Το μπουρνούζι, το σαπούνι και οι μπατονέτες
Μια φορά κι έναν καιρό, σε ένα μεγάλο χωριό, όλα κυλούσαν ομαλά. Το μόνο που δεν κυλούσε, ήταν το νερό τις βρύσες των σπιτιών. Ειδικά το καλοκαίρι, οι κάτοικοι έλεγαν το νερό νεράκι.
Κάποια στιγμή κι ενώ είχαν αγανακτήσει, έψαχναν να βρουν τρόπους αντίδρασης. Να βγουν στους δρόμους γυμνοί, σκέφτηκαν αρχικά, όμως οι ευτραφείς ντράπηκαν για τις κοιλιές τους και οι γυναίκες άνω των 40 για τα πεσμένα στήθη τους.
Πήγαν στο συμβούλιο του χωριού, τα είπαν τα ξαναείπαν, αλλά ο πρόεδρος συνεχώς τους έλεγε:
«Δεν υπάρχουν λεφτά, ούτε για μελέτη». Βέβαια ο πρόεδρος είχε δική του γεώτρηση, είχε εξασφαλίσει μετά την τρίτη του θητεία σύνταξη και τον ενδιέφερε μόνο να περάσει ο καιρός.
Κάποια στιγμή κι ενώ η κατάσταση είχε φτάσει στο απροχώρητο, νεαρό ζευγάρι πήρε την κατάσταση στα χέρια του.
Πήγε λίγο πριν από τα μεσάνυχτα στο σπίτι του προέδρου, φορώντας μόνο από ένα μπουρνούζι. Η γυναίκα σε μία σακούλα είχε βάλει πρόχειρα, σαπούνι, εσώρουχα, βαμβάκι και μπατονέτες.
Ο πρόεδρος, ξαφνιάστηκε από το απρόβλεπτο και το προχωρημένο της ώρας για επίσκεψη. Φορώντας ένα σκουφί στο κεφάλι του (για να μη χαλάει η πλούσια κόμη του), ρώτησε το ζευγάρι τι θέλουν.
Η γυναίκα του απάντησε: «Άκου παππού. Εμείς θέλουμε να μείνουμε στο χωριό μας. Για να κάνουμε όμως παιδιά, πρέπει να μη βρωμάμε, όταν πλησιάζουμε ο ένας τον άλλο. Λοιπόν, σήμερα θα κάνουμε μπάνιο στο σπίτι σου κι αν μέσα σε ένα μήνα δεν έχεις δώσει λύση για το νερό, θα μένουμε στο σπίτι σου».
Ο πρόεδρος, μη μπορώντας να αντιδράσει, τους έβαλε μέσα, τους άφησε να κάνουν μπάνιο και στο τέλος, μάζεψε και τις μπατονέτες που σκόρπισαν επίτηδες σ’ όλο το σπίτι.
Επειδή το παραπάνω αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας, ο καθένας μπορεί να φανταστεί το τέλος, ανάλογα με το πως το επιθυμεί.
Με λύση του προβλήματος ή με έξωση του προέδρου.