Ένα κείμενο που περιγράφει πολλά απ’ όσα ξέρουμε και περισσότερα απ’ όσα δεν ξέρουμε
Πριν λίγες μέρες, ο πολύτεκνος πυροσβέστης Κώστας Ταπεινόπουλος κατάφερε να συγκινήσει με την επιτυχία του στις πανελλήνιες εξετάσεις.
Ο κ. Ταπεινόπουλος με αφορμή τις δύσκολες μέρες που περνάει η χώρα και οι πυροσβέστες έγραψε το παρακάτω κείμενο που λέει αλήθειες, αλλά γεμίζει με ελπίδα όποιον το διαβάσει. . .
(συν)Αδελφέ Έλληνα πυροσβέστη…
Μια φορά κι έναν καιρό, σε μια μακρινή χώρα υπήρχε μια μικρή πόλη, κείμενη κοντά στα σύνορά της. Καθώς ήταν λοιπόν κάπως απομονωμένη, ο δρόμος που οδηγούσε σ’ αυτή ήταν σε πολύ άσχημη κατάσταση, ασυντήρητος και γεμάτος λακκούβες. Εξ αιτίας αυτού του γεγονότος είχαν σημειωθεί πολλά τροχαία δυστυχήματα και αρκετοί κάτοικοι είχαν διαμαρτυρηθεί έντονα μέσω facebook, instagram και λοιπών συγχρόνων μεθόδων αντίδρασης. Κάποιοι ελάχιστοι είχαν την τόλμη να συναντήσουν δια ζώσης το δήμαρχο και να του θέσουν το ζήτημα, λαμβάνοντας την αποστομωτική απάντηση, ότι είχε ήδη έρθει σε επαφή με τους κυβερνητικούς βουλευτές του τόπου και ήταν θέμα ημερών η επίλυση του προβλήματος. Ως τεκμήριο δε τους επέδειξε τη σχετική φωτογραφία που είχε «ανεβάσει» στο λογαριασμό του, χαμογελαστός αν όχι χαριεντιζόμενος μαζί τους, ψέγοντας κιόλας τους πολίτες που δεν τον «ακολουθούν». Τα ίδια τους έλεγε και τις δέκα φορές που τον συνάντησαν τα τελευταία δύο χρόνια. Α, υπήρχε και ένας που καλούσε τους συντοπίτες του να βγουν στο δρόμο και να τον κλείσουν, να πάνε στην πρωτεύουσα του νομού και να διαδηλώσουν αλλά σ’ αυτόν, από παρόμοιες περιπτώσεις του παρελθόντος, είχαν ήδη κολλήσει την ταμπέλα του τρελού του χωριού και οι έντιμοι, φιλήσυχοι οικογενειάρχες και καταστηματάρχες, οι κυρ Παντελήδες της πόλης, τον θεωρούσαν λίγο-πολύ απόβλητο.
Κάποιο βράδυ, ένας παλαίμαχος εξηντάρης μηχανόβιος κατευθύνεται προς τα εκεί. Προχωράει χωρίς κράνος και μεθυσμένος, αν και στα σαράντα και πλέον χρόνια που οδηγεί μηχανή, έχει χάσει ουκ ολίγους φίλους σε δυστυχήματα και ο θάνατος οφειλόταν στους προαναφερθέντες λόγους. Μετά από κάθε τέτοιο συμβάν ταρακουνιόταν και έδινε υπόσχεση στον εαυτό του πως θα είναι πολύ προσεκτικός στο μέλλον, πράγμα που ξεχνούσε μετά από λίγο καιρό. Πλησιάζοντας στον κόμβο, που είναι θεοσκότεινος γιατί οι λάμπες, αν και καμένες εδώ και καιρό, δεν έχουν αντικατασταθεί (ακόμη ψάχνουν αν αρμόδιος είναι ο δήμος, η περιφέρεια ή κάποιος άλλος), τελευταία στιγμή επισημαίνει την πινακίδα που λέει ότι πρέπει να στρίψει γιατί μόλις διακρίνεται ανάμεσα στα τεράστια χόρτα που ουσιαστικά την έχουν σκεπάσει. Φρενάρει απότομα, πέφτει σε μια από τις λακκούβες, χάνει τον έλεγχο και εκσφενδονίζεται. Προσγειώνεται με το κεφάλι πάνω σε μια πινακίδα που διαφημίζει τα εκλεκτά εδέσματα της ταβέρνας της περιοχής, την οποία φυσικά ο ιδιοκτήτης της όλως παρανόμως και χωρίς να ρωτήσει κανένα είχε τοποθετήσει εκεί. Ουδείς βέβαια μπήκε στον κόπο να την απομακρύνει και να τον ελέγξει για την ενέργειά του αυτή.
Ένα ολοκαίνουριο περιπολικό της συνοριοφυλακής που εκτελεί περιπολία τον εντοπίζει αναίσθητο. Αμέσως ειδοποιεί το κέντρο του και το ασθενοφόρο. Αυτό θα ξεκινήσει βέβαια από την πρωτεύουσα του νομού γιατί αυτό του τοπικού Κέντρου Υγείας είναι σε ακινησία εδώ και μήνες λόγω έλλειψης ελαστικών. Στο μεταξύ σταματούν διερχόμενοι που σχεδόν όλοι απαθανατίζουν το περιστατικό με τα τελευταίας τεχνολογίας κινητά τους. Πολλοί κάνουν live στο λογαριασμό τους και άλλοι βγαίνουν selfie. Ήδη έχουν καταφτάσει άλλα πέντε περιπολικά «του κουτιού», συνοριακοί και αυτοί. Τώρα εμφανίζεται και το περιπολικό του Αστυνομικού Τμήματος μόνο με οδηγό, ο οποίος δικαιολογείται για την καθυστέρησή του ισχυριζόμενος αληθώς ότι είναι μόνος του στο Τμήμα και έπρεπε πρώτα να ασχοληθεί με τον φοβερό καβγά μιας πεθεράς με τη νύφη της σχετικά με τον καλύτερο τρόπο μαγειρέματος των γεμιστών πιπεριών (φούρνο ή χύτρα). Τελευταίος και καταϊδρωμένος φτάνει ο δήμαρχος ασθμαίνοντας και ωρυόμενος μπροστά στην κάμερα του τοπικού τηλεοπτικού καναλιού για το πόσες φορές είχε θέσει το θέμα σε όλους τους φορείς αλλά αυτοί αδιαφορούν. Κανείς δεν έχει πλησιάσει τον τραυματία για να δει αν μπορεί να του προσφέρει κάτι, αφού όλοι έχουν την ασχολία τους. Μέσα σ’ αυτό το χάος έρχεται (επιτέλους!) αγκομαχώντας και ένα γηραλέο ασθενοφόρο. Εν μέσω αποδοκιμασιών, χειρονομιών και απειλών για την αργοπορία τους κατεβαίνουν δύο τραυματιοφορείς στα πρόθυρα της συνταξιοδότησης και αγωνίζονται φιλότιμα και με ζήλο, παρά το προχωρημένο της ηλικίας τους, να προσεγγίσουν τον τραυματία. Καθώς γίνονται συνεχώς αποδέκτες παραινέσεων, συμβουλών και υποδείξεων για το πώς να τον τοποθετήσουν στο φορείο, με ατράνταχτα επιχειρήματα του τύπου «ήμουν νοσοκόμος στο στρατό, ήμουν πρόσκοπος, έχω παρακολουθήσει σεμινάριο στον Ερυθρό Σταυρό» και άλλα παρόμοια, καταφέρνουν μετά κόπων και βασάνων να τον βάλουν στο ασθενοφόρο και σπεύδουν στο Κέντρο Υγείας. Η μοναδική γιατρός που υπάρχει εκεί, αμέσως διαπιστώνει ότι με τα πενιχρά μέσα που διαθέτει, λόγω της αποψίλωσης που αυτό έχει υποστεί σε προσωπικό και εξοπλισμό, πράγμα που οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στο κλείσιμό του, γεγονός για το οποίο και η ίδια αδημονεί για να «κατεβεί» επιτέλους στην πόλη, δε δύναται να αντιμετωπίσει το περιστατικό. Δίνει λοιπόν εντολή για κατεπείγουσα μεταφορά του στο νοσοκομείο της πρωτεύουσας του νομού. Το πλήρωμα του ασθενοφόρου κάθιδρο και αποκαμωμένο φτάνει το όχημα στα όριά του. Ένας οδηγεί και ο δεύτερος καλείται να εκτελέσει ιατρικές πράξεις που είναι εξαιρετικά περίπλοκες ακόμα και για εξειδικευμένο γιατρό, ενώ αυτός είναι ένας απλός τραυματιοφορέας. Παρά την υπερπροσπάθειά του όμως, ο τραυματίας εκπνέει στη μέση της διαδρομής.
Όσοι από εσάς, πανεπιστήμονες του πληκτρολογίου και παντογνώστες των κλιματιζόμενων τηλεοπτικών studios, τιμητές και κριτές των πάντων (αρσενικό και ουδέτερο συγχρόνως) πιστεύετε ότι υπεύθυνοι για το θάνατο αυτού του ανθρώπου είναι οι τραυματιοφορείς, αφού καταλήξετε αν πρέπει ή όχι να κάνουμε το εμβόλιο, αν μπορούν να προβλεφθούν οι σεισμοί, αν κάναμε καλά που πήραμε τα rafales, αν θα μπορέσει να ορθοποδήσει η οικονομία μετά τον κορωνοϊό, αν έπρεπε να αποχωρήσει ο Τριαντάφυλλος ή ο Γαρύφαλλος, αν η κυρία Τούνη είναι κορμάρα ή όχι, ρίξτε το ανάθεμά σας για όσα κοσμοϊστορικά και τραγικά βιώνει η χώρα στους Έλληνες πυροσβέστες. Έτσι κι αλλιώς, κανείς δε σας παίρνει στα σοβαρά. Κάποια στιγμή πάντως, όταν εξαντλήσετε όλο το μισανθρωπισμό σας μπροστά σε μια κρύα οθόνη, κλείστε τον υπολογιστή και την τηλεόρασή σας και δοκιμάστε να αρχίσετε να ζείτε στον πραγματικό κόσμο. Ίσως αντιληφθείτε ότι μια «καλημέρα» κι ένα χαμόγελο από το γείτονά σας αξίζει απείρως περισσότερο από τους χιλιάδες διαδικτυακούς σας φίλους και ένα «μπράβο» για μια προσπάθειά σας δε συγκρίνεται με όλα τα like του κόσμου.
(συν)Αδελφέ Έλληνα πυροσβέστη, εσύ που πριν δεκαεφτά μήνες στις Καστανιές πρόταξες τα στήθη σου απέναντι στα τουρκικά πολυβόλα. Κι εσύ που με το χαμόγελο στα χείλη (ναι σαν το 1940!) ξεκίνησες με το Unimog (σχεδόν τρακτέρ δηλαδή) με την ελληνική σημαία στην καμπίνα, από το Σουφλί για την Αθήνα. Κι εσύ που άφησες την οικογένειά σου μόνη της την πρώτη μέρα των διακοπών κι εσύ που τις ματαίωσες, αν και είχες δώσει προκαταβολές, Κι εσύ που ανέβαλες το γάμο σου ή τα βαφτίσια του παιδιού σου γιατί, απολύτως ορθά, ανακλήθηκαν και ανεστάλησαν οι άδειες. Κι εσύ που μπήκες στο αεροπλάνο από την Αλεξανδρούπολη για την Αθήνα και βρέθηκες στον Άραξο. Κι εσύ που προσπαθείς στα «μετόπισθεν» να βρεις άκρη με τις αλλαγές, τη διοικητική μέριμνα, την αποκατάσταση βλαβών. Κι εσύ κι εσύ κι εσύ….. Μα πάνω απ’ όλους εσύ που βρίσκεσαι επί μέρες στο πεδίο της μάχης καταπονημένος σωματικά μα κυρίως ψυχικά, βρώμικος και άυπνος, εσύ που με αυταπάρνηση, αποφασιστικότητα και πάνω από τα όριά σου επιχειρείς ακούραστα, εσύ που η λέξη ήρωας είναι μικρή για να αποτυπώσει το μεγαλείο της ψυχής σου, εσύ που κάνεις από τα μάτια μας να αναβλύζουν δάκρυα περηφάνιας και μας επιτρέπεις να θεωρούμαστε (συν)Αδελφοί σου. Όλοι εμείς οι Έλληνες πυροσβέστες, από τον εποχικό που ήρθε τον τελευταίο μήνα μέχρι τον κύριο Αρχηγό, ας ορθώσουμε το ανάστημά μας, ας σηκώσουμε ψηλά το κεφάλι, όπως μας αρμόζει και ας κρατούμε ανοιχτά τ’ αυτιά μας μόνο για τον ασύρματο. Ας εξαντλήσουμε την τελευταία ικμάδα των δυνάμεών μας, ας πάρουμε κουράγιο ο ένας από τον άλλο, ας οπλιστούμε με αντοχή και ας δώσουμε τον καλύτερο εαυτό μας σ’ αυτή την πρωτόγνωρη δοκιμασία. Όχι γιατί περιμένουμε καμιά υλική ανταμοιβή, όχι γιατί προσδοκάμε λόγια αναγνώρισης από επίσημα χείλη και φιλικά χτυπήματα στην πλάτη αλλά για να δικαιώσουμε και πάλι, όπως πάντα, την εμπιστοσύνη με την οποία μας περιβάλλουν οι συμπολίτες μας που είναι η μεγαλύτερη από οποιαδήποτε άλλο φορέα – οργανισμό και αποτελεί την ύψιστη ανταμοιβή.
(συν)Αδελφέ Έλληνα πυροσβέστη, οι στιγμές που ζούμε θα μείνουν στην ιστορία. Όλοι, καθένας από το δικό του μετερίζι, ενωμένοι μια γροθιά, ας ακούγεται τόσο κλισέ και αλληλέγγυοι, εμπνεόμενοι από τους προστάτες μας, τους Αγίους Τρεις Παίδες εν Καμίνω και δρώντες υπό τη σκέπη τους, γεμίζουμε την καρδιά μας Ελλάδα και παλεύουμε, μοχθούμε, ξεπερνάμε τον εαυτό μας:
Για την καθαρή και ήσυχη συνείδησή μας,
Για τη μνήμη των αθανάτων ηρωικώς πεσόντων (συν)Αδελφών μας,
Για την, με αίμα ποτισμένη, τιμή του Πυροσβεστικού Σώματος, του (δεύτερου;) σπιτιού μας,
ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΛΥΑΓΑΠΗΜΕΝΗ ΜΑΣ ΠΑΤΡΙΔΑ, που όσο η καρδιά μας χτυπά στα στήθη, σαν λαμπρή δάδα φωτίζει τη ζωή μας. Μόνη αποδεκτή φλόγα, η φλόγα της αγάπης μας γι’ αυτή.
ΖΗΤΩ ΤΟ ΕΝΔΟΞΟ ΠΥΡΟΣΒΕΣΤΙΚΟ ΣΩΜΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ
Κωνσταντίνος Αιμ. Ταπεινόπουλος
Αντιπύραρχος
Προϊστάμενος Πυροσβεστικού Κλιμακίου Σουφλίου