Του Γιάννη Λασκαράκη
Δημοτικού συμβούλου
Πολιτικού και Τοπογράφου Μηχανικού

Η χωροθέτηση σημαντικών λειτουργιών της πόλης και μάλιστα με δημόσιο και κοινωφελή χαρακτήρα, όπως είναι οι μεταφορές, δεν είναι υπόθεση που αφορά μόνο τον πάροχο της υπηρεσίας (στην προκειμένη περίπτωση το ΚΤΕΛ), αλλά και τον αρμόδιο φορέα για την οργάνωση των λειτουργιών της πόλης, δηλαδή το Δήμο. Γι αυτό και ο νομοθέτης εντάσσει τη δημιουργία των επιβατικών και εμπορικών σταθμών στην υποχρέωση του Δήμου να τους χωροθετήσει στα πλαίσια του Γενικού Πολεοδομικού Σχεδίου (ΓΠΣ) , κατόπιν επιστημονικής χωροταξικής μελέτης και με βάση τη βέλτιστη ικανοποίηση των κυκλοφοριακών, συγκοινωνιακών και αναπτυξιακών αναγκών της πόλης, αλλά και την εξυπηρέτηση των χρηστών του μέσου μεταφοράς, δηλαδή των πολιτών και των επαγγελματιών.
Όπως ο κάθε πολίτης υποχρεούται να αναγείρει την κατοικία του, το κατάστημά του ή τη βιοτεχνία του στους νόμιμα χωροθετημένους για τις χρήσεις αυτές χώρους, έτσι και η διοίκηση του ΚΤΕΛ οφείλει να σεβαστεί το σχεδιασμό του Δήμου για μια τόσο σοβαρή δραστηριότητα που επηρεάσει καταλυτικά την ποιότητα ζωής και τις ανάγκες των πολιτών. Αλλά και τα οφέλη που προσδοκά το ΚΤΕΛ από την παροχή της πολύ σημαντικής υπηρεσίας που παρέχει, εξαρτώνται επίσης από την ορθολογική χωροθέτησή του, με βάση τους κανόνες της επιστήμης και των μελλοντικών προβλέψεων.
Δεν έχει νόημα να αναφερθούμε στο ιστορικό της αγοράς του οικοπέδου από την ιδιοκτησία του ΚΤΕΛ στο δυτικό σημείο της Αλεξανδρούπολης , επί της οδού Αλεξανδρούπολης- Χιλής. Ούτε και στη διαδικασία που τηρήθηκε στην ενημέρωση της διοίκησης του ΚΤΕΛ από τις υπηρεσίες του Δήμου σχετικά με την καταλληλότητά του για ανέγερση σταθμού λεωφορείων, διότι αυτό δεν είναι δυνατόν να επηρεάσει την χωροταξική του νομιμοποίηση.
Γεγονός αδιαμφισβήτητο είναι ότι στο ισχύον σήμερα Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο και με βάση την αναθεώρηση του 1999, η θέση του σταθμού του ΚΤΕΛ βρίσκεται γενικά στο ανατολικό σημείο της πόλης. Μάλιστα επρόκειτο να κατασκευαστεί στο οικόπεδο το οποίο αγοράστηκε από προηγούμενη διοίκηση του ΚΤΕΛ και το οποίο στη συνέχεια κατέστη μη οικοδομήσιμο λόγω ρυμοτόμησης. Αυτό όμως δεν αναιρεί την χωροθέτησή του στο ανατολικό σημείο της πόλης και οποιαδήποτε τοποθέτησή του σε διαφορετικό σημείο, θα προϋπέθετε αλλαγή του Γ.Π.Σ. Με τα δεδομένα αυτά , ακόμη και να ήθελε η Δημοτική αρχή, δεν θα ήταν δυνατόν να εκδοθεί νόμιμη οικοδομική άδεια
Με το ίδιο σκεπτικό θεωρώ ότι ούτε η χωροθέτηση του ΚΤΕΛ στην αποθήκη του ΟΣΕ στο μικρό λιμάνι είναι δυνατή, διότι δεν βρίσκεται στην ίδια πολεοδομική ενότητα με την ισχύουσα χωροθετημένη θέση στο ανατολικό τμήμα της πόλης. Το γεγονός ότι εκεί παρέμεινε «ξεχασμένη» η αρχική τοποθέτηση του Γ.Π.Σ. του 1989, χωρίς να αλλάξει το αντίστοιχο ρυμοτομικό, ως όφειλε να πράξει η δημοτική αρχή, μετά την αναθεώρηση του 1999, δεν προσδίδει νομιμότητα σε αυτή τη θέση , στο κέντρο της πόλης, σε σχέση με την μεταγενέστερη τροποποίηση του ΓΠΣ, που το μετέφερε στο ανατολικό τμήμα.
Αλλά και πέραν αυτού , σε εκείνο το σημείο υπάρχουν σοβαρά ζητήματα κυκλοφορικά , αλλά και συμβατότητας με ένα χώρο που πρόσφατα έχει παραχωρηθεί από τον ΟΣΕ στο Δήμο και έχει σχεδιαστεί για χρήσεις πολιτιστικές και ψυχαγωγικές και μάλιστα συντάχθηκε σχετική μελέτη για την ένταξη του έργου στο πρόγραμμα Jessica. H γειτνίαση με άλλα συγκοινωνιακά μέσα , η οποία αποτελεί πράγματι πολύ θετικό στοιχείο και προϋπόθεση για την χωροθέτηση σταθμών μεταφοράς, δεν αναιρεί το γεγονός ότι πρόκειται για προσωρινή λύση , μια και προτείνεται η μετατροπή της υπάρχουσας αποθήκης , η οποία ανήκει στον ΟΣΕ, σε σταθμό ΚΤΕΛ , με ισχύουσες προδιαγραφές που είναι δύσκολα να τηρηθούν στην προκειμένη περίπτωση της μετατροπής.
Μετά από αυτά, θεωρώ ότι η μόνη εφικτή , αλλά και ιδανική λύση είναι η δημιουργία ενός σύνθετου τερματικού σταθμού στο χώρο του ΟΣΕ , νοτιοανατολικά των αποθηκών της ΚΥΔΕΠ., αρχής γενομένης με την κατασκευή του ΚΤΕΛ. Τα πλεονεκτήματα είναι προφανή για όλες τις πλευρές:
1. Βρίσκεται εντός της πολεοδομικής ενότητας που προβλέπει το ΓΠΣ
2. Γειτνιάζει με όλα τα συγκοινωνιακά μέσα διότι εκεί μπορεί να κατασκευαστεί στο προσεχές μέλλον και ο επιβατικός σταθμός του ΟΣΕ ή τώρα σε συνεργασία με το ΚΤΕΛ, έχοντας και οι δύο οφέλη από τις οικονομίες κλίμακας στην κατασκευή, στην λειτουργία και στην εκμετάλλευση. Προσεχώς θα μπορούσε να στεγαστεί εκεί και η αφετηρία των αστικών ΚΤΕΛ, αλλά και να διέρχεται ένα ελαφρό τραμ για τη σύνδεσή του σταθμού με το αεροδρόμιο και το λιμάνι.
3. Στο σημείο εκείνο καταλήγει ο ανατολικός κλάδος του περιφερειακού δρόμου που θα δίνει τη δυνατότητα στα λεωφορεία να έχουν πρόσβαση στην Εγνατία και στο υπόλοιπο εθνικό δίκτυο χωρίς να εισέρχονται στην πόλη, με μεγάλα οφέλη σε καθυστερήσεις λόγω κίνησης και στάσεων αποβίβασης επιβατών.
4. Αναβαθμίζεται ολόκληρη η περιοχή πέριξ των αποθηκών, η οποία σήμερα αποτελεί σημείο ρύπανσης , αποθήκη οικοδομικών υλικών και «νεκροταφείο» τρένων. Η πλατεία έμπροσθεν των αποθηκών της ΚΥΔΕΠ αποκτά μεγάλο επιχειρησιακό ενδιαφέρον μετατρέπεται σε ένα κέντρο συγκοινωνιακό και εμπορικό της πόλης, δημοτικής και λαϊκής αγοράς, με δημιουργία νέων θέσεων απασχόλησης. Παράλληλα απελευθερώνεται η έκταση που καταλαμβάνει η σιδηροδρομική γραμμή που φθάνει στον σημερινό επιβατικό σταθμό του ΟΣΕ, μήκους 800 μέτρων και εμβαδού 40 περίπου στρεμμάτων, για την δημιουργία χώρων αναψυχής, πεζοδρόμου και ποδηλατόδρομου.
5. Απαιτείται άμεσα επαφή με τη διοίκηση της ΤΡΕΝΟΣΕ , με τη μεσολάβηση του Δήμου Αλεξανδρούπολης και της Περιφέρειας ΑΜΘ, για την απόκτηση της απαιτούμενης γης είτε με αγορά, είτε με ανταλλαγή, είτε με αντιπαροχή . Είναι εξεταστέα και η οικονομική συμμετοχή της Περιφέρειας ΑΜΘ και του Δήμου για την διαρρύθμιση των χώρων με χρηματοδότηση από τα προγράμματα των διευρωπαϊκών δικτύων, μια και η Αλεξανδρούπολη κατέχει το μοναδικό πλεονέκτημα να διαθέτει σε μικρή απόσταση μεταξύ τους τις απολήξεις όλων των μέσων για την υλοποίηση των συνδυασμένων μεταφορών.

Η πρόταση αυτή είναι τόσο προφανής , αν και δεν την «βλέπουν» οι ενδιαφερόμενοι, που μοιάζει με το αυγό του Κολόμβου. Αρκεί να αντιληφθούμε όλοι ότι «αν δε σπάσουμε αυγά δεν πρόκειται να φτιάξουμε ομελέτα».