα στους οπαδούς του Καντακουζηνού και της αυτοκράτειρας. Παράλληλα : «προσέγγισε την μητέρα του Καντακουζηνού και ορκίστηκε αιώνια πίστη στον γιό της».
Ο Απόκαυκος ύφαινε με μεγάλη επιδεξιότητα τον ιστό της δολοπλοκίας, καταφέρνοντας να πάρει με το μέρος του την αυτοκράτειρα αλλά και τον Πατριάρχη Ιωάννη Καλέκα. Μάταια οι υποστηρικτές του Καντακουζηνού προσπάθησαν να μεταπείσουν τον Απόκαυκο, αυτός περιβαλλόμενος από ένα πλήθος υποστηρικτών, που στην συντριπτική τους πλειονοψηφία ήταν κακοποιοί και τυχοδιώκτες, προέβησαν σε απηνείς διωγμούς εναντίον τους, με την κατηγορία του ¨καντακουζηνισμού¨.
Το μένος αυτών των κακοποιών βίωσαν περισσότερο οι συγγενείς του Καντακουζηνού : «μεταξύ τους ο Νικηφόρος, ξάδελφος του, και η Ειρήνη, η νιόπαντρη σύζυγος του μεγαλύτερου γιου του, Ματθαίου. Η μητέρα του Θεοδώρα, που φρόντιζε τον μικρότερο γιο του, Ανδρόνικο, έτυχε ιδιαίτερα άσχημης μεταχείρισης. Αρχικά τέθηκε σε κατ’ οίκον περιορισμό. Αργότερα, την ίδια χρονιά, φυλακίστηκε˙ το σπίτι της κατεδαφίστηκε και κατασχέθηκε η αρκετά μεγάλη περιουσία της στην Κωνσταντινούπολη. Στη φυλακή υποβλήθηκε σε ειδικές μορφές δίωξης από τον Απόκαυκο και τους εντολοδόχους του. Οι φρουροί της ήταν αγροίκοι, την προσέβαλαν και μαγάριζαν το λίγο φαγητό που της έδιναν με τέτοιο τρόπο ώστε εκείνη δεν μπορούσε να το φάει, γιατί ήταν καλομαθημένη γυναίκα και συνηθισμένη σε εκλεπτυσμένη συμπεριφορά. Ο χειμώνας ήταν δριμύς, όμως στη φυλακή δεν της επέτρεπαν να ανάψει φωτιά. Την ταλαιπωρούσαν με ψευδείς αναφορές για τη σύλληψη ή το θάνατο του γιού της Ιωάννη. Κάμφθηκε η αντίστασή της. Υπέκυψε σε πυρετό. Δεν της παρείχαν ιατρική φροντίδα. Η αυτοκράτειρα Άννα έφριξε μόλις έμαθε για τα δεινά της Θεοδώρας και έστειλε τον προσωπικό της γιατρό στη φυλακή. Δεν του επέτρεψαν όμως να δει την ασθενή. Του είπαν πως, αν το έκανε, θα κατηγορούνταν για ¨καντακουζηνισμό¨, όπως είχε φτάσει πλέον να αποκαλείται μια έντονα αξιόποινη μορφή πολιτικής παράβασης. Στις 6 Ιανουαρίου του 1342, η Θεοδώρα Καντακουζηνή πέθανε στη φυλακή, διωκόμενη, λιμοκτονούσα και χωρίς να έχει δικαίωμα σε ιατρική φροντίδα. Μοναδική παρηγοριά στην κατάσταση της ήταν η παρουσία και οι προσευχές μιας άλλης Θεοδώρας, αδερφής του εκλιπόντος Ανδρονίκου Γ΄, που είχε γίνει μοναχή, αλλάζοντας το όνομά της σε Θεοδοσία. Εκείνη κανόνισε η σορός να ταφεί στον οικογενειακό τάφο, στο μοναστήρι της Κυράς Μάρθας στην Κωνσταντινούπολη. Η ίδια γενναία μοναχή επέπληξε την αυτοκράτειρα Άννα για την σκληρότητα με την οποία εγκατέλειψε τη μητέρα του Καντακουζηνού. Η Άννα προφασίστηκε άγνοια και αποδοκίμασε του υπευθύνους. Ότι απέμεινε από την περιουσία της Θεοδώρας και του γιού της μοιράστηκε μεταξύ εκείνων που θα έπρεπε να θεωρηθούν υπεύθυνοι, ιδιαίτερα του Απόκαυκου και του πατριάρχη. Ο εγγονός της Θεοδώρας, Ανδρόνικος, που βρισκόταν υπό την προστασία της, αφέθηκε ελεύθερος πέντε χρόνια αργότερα».
Εντωμεταξύ λίγους μήνες πριν το θάνατο της Θεοδώρας Καντακουζηνής, και πιο συγκεκριμένα στις 26 Οκτωβρίου 1341, ο γιος της Ιωάννης Καντακουζηνός, πιεζόμενος και από τους υποστηρικτές του, στέφεται στο Διδυμότειχο αυτοκράτορας Ρωμαίων/Βυζαντινών. Το όλο κλίμα της πόλωσης και του φανατισμού που είχε διαμορφωθεί εναντίον του, τον ανάγκασε να προχωρήσει σ’ αυτή την κίνηση. Γεγονός είναι πάντως πως ο Καντακουζηνός στέφθηκε αυτοκράτορας στο Διδυμότειχο, σεβόμενος τα κληρονομικά δικαιώματα του ανήλικου διαδόχου Ιωάννη και της μητέρας του Άννας. Το χρονικό διάστημα που έγινε η στέψη του, η μητέρα του Θεοδώρα όπως προαναφέραμε ήταν στην φυλακή, ευλόγως ο μεγάλος Βρετανός βυζαντινολόγος Ντόναλντ Νίκολ, διερωτάται : «θα ήταν ενδιαφέρον να γνωρίζαμε αν τα νέα έφτασαν ποτέ στα αυτιά της φυλακισμένης μητέρας του Καντακουζηνού και αν την έκαναν να νιώσει υπερήφανη για τον γιό της».
Θα πρέπει να σημειώσουμε, ότι η εποχή που εξετάζουμε, παραθέτοντας τον βίο της Θεοδώρας Καντακουζηνής, ήταν μια εποχή παρακμής με οξύτατες ταξικές διαφορές μεταξύ των πλουσίων και των φτωχών. Οι Καντακουζηνοί και ιδιαιτέρως η Θεοδώρα, ως μέλη μιας από τις πλουσιότερες οικογένειες της αυτοκρατορίας, αποτελούσαν το κόκκινο πανί και πολύ εύκολα μπορούσαν να καταδικαστούν στα μάτια των μη προνομιούχων. Ο Αλέξιος Απόκαυκος και ο πατριάρχης Ιωάννης Καλέκας, εκμεταλλεύτηκαν αυτό το γεγονός, προσπαθώντας να εξυπηρετήσουν τους σκοπούς τους, που αφορούσαν την κατάληψη της εξουσίας. Τα πλούτη και τα μεγαλεία των Καντακουζηνών, ενίσχυσαν την ρητορική και τις πρακτικές των αντιπάλων τους, καθώς : «το πλήθος των χρυσών και επάργυρων σερβίτσιων, των κοσμημάτων, των αποθεμάτων σε σιτηρά και τρόφιμα που βρέθηκαν στο σπίτι της μητέρας του Ιωάννη Καντακουζηνού στην Κωνσταντινούπολη όταν συνελήφθη, φαίνεται να δείχνουν πόσο λίγο ενδιαφερόταν η αριστοκρατία για την ευημερία του λαού».
Επίσης οι Καντακουζηνοί διέθεταν και μεγάλη κτηματική περιουσία, ο Ιωάννης Στ΄ Καντακουζηνός στην ιστορία που συνέγραψε, κάνει λόγο για μεγάλες εκτάσεις που κατασχέθηκαν κατά τον εμφύλιο πόλεμο στην Μακεδονία και σε άλλες περιοχές. Ειδικότερα για κτήματα των Καντακουζηνών στην Μακεδονία, γίνεται αναφορά σε παραχωρήσεις της οικογενείας προς την Μονή Βατοπεδίου του Αγίου Όρους. Σύμφωνα με τον κύριο Γουρίδη, από τις παραχωρήσεις αυτές προκύπτει ακόμη ένα επίθετο για την οικογένεια και μια ακόμη αριστοκρατική συγγένεια. Συγκεκριμένα αναφέρει τα εξής : «Πρόσφατη μελέτη αποκάλυψε ότι σε χειρόγραφο της αγιορείτικης Μονής Βατοπεδίου ο Ιωάννης εμφανίζεται να χρησιμοποιεί το μονόγραμμα ¨Ταρχανειώτης¨, ως Ιωάννης Καντακουζηνός Παλαιολόγος Ταρχανιώτης Άγγελος, σε σειρά επτά συνεχόμενων συμπιλημάτων. Η συγγένεια του Καντακουζηνού με την οικογένεια εντοπίζεται στη σχέση γιαγιάς και εγγονής ανάμεσα στη Μαρία Μάρθα Παλαιολογίνα, αδελφή του αυτοκράτορα Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου και σύζυγο του μεγάλου δομέστικου Νικηφόρου Ταρχανιώτη και την Θεοδώρα Καντακουζηνή, μητέρα του Ιωάννη. Ο ίδιος ο Καντακουζηνός επανειλημμένα αναφέρεται στη σχέση της οικογένειάς του με τους Ταρχανιώτες».
Αυτός λοιπόν εν συντομία ήταν ο βίος της Θεοδώρας Καντακουζηνής, μέσα από τα γεγονότα των δύο εμφυλίων πολέμων της δυναστείας των Παλαιολόγων, που περιγράψαμε ανωτέρω. Η Θεοδώρα υπήρξε μία φιλόδοξη αρχόντισσα, εκπρόσωπος της φεουδαρχίας του 14ου αιώνα, με έντονη προσωπικότητα, η οποία παρενέβη ενεργά στα γεωστρατηγικά τεκταινόμενα της εποχής, ασκώντας διοίκηση και λαμβάνοντας μέρος σε αυτοκρατορικά συμβούλια. Όνειρό της, ήταν να δει τον μοναχογιό της Ιωάννη Καντακουζηνό, να ανεβαίνει στα ύπατα αξιώματα του κράτους, και όπως είδαμε για τον σκοπό αυτό θυσίαζε και προσωπική ζωή αλλά και πλούτο. Δυστυχώς αποτέλεσε το εξιλαστήριο θύμα και βίωσε φριχτές καταστάσεις που την οδήγησαν στον θάνατο, με αποτέλεσμα να μη μπορέσει να δει τον πολυαγαπημένο της γιο, εστεμμένο αυτοκράτορα των Ρωμαίων/Βυζαντινών. Δεν πρέπει να μας ξενίζει το γεγονός, ότι ως γυναίκα ανέλαβε διοικητικά καθήκοντα, καθώς σε όλη την διάρκεια της Βυζαντινής ιστορίας, υπήρξαν πολλές γυναίκες που παρενέβησαν στα διοικητικά πράγματα άμεσα ή έμμεσα. Όπως π.χ. η Θεοδώρα σύζυγος του Ιουστινιανού, η αυτοκράτειρές Ειρήνη η Αθηναία και Ζωή Πορφυρογέννητη, η Θεοδώρα η Αυγούστα, η Ζώη Καρβουνόψινα, η Θεοφανώ, η Θεοδώρα Πετραλείφα κ.α.
Η Θεοδώρα Καντακουζηνή μπορεί να συγκαταλεχθεί ανάμεσα σ΄ αυτές τις θηλυκές ισχυρές προσωπικότητες της Ρωμανίας/Βυζαντίου, που διαδραμάτισαν καθοριστικό ρόλο στην ιστορία της Αυτοκρατορίας. Βέβαια δεν πρέπει να ξεχνάμε πως η Θεοδώρα έχει ταυτιστεί και με το Διδυμότειχο, καθώς όπως αναφέραμε παραπάνω έζησε στην ιστορική Καστροπολιτεία της Θράκης και σε πολλές περιπτώσεις ανέλαβε την διοίκησή της. Για το λόγο αυτό μπορούμε να την αποκαλούμε ¨δέσποινα του Κάστρου του Διδυμοτείχου¨. Είναι πολύ σημαντικό για το Διδυμότειχο, με την πλούσια ιστορία, να αναδεικνύονται όλες οι μορφές που έζησαν ή κατάγονται από την πόλη, και σε συνδυασμό με τα πολλά αρχαιολογικά μνημεία, να αποτελούν ένα κεφάλαιο πολιτισμού, το οποίο με τους κατάλληλους χειρισμούς, μπορεί να προσφέρει πολλά οφέλη πολιτιστικά και οικονομικά.