Οι συνέπειες του ΟΧΙ και του ΝΑΙ
Του Αντώνη Αντωνιάδη*
Ο τρόπος με τον οποίο διεξάγεται το δημοψήφισμα δεν προσφέρεται για ορθολογική ανάλυση.
Οι πολίτες βρίσκονται αντιμέτωποι με ένα διχαστικό δίλημμα και η προσέγγιση του προβλήματος γίνεται με όρους συναισθηματισμού.
Εκτός ίσως από κάποιους φανατικούς, όλοι αναγνωρίζουν ότι το δημοψήφισμα δεν αφορά στα μέτρα που προτάθηκαν από τους δανειστές αλλά κάτι πολύ σημαντικότερο.
Ευρώ ή δραχμή, Ευρώπη ή μόνοι, πρώτος ή τρίτος κόσμος, υποδούλωση ή αξιοπρέπεια.
Ποιο είναι τελικά το ερώτημα και ποιες οι συνέπειες της κάθε απάντησης;
Πριν αποπειραθώ να δώσω τη δική μου ερμηνεία θεωρώ κρίσιμο να συνοψίσω ποια ήταν κατά τη γνώμη μου η στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ στη διαπραγμάτευση (δεν συμφωνώ με εκείνους που θεωρούν ότι δεν είχε στρατηγική και ότι οι πράξεις του είναι απλά συνέπεια των λαθών του – υπό την έννοια ότι κάθε λάθος αποτελεί τη βάση του επόμενου).
Ο ΣΥΡΙΖΑ αναγεννήθηκε και γιγαντώθηκε μέσα από το αντιμνημονιακό αφήγημα και κεντρική στρατηγική του προτεραιότητα ήταν η μη ολοκλήρωση του 2ου προγράμματος και η, πάση θυσία, αποφυγή ενός 3ου. Προκειμένου να επιτευχθεί αυτός ο στόχος χρησιμοποιήθηκε μέχρι εξαντλήσεως ο Υπουργός Οικονομίας ο οποίος με ύβρεις, χυδαίες προσωπικές επιθέσεις απέναντι στους εταίρους και καθημερινές προσβολές με κάθε τρόπο ή μέσο (προφανώς δεν αναφέρομαι στο μεσαίο δάχτυλο, για μένα η μεγαλύτερη προσβολή ήταν ότι αποκάλεσε (πολλάκις) τους εταίρους μας αντι-ευρωπαϊστές) χρησιμοποιήθηκε για να διασφαλίσει ότι οι κοινωνίες και τα κοινοβούλια των εταίρων δεν θα περνούσαν οποιοδήποτε νέο πακέτο βοήθειας προς την Ελλάδα (ήδη για τα δύο πρώτα προγράμματα οι ηγέτες ορισμένων κρατών μελών έδωσαν μάχες στα κοινοβούλιά τους). Από τη στιγμή λοιπόν που είναι πολιτικά αδύνατο για τους εταίρους να στηρίξουν ένα 3ο μνημόνιο (κάτι που δεν θα μπορούσε να κάνει ούτε η δική μας κυβέρνηση) το 3ο μνημόνιο έφευγε από το τραπέζι. Παρόμοια λογική ισχύει για την παράταση – πέραν του τέλους Ιουνίου του 2ου προγράμματος.
Επομένως, η κυβέρνηση θεώρησε ότι οι εταίροι θα ήταν αναγκασμένοι να αξιοποιήσουν άλλα εργαλεία νομισματικής και οικονομικής πολιτικής προκειμένου να εγγυηθούν το αξιόχρεο της χώρας μας και να προστατεύσουν το, μέγιστης πολιτικής και οικονομικής σημασίας, κοινό πρότζεκτ του Ευρώ. Τέτοια εργαλεία θα μπορούσαν να είναι η συνέχιση αποδοχής των ελληνικών ομολόγων ως collateral σε πράξεις νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ, η αλλαγή χρήσης των διαθεσίμων του ΤΧΣ και η συνακόλουθη διάθεσή τους στην ελληνική κυβέρνηση, η επιστροφή των κερδών του Ευρωσυστήματος από την αγορά ομολόγων μέσω του προγράμματος SMP, ακόμη και η τελευταία δόση από το 2ο μνημόνιο.
Παρόλο που δεν το ζήτησε (τουναντίον, στο Eurogroup της 16ης Φεβρουαρίου, την πρώτη φορά που ο κύριος Βαρουφάκης έκανε την οποιαδήποτε πρόταση που περιείχε αριθμούς, ο ΥΠΟΙΚ μας ισχυρίστηκε ότι το χρέος μας είναι βιώσιμο ακόμη και αν το πρωτογενές πλεόνασμα μειωθεί στο 1.5% κατ’έτος), μια ακόμη αναδιάρθρωση (reprofiling) του χρέους θα ήταν ευκταία σε αυτό το πλαίσιο.
Η σαρωτικά αντιμεταρρυθμιστική πνοή της κυβέρνησης ωστόσο έκανε τους εταίρους δύσπιστους και πάλευαν να κερδίσουν χρόνο. Παραδόξως, το ίδιο ακριβώς επεδίωξε και η κυβέρνηση, εκβιάζοντας ότι θα αυτοκτονήσει παίρνοντας μαζί της το Ευρώ. Μόνο που ο χρόνος δούλευε εις βάρος μας σε δύο επίπεδα: πρώτον, η αβεβαιότητα αντέστρεψε όλα τα μακροοικονομικά και δημοσιονοιμκά μεγέθη και δεύτερον, το τείχος προστασίας που χτίστηκε για το ενδεχόμενο ελληνικής χρεοκοπίας έγινε αδιαπέραστο (ήδη, με το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης η ΕΚΤ έχει αγοράσει ομόλογα των δανειστών μας ύψους 240 δισ. και, άρα, το χρέος μας έχει γίνει ‘monetized’, υπό την έννοια ότι εφόσον χρεοκοπήσουμε, εμείς μεν θα συνεχίσουμε να χρωστάμε, οι δε εταίροι μας δεν θα καταγράψουν ζημίες καθώς οι όποιες τέτοιες θα απορροφηθούν από την ΕΚΤ. Να προσθέσω ότι στο μεσοδιάστημα, το Δικαστήριο της ΕΕ έκρινε ότι το πρόγραμμα απευθείας αγοράς ομολόγων από την ΕΚΤ στη δευτερογενή αγορά (ΟΜΤ) είναι καθόλα σύννομο με τις Συνθήκες).
Με μια πρόταση, δεν υπάρχει κανένας φόβος πλέον από ενδεχόμενη ελληνική χρεοκοπία.
Η χειροτέρευση ωστόσο των μεγεθών της οικονομίας, κατέστησε την όποια συμφωνία κάθε μέρα και πιο επώδυνη. Από τα 0.9 δισ. του email Χαρδούβελη, φτάσαμε στα 7.9 δισ. της πρότασης της κυβέρνησης, στα 12 δισ. της πρότασης των θεσμών. Αντιλαμβανόμενη ότι το παιχνίδι σε αυτό το επίπεδο έχει χαθεί, η κυβέρνηση σύρθηκε στο δημοψήφισμα.
Μετά από την αναγκαστικά μακρά εισαγωγή, πάμε στις δύο προτάσεις που βρίσκονται στο ψηφοδέλτιο.
Τι σημαίνει το ΟΧΙ;
Το ΟΧΙ, κατά την κυβέρνηση, σημαίνει ότι θα πάει με ισχυρή τη βούληση του λαού πίσω της για να διαπραγματευτεί ακόμη πιο σκληρά για καλύτερη συμφωνία.
Μόνο που από χθες τα πράγματα άλλαξαν.
Η λήξη του 2ου προγράμματος, η μη πληρωμή του ΔΝΤ και, ιδίως, η επιβολή capital controls καθιστούν ένα 3ο μνημόνιο (αυτό που η κυβέρνηση πάλευε για να αποφύγει) απαραίτητο. Το ποσό είναι, κατά πάσα πιθανότητα, πολύ μεγαλύτερο από τα 29.1 δισ. που ζήτησε ο πρωθυπουργός χθες από τον ESM υποκρινόμενος ότι είναι έτοιμος να αποδεχθεί τα μέτρα. Λόγω του ότι, ακόμη κι αν επιτευχθεί συμφωνία, η φετινή χρονιά θα κλείσει με μεγάλη ύφεση (ίσως και 10% συρρίκνωση του ΑΕΠ) οι βασικές παραδοχές βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους (έστω κι αν αυτό αναδιαρθρωθεί) αλλά και η γενικότερη κατάσταση της ελληνικής οικονομίας έχουν αλλάξει δραματικά επί τα χείρω. Τα χρήματα που θα χρειαστούν θα είναι πολύ περισσότερα (ας πούμε, 40 δισ. για το δημοσιονομικό κενό και 60 δισ. για την απευθείας ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών από τον ESM) και άρα θα χρειαστούν πολύ σκληρότερα μέτρα. Λόγω της διάρρηξης της σχέσης εμπιστοσύνης μεταξύ της κυβέρνησης και των θεσμών (καθώς όπως προανέφερα αυτός ήταν ο στόχος της κυβέρνησης εξαρχής), η κυβέρνηση θα βρεθεί, παρά τη λαϊκή εντολή, στο απόλυτο αδιέξοδο.
Τι θα γίνει μετά:
Στις 8 Ιουλίου, λόγω έλλειψης συμφωνίας, η ΕΚΤ θα είναι αναγκασμένη να αποσύρει εντελώς τον ELA και όλες οι ελληνικές συστημικές τράπεζες θα χρεοκοπήσουν και θα βρεθούν σε καθεστώς εκκαθάρισης.
Τι θα γίνει με τις καταθέσεις;
Οι καταθέσεις μέχρι 100 000 Ευρώ είναι καταρχήν εγγυημένες δυνάμει της Οδηγίας 94/19 (όπως τροποποιήθηκε από την Οδηγία 2014/49). Ωστόσο, παρά την πρόοδο στην τραπεζική ένωση και στον κοινό μηχανισμό εκκαθάρισης και συστημάτων εγγυήσεων καταθέσεων, αυτή τη στιγμή δεν υπάρχουν κοινοί Ευρωπαϊκοί μηχανισμοί που θα εγγυηθούν αυτά τα χρήματα (και εδώ ο χρόνος δουλεύει εις βάρος μας).
Ποιος έχει την υποχρέωση να τις εγγυηθεί;
Το ελληνικό κράτος, καλά μαντέψατε. Μόνο που το ελληνικό κράτος δεν διαθέτει καθόλου χρήματα και άρα, οι όποιες εγγυήσεις του, χωρίς τη στήριξη των εταίρων, είναι ανύπαρκτες. Επίσης, στις 20 Ιουλίου, η Ελλάδα θα πρέπει να πληρώσει ένα ποσό γύρω στα 8 δισ. στην ΕΚΤ. Εκείνη την ημέρα, το αργότερο, η χώρα μας πλέον εισέρχεται σε ένα τούνελ χωρίς διέξοδο και με κάθε βεβαιότητα χρεοκοπεί.
Τι θα κάνει μετά;
Ίσως να το παλέψει με την έκδοση IOUs σε ισοτιμία 1 προς 1 με το Ευρώ στην αρχή για να κρατήσει το στρατό και τα σώματα ασφαλείας πληρωμένα ώστε να μην επικρατήσουν οι συμμορίες. Τελικά, όμως αυτός ο δρόμος αναπόφευκτα οδηγεί σε εθνικό νόμισμα.
Θα μου πείτε, μα αφού δεν προβλέπεται στις Συνθήκες!
Ορθό, εκδίδοντας εθνικό νόμισμα η Ελλάδα σε πρώτη φάση θα έχει υποπέσει σε παράβαση των Συνθηκών. Κάποια στιγμή, η πραγματικότητα όμως θα πρέπει να ομαλοποιηθεί και το νομικό πλαίσιο θα πρέπει να προσαρμοστεί σε αυτή. Σε αυτή την περίπτωση, υπάρχουν διάφορες επιλογές, έξοδος μόνο από την ευρωζώνη ή και παράλληλη έξοδος από την ΕΕ, όλες όμως κακές. Υπάρχει και το ενδεχόμενο εξόδου από την ΕΕ, με χρήση όμως του Ευρώ ως εθνικού νομίσματος (αυτό είναι ο χειρότερος συνδυασμός).
Η καταστροφή θα είναι ανείπωτη.
Ο Νικόλας Οικονομίδης, ένας διεθνούς φήμης οικονομολόγος, τη χαρακτήρισε νέα Μικρασιατική καταστροφή. Δεν είναι υπερβολή. Η χώρα μας έχει ανεπαρκές πολιτικό προσωπικό, υπολειτουργούντες θεσμούς και οργισμένους πολίτες. Δεν μπορεί να διαχειριστεί την καταστροφή! Επί χρόνια, θα έχουμε βία και αναρχία, οι συντάξεις θα πέσουν στο μηδέν και οι μισθοί στο ελάχιστο. Είναι δύσκολο να προβλέψει κανείς εάν και πότε θα ορθοποδήσουμε, θα πάρει σίγουρα πολλές δεκαετίες.
Μα, θα μου πείτε, ανακτώντας τη νομισματική αυτονομία μας, θα ανακτήσουμε και την ανταγωνιστικότητά μας. Αυτό είναι ένα θεμελιώδες λάθος που κάνουν ακόμα και έγκριτοι οικονομολόγοι. Το πρόβλημα της οικονομίας μας – για να το εκφράσω συνοπτικά – δεν είναι ότι πουλάει ακριβά, είναι ότι δεν παράγει. Μέχρι να γίνουν εκείνες οι επενδύσεις παγίου κεφαλαίου που θα αλλάξουν το παραγωγικό μας υπόδειγμα θα περάσουν χρόνια και θα χαθεί τουλάχιστον μια γενιά.
Πάμε τώρα στην επιλογή του ΝΑΙ.
Αν και είμαι σαφώς υπέρ αυτής της επιλογής, οφείλω να σας προειδοποιήσω ότι ο δρόμος δεν θα είναι καθόλου ρόδινος (όσοι από την προηγούμενη συγκυβέρνηση βλέπουν αυτό το δημοψήφισμα ως ευκαιρία για θριαμβευτική επιστροφή ενδέχεται να σας το αποκρύψουν). Είναι τέτοια η ζημία που υπέστη η χώρα τους τελευταίους 5 μήνες τόσο στα δημοσιονομικά της μεγέθη όσο και στην αξιοπιστία της μετά την παταγώδη αποτυχία της κυβέρνησης που θα πάρει πολύ χρόνο να επιστρέψουμε στο σημείο που σταματήσαμε (τις ευρωεκλογές του 2014 όταν και η κυβέρνηση Σαμαρά πέταξε λευκή πετσέτα με τον ανασχηματισμό).
Προφανώς, η κυβέρνηση υπό τον Αλεξη Τσίπρα δεν μπορεί να φέρει σε πέρας τη νέα λαϊκή εντολή και οφείλει να παραιτηθεί ήδη από το βράδυ της Κυριακής.
Αυτό που πρέπει να γίνει είναι μια νέα κυβέρνηση όλων των φιλοευρωπαϊκών κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων, με τη συμμετοχή και του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και όσων εξωκοινοβουλευτικών κομμάτων το επιθυμούν, που θα ενώσει την αφρόκρεμα από όλους τους πολιτικούς χώρους και θα δώσει σάρκα και οστά στο πρόταγμα Μένουμε Ευρώπη.
Στόχος θα είναι μια συνολική συμφωνία με τους εταίρους μας για όλα τα θέματα σε βάθος χρόνου (χρηματοδότηση της χώρας μέχρι το 2020, αναπτυξιακό πακέτο, αναδιάρθρωση του χρέους: αυτά τα θέματα δηλαδή που η τρέχουσα κυβέρνηση απέτυχε να λύσει) παράλληλα με μια τρίμηνη παράταση ex post του δευτέρου προγράμματος. Όταν θα κυρωθεί αυτή η συμφωνία από όλα τα κοινοβούλια, μπορούμε να προχωρήσουμε σε εκλογές.
Αποτέλεσμα μιας συμφωνίας που θα έχει πίσω της τη στήριξη των ελλήνων πολιτών θα είναι να φύγει το θέμα της συμμετοχής μας στην ευρωζώνη από τη δημόσια συζήτηση, να ανοίξουν οι τράπεζες το συντομότερο δυνατό και να αρθούν τα capital controls πριν το τέλος του 2016.
Τα πράγματα, επαναλαμβάνω, θα είναι δύσκολα.
Θα υποφέρουμε αλλά θα διασφαλίσουμε το ασφαλές εκείνο πλαίσιο που θα επιτρέψει την ανόρθωση της οικονομίας μας, τη διασφάλιση του πολιτεύματος, την αταλάντευτη ευρωπαϊκή μας πορεία μέσω της οποίας θα επιτύχουμε την εθνική μας τελεολογία και, τέλος, ναι, την αξιοπρέπειά μας ως Έλληνες και ως ισότιμοι Ευρωπαίοι.
Ένα τελευταίο: η χώρα μας και οι πολίτες της, με τεράστια ευθύνη του καταρρέοντος παλαιού πολιτικού συστήματος, έχουν διχαστεί τα τελευταία χρόνια. Ηπιότητα, ανοχή, σύνεση και καθαρό μυαλό, σύντροφοι, και όλα θα πάνε καλά.
* Νομικός σύμβουλος του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή – επισκέπτης καθηγητής Ευρωπαϊκού οικονομικού δικαίου του Πανεπιστημίου του Στρασβούργου