Η θωράκιση και η εξυγίανση όλων των τομέων της τοπικής αυτοδιοίκησης αποτελούσε πάντα και αποτελεί τον πρώτιστο στόχο που θέτει η κρατική δημόσια διοίκηση και κατ΄ επέκταση η εκτελεστική εξουσία για την αναβάθμιση της υπάρχουσας αναποτελεσματικής περιφερειακής διοίκησης. Εδώ και δεκαετίες ετίθεντο προς διαβούλευση, μεγαλεπήβολα σχέδια προς την κατεύθυνση αυτή, τη δημιουργία ισχυρής αυτοδιοίκησης με πληθώρα σημαντικών αρμοδιοτήτων σε όλα τα επίπεδα άσκησης πολιτικής, παραχωρούμενων στους αιρετούς τοπικούς άρχοντες.
Επικρατούσε καθ΄ όλα η ιδέα της διοικητικής ενοποίησης των γεωγραφικών διαμερισμάτων της Χώρας με όρους ανάπτυξης και ελάχιστη εξάρτηση σε διοικητικό και κυρίως οικονομικό επίπεδο από την κεντρική εξουσία των Αθηνών. Η δημιουργία ισχυρής περιφερειακής «συνείδησης» όπως χαρακτηριζόταν δεν ευοδώθηκε καθώς ποτέ η τοπική αυτοδιοίκηση δεν λειτούργησε ως μηχανισμός πίεσης προς το συμφέρον των πολιτών και δεν απογαλακτίστηκε οικονομικά από το Κράτος.
Επί του πρακτέου, το 1997 εκπονήθηκε αρχικά και τέθηκε σε ισχύ το σχέδιο «Καποδίστριας», το οποίο οδήγησε σε συνένωση τοπικών κοινοτήτων σε μεγαλύτερους Δήμους με σκοπό τη βελτιστοποίηση της δημόσιας διοίκησης στο επίπεδο της τοπικής αυτοδιοίκησης, «όπερ μεθερμηνευόμενον εστί» συρρίκνωση τοπικών αρμοδιοτήτων και κατάργηση παλαιών κοινοτήτων. Το σχέδιο αυτό προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις σε διάφορες περιοχές της Χώρας και δημιούργησε πολιτικές αντιπαλότητες στο στενό χώρο της τοπικής αυτοδιοίκησης. Έπειτα από 13 χρόνια περίπου η κρατική εξουσία έκρινε ανεπαρκές το σχέδιο και προχώρησε περαιτέρω στη σύνταξη νέου σχεδίου για την διοικητική αναδιοργάνωση της Χώρας. Το νέο αυτό εγχείρημα ονομάστηκε «Καλλικράτης» με σκοπό τη σύσταση αποκεντρωμένης διοίκησης, η οποία αποτελεί βαθμίδα της ελληνικής δημόσιας διοίκησης. Η αποκεντρωμένη διοίκηση κινήθηκε μόνο σε θεωρητικό καθαρά επίπεδο χωρίς απτά αποτελέσματα στην συγκρότηση μιας ενιαίας και νεόδμητης αυτοδιοίκησης, κάτι το οποίο το μαρτυρεί αναντίρρητα η τωρινή κατάσταση της αυτοδιοίκησης με όλες τις παλιές παθογένειες της.
Σε επίπεδο πρωτοβάθμιας αυτοδιοίκησης ειπώθηκε ότι η κατανομή των πόρων θα γίνεται με γεωγραφικά και οικονομικά κριτήρια, ενώ θα υπάρχει ενιαία στρατηγική και σχεδιασμός για την υλοποίηση όλων των απαραίτητων αναπτυξιακών ενεργειών. Μετά λύπης μου κάτι τέτοιο δεν είδα να πραγματοποιείται στην περιοχή μας και δεν τέθηκαν ποτέ οι βάσεις για να δρομολογηθούν οι κατάλληλες ενέργειες. Οι βασικοί πυλώνες για τη νέα αρχιτεκτονική της τοπικής αυτοδιοίκησης (άμεση χρηματοδότηση για το προσωπικό των περιφερειών, απορρόφηση κοινοτικών κονδυλίων μέσω ΕΣΠΑ, καθιέρωση ενιαίου αναπτυξιακού προγράμματος ισοδύναμου του «Θησέα») καταρρίπτονται συνεχώς μέσα στη δίνη της σκληρής δημοσιονομικής πολιτικής που ακολουθείται.
Για να μην μακρηγορήσω όμως και μονοπωλήσω γύρω από το νομοτεχνικό μέρος των διοικητικών μεταρρυθμίσεων που έλαβαν χώρα, θα υπεισέλθω στα προβλήματα που αντιμετωπίζει η περιφερειακή ενότητα Έβρου συνεπεία της αναποτελεσματικότητας των ανωτέρω διοικητικών μεταρρυθμίσεων για την τοπική αυτοδιοίκηση. Η περιοχή ευθύνης της περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης εκτείνεται από το Νομό Δράμας μέχρι και το Ορμένιο του Βορείου Έβρου. Επιμέρους σε κάθε Νομό της αυτοδιοίκητης περιφέρειας υπάρχουν οι περιφερειακές ενότητες με έδρα την πρωτεύουσα του κάθε Νομού. Ακριβώς στο σημείο αυτό έγκειται και ο αναποτελεσματικός χαρακτήρας της αυτοδιοίκησης. Με την θεσμοθέτηση της αποκεντρωμένης διοίκησης στο πλαίσιο της ενιαίας διοικητικής αναδιοργάνωσης της δημόσιας διοίκησης , ουσιαστικά μεταφέρονται κάποιες διοικητικές αρμοδιότητες από το ‘’Κέντρο’’ σε μικρότερα αστικά κέντρα, τα οποία δρουν ανασταλτικά προς την αναπτυξιακή πορεία των υπόλοιπων μικρότερων Δήμων και Κοινοτήτων, εκμεταλλευόμενα στο έπακρο μέσω των πολιτικών δυνάμεων που τα εκπροσωπούν, τη δυνατότητα αυτή που τους παρέχεται. Παράλληλα οι υπόλοιποι Δήμοι κείμενοι στη σκιά των μεγαλύτερων αστικών κέντρων στην περιφέρεια τους, απογυμνώνονται διοικητικά και οικονομικά.
Πιο συγκεκριμένα στο Νομό μας οι περισσότερες υπηρεσίες της περιφερειακής ενότητας εδράζονται στην Αλεξανδρούπολη καθιστώντας δυσχερή την πρόσβαση πολλών συμπολιτών μας από το βόρειο τμήμα του Νομού. Υπηρεσίες που άπτονται διοικητικών αρμοδιοτήτων αλλά και σημαντικοί δημόσιοι οργανισμοί έχουν σωρευθεί στην πόλη της Αλεξανδρούπολης λειτουργώντας ως τροχοπέδη στην εν γένει ανάπτυξη των Δήμων του Βορείου Έβρου, οι οποίοι υπαναπτύσσονται και ερημώνουν. Ενέργειες και παραλείψεις, άλλοτε εσκεμμένες και άλλοτε απερίσκεπτες των πολιτικών δυνάμεων της περιοχής ενθάρρυναν τέτοιου τύπου πολιτικές σκοπιμότητες και υποδαύλιζαν το γενικότερο συμφέρον των κατοίκων του Βορείου Έβρου. Η πόλη της Αλεξανδρούπολης λειτουργούσε και δρούσε όλα αυτά τα χρόνια στα πρότυπα της κεντρικής «Αθηναϊκής» εξουσίας διεκδικώντας ευκαιρίες αναπτυξιακών δομών για την περιοχή της και αφαιρώντας την παραμικρή προοπτική για οικονομική εξέλιξη των Δήμων του Βορείου Έβρου. Η λογική, του ότι δημιουργώ εντυπώσεις εκμεταλλευόμενη την θέση μου, ως πρωτεύουσας Νομού και κερδίζω όσο μπορώ περισσότερες ευκαιρίες ανάκαμψης και ανάπτυξης για την περιοχή μου τορπιλίζοντας παράλληλα τις ελάχιστες ευκαιρίες αποτελμάτωσης των άλλων μικρότερων Δήμων του Νομού, κυριαρχούσε και κυριαρχεί ωσάν τη λαϊκή φράση «το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό». Της δυσοίωνης αυτής κατάστασης επέχουν ευθύνη όλοι οι τοπικοί και περιφερειακοί φορείς, ακολουθούμενοι απαρέγκλιτα την πολιτική της υποταγής και της απάθειας.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα της ανωτέρω εκτεθείσας αμελούς πολιτικής, αποτελεί η κατάργηση των γραφείων των υπηρεσιών της Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης στην Ορεστιάδα και η μετεγκατάστασή τους στην Αλεξανδρούπολη. Είναι άξιο αναφοράς, ότι δεν αντέδρασε κανείς επικεφαλής πολιτικής παράταξης και κανένα μέλος του δημοτικού συμβουλίου της Ορεστιάδας, οι οποίοι προσπαθούν εσφαλμένα να μας πείσουν για τους Νόμους της Κυβέρνησης και την επιτακτικότητα υλοποίησης τους. Συντεταγμένα οι πολιτικές συνιστώσες του τόπου ενστερνίζονταν μοιρολατρικά τη λογική της ήσσονος προσπάθειας και της απλής παρακολούθησης τετελεσμένων γεγονότων. Ακόμη ένα παράδειγμα που απαντάται στην επεκτατική λογική της Πρωτεύουσας του Νομού και στην άστοχη πολιτική των τοπικών αρχόντων του Βορείου Έβρου, είναι η μεταφορά της έδρας της νεοσυσταθείσας ΕΥΔΕ (Ειδικής Υπηρεσίας Δημοσίων Έργων αντιπλημμυρικής προστασίας) από το Σουφλί στην Αλεξανδρούπολη πριν ακόμη στελεχωθεί και λειτουργήσει. Η υπηρεσία αυτή συστάθηκε αρχικώς στην περιοχή του Σουφλίου καθώς κάθε χειμώνα σχεδόν οι κάτοικοι της περιοχής βιώνουν τον εφιάλτη των πλημμυρών, ως συμβολική ψυχολογική υποστήριξη για την αντιμετώπιση των δυσμενών συνεπειών. Έτσι λοιπόν φτάνουμε στο σημείο, οι υπηρεσίες που διαχειρίζονται τις πλημμύρες να λειτουργούν στην Αλεξανδρούπολη, στην νοτιότερη άκρη του Νομού που δεν αντιμετωπίζει τέτοιας έκτασης φαινόμενα. Λογικές και πρακτικές επομένως που αποτελούν απομίμηση της κεντρικής εξουσίας. Πως είναι δυνατόν να απαιτούμε αλληλεγγύη από την πολιτεία και το Κράτος τη στιγμή που η τοπική αυτοδιοίκηση και οι περιφερειακοί φορείς της δεν διακατέχονται από την προσήκουσα αλληλεγγύη προς τους πολίτες του Νομού, συντασσόμενοι απροκάλυπτα σε τέτοιας φύσης πρακτικές.
Τα τελευταία χρόνια με βάση οικονομικά στοιχεία των Δήμων του Βορείου Έβρου, πόροι που θα αξιοποιούνταν για αποκατάσταση βλαβών και ενίσχυση της τοπικής κοινωνίας του βόρειου τμήματος του Νομού, μεταφέρθηκαν με συνοπτικές διαδικασίες στην πρωτεύουσα του Νομού για τη διάθεση τους σε κτιριακές δράσεις. Αν μη τι άλλο καταστροφική πολιτική που ασκήθηκε εκ των έσω δίνοντας συνεχώς πλεονεκτήματα στην Αλεξανδρούπολη με το πρόσχημα της Πρωτεύουσας Νομού και αποδυναμώνοντας αισθητά τις μικρότερες πόλεις της ευρύτερης περιοχής. Ο νομός Έβρου έχει ιδιαιτερότητες λόγω της γεωγραφικής του θέσης (ανάμεσα σε δύο γειτονικές Χώρες) και της τεράστιας έκτασής του κατά μήκος (περίπου 200 χλμ.) Οι δύο αυτοί σημαντικοί παράγοντες συνηγορούν στην ανάγκη δημιουργίας ισχυρών προοπτικών για την ανάπτυξη όλου του Νομού και όχι κατ΄ επιλογή μόνο της Πρωτεύουσας του εις βάρος των υπόλοιπων πόλεων του Έβρου.
Συνακόλουθα συνάγεται ασφαλές συμπέρασμα πως μέσω των διαχρονικών διοικητικών μεταρρυθμίσεων κάθε άλλο, παρά αποκεντρωμένη διοίκηση δημιουργήθηκε. Η τοπική αυτοδιοίκηση ως βαθμίδα της δημόσιας διοίκησης, έχει τα χαρακτηριστικά της κεντρικής στα στενά γεωγραφικά της όρια και δημιουργούνται κατ΄ αυτόν τον τρόπο αυτές οι επιμέρους ανισότητες στην κατανομή των πόρων και των διοικητικών αρμοδιοτήτων μεταξύ των Δήμων του Νομού.

Παντελής Δραχτίδης
ασκούμενος δικηγόρος