ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΚΟΥΣΙΔΗ
Η πρόχειρη και αβασάνιστη πρόταση για οριστικό χωρισμό-διαζύγιο μεταξύ Κράτους και Εκκλησίας, σε συνδυασμό με τη μισθοδοσία των κληρικών από τη φορολόγηση των πιστών, ουσιαστικά δεν προωθεί τον διάλογο και δεν συνεισφέρει θετικά στην ομαλή και διακριτή σχέση Κράτους-Εκκλησίας.
Εάν νομοθετηθεί αυτή η πρόταση και παύσουν οι χιλιάδες ιερωμένοι-κληρικοί να μισθοδοτούνται από το κράτος και να βασίζονται στην εθελούσια-εκούσια δήλωση του θρησκεύματος των πιστών, είναι πιθανόν να δημιουργηθούν περισσότερα προβλήματα τόσο για το Κράτος και την Εκκλησία όσο και για τους πολίτες-πιστούς, οι οποίοι θα φορολογούνται ώστε να εξασφαλισθεί η μισθοδοσία, η ασφάλιση και η επιβίωση των κληρικών. Η αντιφατική αυτή πρόταση για δήλωση του θρησκεύματος θα παραβιάζει, πέραν των άλλων αρνητικών, και τα προσωπικά δεδομένα των πολιτών. Ούτε η Εκκλησία αποτελεί μια δημόσια επιχείρηση που μπορεί εύκολα να ιδιωτικοποιηθεί και να αποκρατικοποιηθεί, διότι η Εκκλησία αποτελεί έναν θεμελιώδη κοινωνικό θεσμό με ηθικές, συνειδησιακές και πνευματικές προεκτάσεις για τον άνθρωπο. Δεν είναι ούτε νοητό να γίνει έρμαιο των εκάστοτε οικονομικών συνθηκών ούτε να αφεθεί μόνη της στο έλεος της καλής θέλησης και του θρησκευτικού συναισθήματος των ιδιωτών. Διότι είναι πολύ δύσκολο η μακροχρόνια, κατά το Σύνταγμα, «κρατούσα» Ορθόδοξη Εκκλησία να γίνει εξαρτημένη και παγιδευμένη σε ιδιωτικές πρακτικές και πρωτοβουλίες.
Σε ένα ενδεχόμενο θεσμοθέτησης μιας νέας σχέσης Κράτους και Εκκλησίας, σύμφωνα με το σημερινό αξιακό σύστημα και την θεοποίηση του χρήματος, θα υπάρξουν τρία διαφορετικά σενάρια-ενδεχόμενα, τα οποία θα οδηγήσουν σε απρόβλεπτα αδιέξοδα και σε ανατροπή των κοινωνικώς σχέσεων, συσχετισμών και ισορροπιών. Αντίθετα, η υιοθέτηση της πρότασης του Μητροπολίτη Αλεξανδρούπολης Ανθίμου Κουκουρίδη για μη συμμετοχή της επίσημης Εκκλησίας στην ορκωμοσία των βουλευτών και των αρχόντων της Τ.Α. λόγω επιορκίας, είναι σε προοδευτική κατεύθυνση και θα εξομαλύνει και θα εξισορροπήσει καλύτερα τις σχέσεις Κράτους και Εκκλησίας. Ο διακριτός ρόλος και η διακριτική συμμετοχή της Εκκλησίας αλλά και ο εκσυγχρονισμός της δημόσιας εμφάνισης και αμφίεσης των κληρικών θα τονώσει περισσότερο την κοινωνική συνοχή και τον πνευματικό, προνοιακό και κοινωνικό ρόλο της Εκκλησίας. Επιπλέον θα αρθεί αισθητά η μακροχρόνια δυσπιστία, καχυποψία και τεχνητή αντιπαλότητα μεταξύ της Αριστεράς και της Εκκλησίας.
Στο πρώτο σενάριο είναι ενδεχόμενο να δηλώσουν ως Ορθόδοξοι Χριστιανοί ένας επαρκής αριθμός πολιτών-πιστών, ώστε με τη φορολόγησή τους θα προσφέρεται μια αξιοπρεπής μισθοδοσία στους κληρικούς. Αλλά υπάρχει πάντα η αβεβαιότητα του αριθμού αυτού, λόγω παγκοσμιοποίησης και εκτάκτων κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών. Το δεύτερο ενδεχόμενο είναι να δηλώσουν ως Χ.Ο. ένας υπεραρκετός αριθμός πολιτών-πιστών, που η φορολόγησή τους θα ξεπερνά αισθητά τις οικονομικές ανάγκες μισθοδοσίας των κληρικών και θα υπάρχει η δυνατότητα να καταστούν ως προνομιούχα ρετιρέ των μισθωτών σε σύγκριση με τους δημοσίους και ιδιωτικούς υπαλλήλους και ο κίνδυνος να αναβιώσουν οι διακρίσεις και οι ανισότητες μεταξύ των εργαζομένων-μισθωτών. Στην τρίτη περίπτωση ενδεχομένως και πιθανώς να δηλώσουν ως Ορθόδοξοι Χριστιανοί ένας μικρός έως ελάχιστος αριθμός πιστών-πολιτών, προκειμένου να αποφύγουν τη φορολογία-χαράτσι, με ορατό τον κίνδυνο να μην επαρκούν τα χρήματα για τη μισθοδοσία, την ασφάλιση και το εφάπαξ των κληρικών, οι οποίοι αφενός θα μετατραπούν σε κυνηγούς πιστών και αφετέρου θα κινδυνεύσουν να περιπέσουν σε κατάσταση φτώχειας, ανέχειας, λιμοκτονίας και επαιτείας.
Το μόνο βέβαιο σε όλες τις περιπτώσεις-ενδεχόμενα είναι ότι ο χωρισμός Κράτους και Εκκλησίας θα προκαλέσει τραυματικές καταστάσεις σε όλες τις πλευρές και μια κοινωνική αναστάτωση.