Τα όμορφα χωριά του ΄Εβρου εγκαταλείπονται
Του Παναγιώτη Κουσίδη
e-mail: kousidp@yahoo.gr
Μπορεί οι άνθρωποι στα χωριά του ΄Εβρου μεταπολεμικά να ήταν φτωχοί και στερημένοι από τα υλικά αγαθά και από κοινωνικές υπηρεσίες, ήταν όμως πλούσιες οι καρδιές τους και μεγάλη η απαντοχή τους. Μπορεί οι δρόμοι ανάμεσα στα χωριά να ήταν χαλικοστρωμένοι και τα μέσα συγκοινωνίας πρωτόγονα και παραδοσιακά της εποχής τους. Μπορεί οι δρόμοι μέσα στα χωριά να ήταν χωμάτινοι και λασπωμένοι, όμως η ψυχή των χωρικών ήταν άδολη και η ανθρώπινη επικοινωνία γνήσια και αυθεντική. Κάθε σπίτι είχε τα γελάδια του και τα γιδοπρόβατά του. Στα παραποτάμια χωριά είχαν τα βουβάλια τους. Κάθε σπίτι είχε το κοτέτσι του και το περιβόλι του. Λίγα στρέμματα γης (κληροτεμάχια) αναλογούσαν σε κάθε αγρότη κάτοικο και το εισόδημα μικρό και λειψό για να χορτάσουν όλα τα στόματα και να δώσει μόνιμη απασχόληση σε όλα τα μέλη της οικογένειας. Στις γιορτές, στις
σχόλες και στα πανηγύρια έβλεπες ευτυχισμένα και χαρωπά πρόσωπα. Η πλούσια λαογραφική, πολιτιστική και μουσικοχορευτική παράδοση των χωριών του ΄Εβρου ήταν ανήμπορη να ικανοποιήσει τις βιοποριστικές ανάγκες των ακριτών. Τελικά, η φτώχεια, η ανέχεια και η ανάγκη για μια καλύτερη ζωή έσπρωξε πολλούς Εβρίτες στην εσωτερική και εξωτερική μετανάστευση.
Με τον καιρό και με αιματηρές οικονομίες χτίστηκαν καινούρια και σύγχρονα σπίτια στα χωριά. Αγοράστηκαν γεωργικοί ελκυστήρες και γεωργικά μηχανήματα. ΄Εγιναν αρδευτικά έργα και αυξήθηκε η γεωργική παραγωγή. Οι δρόμοι ασφαλτοστρώθηκαν, οι πλατείες και τα πάρκα εξωραίστηκαν. Στους λόφους και στα υψώματα ανυψώθηκαν κεραίες και πομποί τηλεόρασης και κινητής τηλεφωνίας. Τα ιδιωτικά αυτοκίνητα και τα δίκυκλα πολλαπλασιάστηκαν. ΄Ομως καθημερινα και περισσότερο τα όμορφα χωριά αδειάζουν από νέο κόσμο. Οι γρήγορες συγκοινωνίες δεν συγκράτησαν τον πληθυσμό αλλά διόγκωσαν το κύμα φυγής και αστυφιλίας. Η εβρίτικη ύπαιθρος εδώ και πολλά χρόνια αιμορραγεί και ερημώνει. Τα σχολεία κλείνουν από έλλειψη παιδιών. Δεν υπήρχε, άλλωστε, κάτι αξιόλογο και σίγουρο επαγγελματικά για να κρατήσει τους νέους ανθρώπους στον γενέθλιο τόπο τους. Η «ανάπτυξη» του ΄Εβρου, που θα μπορούσε να συγκρατήσει ένα έστω μέρος του νεανικού πληθυσμού, άργησε πολύ. Και ακόμα περιμένουμε στον ΄Εβρο την ανάπτυξη που μας υποσχέθηκαν πολλές φορές απατηλά. Κάποτε και τα άνυδρα «μπαϊρια» είχαν παραγωγική και εμπορική αξία. Σήμερα δεν βρίσκεις αγοραστές για το ευτελές τίμημα τη αγροτικής γης.
Τα όμορφα σπίτια, με όλες τις σύγχρονες ανέσεις, που χτίστηκαν από τον ιδρώτα της εβρίτικης γης και από το υστέρημα των μεταναστών, περιμένουν καρτερικά τους ξενιτεμένους ενοίκους. Για να επιστρέψουν οι νέοι στα πάτρια εδάφη. Για να ζωντανέψουν οι πλατείες και να ξεχορταριάσουν οι αυλές. Για ν΄ακουστούν τα κουδουνίσματα και τα βελάσματα των αιγοπροβάτων κατ των γελαδιών. Για να χαμογελάσουν τα λυπημένα μάτια και πρόσωπα των γερόντων. Για να ξορκιστούν τα όνειρα και οι προσδοκίες των προηγούμενων γενιών. Για να μην κυκλοφορούν οι γέροντες σε αδειανά σπίτια και δωμάτια.
Τώρα που το προσκύνημα των Ελλήνων μεταναστών του ΄Εβρου στα πάτρια εδάφη έχει αραιώσει, τώρα που η νοσταλγία της πατρώας γης έχει καταχωνιαστεί σε ξένες πολιτείες, τώρα πλέον η πληθυσμιακή αποψίλωση-συρρίκνωση του ΄Εβρου σε έμψυχο δυναμικό είναι πλέον εμφανέστατη. Αλλά η πιο επώδυνη ένδεια και ο πιο μεγάλος πόνος είναι η εγκατάλειψη του ΄Εβρου από τα παιδιά τόσο των μόνιμων κατοίκων όσο και μεταναστών. Τις τελευταίες δεκαετίες όλο και πιο γηρασμένοι υπερασπιστές στέκονται όρθιοι στις επάλξεις και στου προμαχώνες, ώστε να μείνει άπαρτο το κάστρο της Ρωμιοσύνης στον ΄Εβρο. Το προπύργιο είναι γερά θεμελιωμένο και τα τείχη του στέρεα και ανθεκτικά. Οι τελευταίοι πρόμαχοι, όμως, σύντομα γίνονται απόμαχοι, γιατί ο αδυσώπητος χρόνος ρουφάει τις δυνάμεις τους και τις ζωές τους. Ποιός θα αναπληρώσει άραγε αυτές τις ελληνικές ψυχές; Ποιός θα συνεχίσει να φυλάει στις σκοπιές, στα φυλάκια και στις βίγλες; Πολλές σκοπιές αδειάζουν, οι βιγλάτορες αραιώνουν και το κάστρο κινδυνεύει από εγκατάλειψη. Τα όμορφα χωριά του ΄Εβρου όμορφα εγκαταλείπονται και αδειάζουν. ΄Οσο περισσότεροι ακρίτες μετοικούν, τόσο περισσότερο χάνει το κουράγιο του και τις δυνάμεις του ο Διγενής Ακρίτας. ΄Οταν η Ελλάδα χάσει τους ακρίτες της, τότε θα χαθεί και η Αθήνα. ΄Ετσι πάρθηκε-αλώθηκε, σχεδόν ανυπεράσπιστη, η Πόλη…-