Ώρα ευθύνης για τις πυρόπληκτες περιοχές της Χώρας μας
Πράσινες ειδήσεις
Οι καταστρεπτικές πυρκαγιές στον Έβρο, αλλά και σε ολόκληρη την Ελλάδα ολοκλήρωσαν το ολέθριο ΄΄έργο΄΄ τους και ανήκουν πλέον στον παρελθόν. Και φυσικά μπαίνοντας αισίως στον μήνα Σεπτέμβριο και επισήμως στο φθινόπωρο πρέπει να περιμένουμε και τα πρώτα πρωτοβρόχια. Οι πρώτες αυτές φθινοπωρινές βροχές αποτελούν πραγματική ευλογία για τα σπαρτά των γεωργών και για το έδαφος, που καθ’ όλη την ξηροθερμική περίοδο του θέρους έχει στερηθεί το βρόχινο νερό. Ωστόσο για τις πληγείσες από τις πυρκαγιές γεωγραφικές περιοχές μας μπορούν οι βροχές αυτές να αποτελέσουν ΄΄κατάρα΄΄ και προάγγελο δυσάρεστων φαινομένων και εκτεταμένων καταστροφών. Σε αυτή την κατεύθυνση της θωράκισης των πυρόπληκτων περιοχών ο Υπουργός ΠΕΚΑ κ. Γιώργος Παπακωνσταντίνου ανακοίνωσε τη διάθεση πόρων ύψους 5 εκ. ευρώ από το Πράσινο Ταμείο για την κατασκευή αντιπλημμυρικών και αντιδιαβρωτικών έργων, όπου αυτό κριθεί απαραίτητο για την προστασία οικισμών, υποδομών και καλλιεργειών. Παράλληλα ζήτησε την άμεση σύνταξη από τις αρμόδιες Δασικές Υπηρεσίες των αναγκαίων μελετών για τα απαραίτητα έργα & την άμεση κήρυξη των καμένων εκτάσεων ως αναδασωτέων. Για τη διευκόλυνση του έργου αυτού και την ολοκλήρωση του εντός των προθεσμιών που ο Νόμος ορίζει, θα αξιοποιηθεί η δυνατότητα αεροφωτογράφησης ή δορυφορικής απεικόνισης των μεγάλων πυρκαγιών. Συγχρόνως προβαίνουν τα οικεία Δασαρχεία σε απαγόρευση της βοσκής στις καμένες περιοχές μέχρι την αναδημιουργία του δάσους με την έκδοση των σχετικών δασικών απαγορευτικών διατάξεων βοσκής. Τέλος και πάντα σύμφωνα με τα λεγόμενα του Υπουργού ΠΕΚΑ προβαίνει στην έκδοση υπουργικής απόφασης για το κατεπείγον του έργου, ώστε να συντμηθούν οι προβλεπόμενες από τον Νόμο προθεσμίες δημοπράτησης των έργων. Και ερχόμαστε τώρα στο δια ταύτα: πως και με ποιο τρόπο θα αποκατασταθεί το δασικό οικοσύστημα το ταχύτερο δυνατόν στην αρχική του ΄΄υγιή΄΄ κατάσταση. Εφόσον οι συστάδες που κάηκαν ήταν κανονικής συγκόμωσης και ηλικίας τέτοιας (άνω των 20 χρόνων) που τα δένδρα καρποφορούν άφθονα, η φυσική αναγέννηση είναι τις περισσότερες φορές εξασφαλισμένη, επειδή τα είδη αυτά έχουν αναπτύξει μηχανισμούς προσαρμογής στην πυρκαγιά, με συνέπεια να επωφελούνται από τις μεταπυρικές συνθήκες και να αναγεννώνται εύκολα. Στις περιπτώσεις αυτές, πρέπει οποιαδήποτε αναδασωτική επέμβαση να πραγματοποιηθεί μετά την παρέλευση τριών ετών, περίοδο που κρίνεται απαραίτητη για την εκτίμηση της επιτυχούς ή όχι εγκατάστασης της φυσικής αναγέννησης. Όπου η φυσική αναγέννηση είναι αδύνατη ή τουλάχιστον πολύ προβληματική, επιβάλλεται να γίνεται τεχνητή επέμβαση(αναδάσωση). Η επιλογή των ειδών που θα χρησιμοποιηθούν στην αναδάσωση είναι η σπουδαιότερη απόφαση που παίρνεται κατά την εφαρμογή των αναδασωτικών προγραμμάτων, γιατί επηρεάζει αποφασιστικά τόσο την επιτυχία των δημιουργημένων φυτειών όσο και την επίτευξη των σκοπών της αναδάσωσης. Σε αμφότερες τις ανωτέρω περιπτώσεις, ήτοι φυσικής αναγέννησης ή τεχνητής αναδάσωσης, ενδείκνυται η όσο το δυνατόν έγκαιρη προστασία του εδάφους. Σε περιπτώσεις δε που έχουν απογυμνωθεί μεγάλες εκτάσεις έντονου ανάγλυφου (μεσαίων-μεγάλων κλίσεων), με κίνδυνο εκτεταμένης διάβρωσης, είναι επιβεβλημένα τα άμεσα μέτρα προστασίας του εδάφους με σπορά κατάλληλων ετήσιων ποωδών φυτών, ή και επιθυμητών δασικών ειδών, το φθινόπωρο αμέσως μετά την πυρκαγιά. Επίσης η χρήση πλατύφυλλων δενδρωδών και θαμνωδών ειδών σε περιπτώσεις τεχνητής επέμβασης θα πρέπει να προτιμάται για τη δημιουργία μελλοντικού μικτού δάσους που είναι περισσότερο ανθεκτικό σε περιστατικά πυρκαγιών και συμβάλλει σημαντικά στη βελτίωση του εδάφους και γενικότερα στις οικολογικές συνθήκες της περιοχής. Και φυσικά η ταχύτερη δυνατή επέμβαση των δασεργατών από τους δασικούς συνεταιρισμούς της οικείας περιοχής προκειμένου για την υλοτόμηση και απομάκρυνση των καμένων δένδρων των δασοσυστάδων και η θωράκιση του εδάφους με κορμοπλέγματα και κλαδοπλέγματα στα ρέματα και στις επικλινείς πλαγιές, θα προστατεύσει το γυμνό από την πυρκαγιά έδαφος μέχρι του χρονικού σημείου της αναγέννησης της συστάδας, είτε φυσικά είτε τεχνητά. Το ποια μέθοδος θα επιλεγεί θα πρέπει να γίνει με ιδιαίτερα μεγάλη προσοχή και εξέταση όλων των παραμέτρων και των ιδιαίτερων μικροπεριβάλλοντων, που επικρατούν ανά τις καείσες επιφάνειες και πάντα με γνώμονα τις αρχές της δασολογικής επιστήμης, της αειφορίας και διατήρησης του φυσικού περιβάλλοντος στο διηνεκές, ως παρακαταθήκη για τις επόμενες γενεές.
Χρήστος Κ. Γκιουμουσίδης,
Γεωτεχνικός – Δασολόγος
Master στην Περιβαλλοντική Πολιτική &
Ολοκληρωμένη Ανάπτυξη της Υπαίθρου
chgioum@hotmail.com