Του Αλέξανδρου Δερμεντζόπουλου*

Τα τελευταία δύο χρόνια ο Έλληνας έχει υποστεί τόση φορολογική επιδρομή, τόση λεηλασία στο εισόδημα του, τόση συρρίκνωση στην περιουσία του (κινητή και ακίνητη), όση δεν είχε υποστεί σε όλα τα χρόνια από συστάσεως του Ελληνικού Κράτους. Είδε τις αποδοχές του να μειώνονται περίπου στο μισό. Τις φορολογικές του υποχρεώσεις να πολλαπλασιάζονται, είτε με έκτακτες εισφορές, είτε με τεκμήρια (που μόνο αντικειμενικά δεν είναι), είτε με περικοπές στα αφορολόγητα όρια.

Τις επιχειρηματικές του δραστηριότητες να στραγγαλίζονται, μέχρις οριστικού κλεισίματος – του επονομαζόμενου «λουκέτου». Τις κοινωνικές του απολαβές να ελαχιστοποιούνται – σχολεία χωρίς βιβλία ή νοσοκομεία χωρίς υγειονομικό υλικό. Τις συντάξεις να περικόπτονται σχεδόν οριζόντια. Την διατήρηση της εργασίας του, δύσκολη υπόθεση (για την εύρεση εργασίας, ας μην το συζητάμε). Την ακίνητη του περιουσία, το διαχρονικό όνειρο του μέσου Έλληνα, το «κεραμίδι πάνω από το κεφάλι», να γίνεται βραχνάς από την υπερφορολόγηση και να δημιουργεί σε πολλούς το αναπάντητο δίλλημα, «το κρατώ χωρίς να μπορώ να το κρατήσω ή το πουλώ χωρίς να μπορώ να το πουλήσω».

Για όλα τούτα, και για πολλά άλλα που όλοι τα ζούμε και ας μην τα επαναλάβω, που «πολιτικά» και συμπονετικά, ονομάζονται «θυσίες του Ελληνικού λαού», αν μη τι άλλο ο δοκιμαζόμενος Ελληνικός λαός, θα περίμενε αποτελέσματα. Δηλαδή να πιάσουν τόπο. Αντ’ αυτού τα δημοσιονομικά πάνε από το κακό στο χειρότερο. Αναρωτήθηκαν ποτέ οι εγκέφαλοι αυτής της οικονομικής στρατηγικής, μετά από δύο χρόνια, ότι μάλλον τελικά ο γιαλός δεν είναι στραβός και ότι φταίει πιθανόν το αρμένισμα. Όταν σχεδιάζονται και τελικά παίρνονται μέτρα χωρίς να βασίζονται στην κοινή λογική, τότε σίγουρα αυτά είναι παράλογα. Και ακόμη πιο σίγουρα, αναποτελεσματικά και πολλές φορές καταστροφικά. Αυτό βιώνουμε σήμερα.

Το ίδιο συμβαίνει και όταν δεν παίρνονται μέτρα που η κοινή λογική απαιτεί. Παράδειγμα: Στις παραμεθόριες περιοχές, όπου υπάρχει δυνατότητα επικοινωνίας με τη γείτονα χώρα, ας πούμε με τη Βουλγαρία, όπου η τιμή της βενζίνης είναι στα 2/3 της αντίστοιχης στη χώρα μας, το Ελληνικό κράτος δεν εισπράττει ούτε ένα ευρώ από τον υψηλότατο φόρο στα καύσιμα. Για τον απλούστατο λόγο ότι όλοι κατοικούντες δίπλα στα σύνορα φουλάρουν από το «εξωτερικό». Και όχι μόνον αυτό.

Με την ευκαιρία της εξόδου γίνονται και οι καλύτεροι καταναλωτές των υπόλοιπων «αγαθών», από σούπερ μάρκετ και λαϊκές αγορές, μέχρι ταβέρνες και κομμωτήρια. Αποτέλεσμα να έχουν νεκρώσει, για έναν επιπλέον λόγο οι τοπικές αγορές στο σύνολο τους. Κι αυτό γιατί δεν επικρατεί η απλή κοινή λογική της μείωσης του Ειδικού Φόρου στα καύσιμα σε μια ζώνη, λόγου χάρη εξήντα χιλιομέτρων, από τις πύλες εισόδου και εξόδου της χώρας, καθώς και ενός καθεστώτος ιδιαίτερης φορολογικής μεταχείρισης, ώστε τα κύματα εξόδου Ελλήνων (και ευρώ φυσικά) προς τα έξω, να μετατραπούν σε καθημερινές συναλλαγές των ξένων επί Ελληνικού εδάφους. Γιατί στην προσπάθεια τελικά του οικονομικού επιτελείου να μαζέψει πολλά, χάνει όχι και τα λίγα, αλλά τα πάντα. Προς δυστυχία όλων μας.

*Βουλευτή Έβρου Ν.Δ.

parapolitika.gr