Σε κλαίει ο λαός
Κείμενο του Ιωάννη Α. Σαρσάκη (Καστροπολίτη) για τον Παύλο Μελά και τον Μακεδονικό Αγώνα
Πριν από 118 χρόνια, σκοτώθηκε στην ιερή γη της Μακεδονίας ένας περίεργος τύπος. Ήταν αξιωματικός του ελληνικού στρατού και γόνος πάμπλουτης οικογένειας.
Ο πατέρας του από τους μεγαλύτερους εμπόρους της εποχής του, διετέλεσε βουλευτής και δήμαρχος Αθηναίων. Ο πεθερός του δικαστικός στο επάγγελμα, ασχολήθηκε με την πολιτική και διετέλεσε μέχρι και πρωθυπουργός της Ελλάδος.
Λαμβάνοντας υπόψη την οικονομική επιφάνεια αλλά και τα πολιτικά αξιώματα των οικείων του, ευκόλως μπορούμε να συμπεράνουμε ότι για τον περίεργο τύπο που προανέφερα, ο δρόμος προς την προσωπική και επαγγελματική καταξίωση ήταν στρωμένος με ροδοπέταλα.
Τα κοσμικά σαλόνια των Αθηνών του άνοιγαν τις πόρτες τους διάπλατα, τα ταξίδια στο εξωτερικό (π.χ. στη γενέτειρα του τη Μασσαλία) θα αποτελούσαν έναν ευχάριστο τρόπο για να ξεφύγει από τη ρουτίνα της καθημερινότητας, και να περάσει ευχάριστες στιγμές με την σύζυγό του και τα δυο του παιδιά. Και βεβαίως θα μπορούσε να ονειρεύεται ότι κάποια στιγμή σαν αξιωματικός που ήταν, θα φθάσει στα ύπατα αξιώματα και στην κορυφή της ιεραρχίας του στρατού.
Τελικά όμως τι απ΄ όλα αυτά επέλεξε να κάνει ο (επαναλαμβάνω) περίεργος τύπος ; Εμπνεόμενος από την πίστη του στο Θεό (την οποία διακρίνουμε καταφανέστατα από τις επιστολές που έστελνε στη σύζυγό του) και από την αγάπη του για την πατρίδα, επέλεξε να δώσει τη ζωή του για την ελευθερία των υπόδουλων αδελφών του στη Μακεδονία, και για να αφυπνίσει το κοιμώμενο κράτος των Αθηνών.
Στις 13 Οκτωβρίου 1904 ο περίεργος τύπος πέφτει νεκρός σε ηλικία μόλις 34 ετών, υπερασπιζόμενος την ελληνικότητα της Μακεδονίας και αγωνιζόμενος για την ελευθερία της.
Δηλαδή, αντί για αξιώματα και χρήματα επέλεξε βόλια, αντί για σαλόνια λάσπες, αντί για ταξίδια αναψυχής, πορείες στα χιόνια και αντί για δεξιώσεις, μάχες και σκοτωμούς. Πρέπει να συμφωνήσετε μαζί μου ότι ήταν όντως περίεργος τύπος, αυτό όμως δεν επηρέασε καθόλου το λαό της Μακεδονίας αλλά και όλης της Ελλάδος να τον λατρέψει και να τον κλάψει, όπως έγραψε και ο ποιητής (Κωστής Παλαμάς) :
Σε κλαίει ο λαός.
Πάντα χλωρό να σειέται το χορτάρι
στον τόπο, που σε πλάγιασε το βόλι, ω παλληκάρι.
Πανάλαφρος ο ύπνος σου του Απρίλη τα πουλιά
σαν του σπιτιού σου να τ’ ακούς λογάκια και φιλιά,
και να σου φτάνουν του χειμώνα οι καταρράχτες,
σαν τουφεκιού αστραπόβροντα και σαν πολέμου κράχτες
πλατειά του ονείρου μας η γη και απόμακρη.
Και γέρνεις εκεί και σβεις γοργά.
Ιερή στιγμή. Σαν πιο πλατειά τη δείχνεις, και τη
φέρνεις σαν πιο κοντά.
Και όμως, όσο και αν ακούγεται παράξενο σήμερα, εκείνη την εποχή υπήρχαν ήρωες σαν τον Παύλο Μελά (ο περίεργος τύπος), αλλά υπήρχαν και ποιητές σαν τον Κωστή Παλαμά για να τους υμνήσουν.
Αιωνία η μνήμη σου εθνομάρτυρα Παύλε Μελά.