«Γκουχτός» – «Ξάσ’» – «Πίττα γλυκειά» – «Χριστόψουμου».

Τα σπίτια λαμποκοπούν από καθαριότητα. Οι Ξανθιώτισσες είναι πολύ νοικοκυρές. Έχουνε φροντίσει, για όλα. Το βραδυνό τραπέζι   πρέπει να χει    δώδεκα   είδη   φαγώσιμα, «για  τα δουδικάμιρα» (— δωδεκάμερα). Απαραίτητος είναι   «η γκουχτός».   Είναι χοντραλεσμένο   σιτάρι- αλέθεται στο χερόμυλο, – πού το βράζουν καλά και   γίνεται   πιλάφι.   Τίποτε   δεν   προσθέτουν, εκτός από καρύδι κοπανισμένο – από πάνω.  Ο «γκουχτός»  μπαίνει στη μέση του τραπεζιού και του τοποθετούν μιαν αναμμένη λαμπάδα.

Στο τραπέζι υπάρχει   «του ξάσ’» και   «η πίττα η γλυκειά».

Το «ξάσ’» είναι νηστίσιμο ριζόγαλο θα λέγαμε. Βράζουνε ρύζι πολύ καλά (η αναλογία είναι: 1 φλυτζ. μεγάλο ρύζι, 3 κουταλιές της σούπας ζάχαρη και 3 νισαστέ), ρίχνουν τη ζάχαρη και το νισαστέ. Το ανακατεύουν καλά και γίνεται, σαν   κρέμα. Σερβίρουν  στα  πιάτα κι’ από πάνω προσθέτουν καρύδι κοπανισμένο και  κανέλλα.   Το    «ξάσ’»   συνηθίζεται   και   σ’  όλες τις νηστείες. Απαραίτητα όμως την παραμονή των Χριστουγέννων, γιατί   ο   Χριστός ήθελε να φάγει γλυκό   «κι   εφαγι ξάσ’».  Κατ’  άλλη πληροφορία λέγεται   του «ξάσ’   τσή Παναγίας».

«Η πίττα η γλυκειά», γίνεται στις νηστείες κι έχει γέμιση  «του  ξάσ’». Αφού στρώσουν τα φύλλα, βάζουν το «ξάσ’», από πάνω μπόλικο καρύδι, ανάλογη   κανέλλα   και   πάλι   φύλλα. Αντί λάδι   μεταχειρίζονται   «σαμόλαδου» (= σησαμόλαδο»).

Όταν καθήσουν στο τραπέζι, πρώτα θα θυμιάσει η νοικοκυρά   κι  έπειτα θα κόψουν  το «Χριστόψουμου». Ο γεροντότερος το παίρνει, το τοποθετεί στο κεφάλι του και το τραβά, ως που να κοπεί. Μέσα έχει παρά. Το μοιράζει γύρω κόβοντας με το χέρι και σ’ όποιον πέσει ο παράς είναι τυχερός. Τρώνε πρώτα από μια κουταλιά «γκουχτό» και συνεχίζουν, με τα άλλα νηστήσιμα.

Το Χριστόψωμο είναι συνηθισμένο ψωμί, που ψήνεται όμως σε «ταβά» (ταψάκι). Επειδή δεν τρώνε λάδι, αλείφουν τον ταβά με λίγο κερί, για να μη κολλήσει. Επάνω στο Χριστό­ψωμο σχηματίζουν ένα σταυρό, με σκελίδες από καρύδι.

Το τραπέζι δεν το σηκώνουν, «για να φάγι η Χριστός». Την άλλη μέρα, τα «Χριστούγιννα», καίνε βούτυρο, ρίχνουν και γυρίζουν το «γκουχτό» και τον τρώνε – εκείνη τη μέρα- όποτε θελήσουν.

 * Για το «ξάσ’» και «πίττα γλυκειά» μας πληροφόρησε η κ. Χρυσαυγή Ανδρέου. Για τα «Χριστούγιννα», «Χριστόψουμου» και «γκουχτό» η δις Ελένη Κομνηνού και ο κ. Βλάσης Ιωαννίδης, συνταξιούχος καπνεργάτης.

ΚΑΤΙΝΑΣ   ΒΕΪΚΟΥ – ΣΕΡΑΜΕΤΗ – ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ  ΚΑΙ   ΓΛΩΣΣΙΚΑ  ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΗΣ   ΠΑΛΗΑΣ   ΞΑΝΘΗΣ  – 1958

Από τις «μικρές ιστορίες της Ξάνθης – Λαογραφικά στοιχεία Ξάνθης»  –  έκδοση ΦΕΞ 2010