Η μεγάλη ιδέα του Ερντογάν, είναι μεγαλύτερη και από πιο μεγάλο, από τον προχθεσινό σεισμό
“Από τη διπλωματία των σεισμών στους σεισμούς της διπλωματίας”
Γράφει ο Χρήστος Κηπουρός {*}
Το έργο με τη διπλωματία των σεισμών, το έχουμε ξαναδεί. Η δεύτερη προβολή του ίδιου αυτού φιλμ, δεν επρόκειτο βέβαια να προσφέρει κάτι διαφορετικό, από την προηγούμενη φορά.
Εκεί καταλήγει ένας ιστορικός απολογισμός της 20ετίας που πέρασε, από τους προηγούμενους σεισμούς: Μια μικρής χρονικής διάρκειας ύφεση και “ξανά προς την ένταση τραβά”. Αυτή είναι η ιστορία των Ελληνοτουρκικών σχέσεων. Μάλιστα, στη σημερινή περίοδο, δεν εμφανίσθηκε ίχνος ύφεσης, αφού η εντολή Ερντογάν για νέες έρευνες του “Ορούτς ρέις” και άλλων σκαφών, προηγήθηκε ακόμη και των κηδειών των θυμάτων από τον προχθεσινό σεισμό.
Ήταν αναμενόμενο άλλωστε η λεγόμενη διπλωματία των σεισμών να αποδειχθεί γράμμα κενό. Έστω και αν από αυτήν και από την απελευθέρωση της σεισμικής ενέργειας, θα περίμενε κανείς, μετά από τους σεισμούς, να προκληθεί ηρεμία. Κάτι τέτοιο όμως ουδόλως συνέβη. Απεναντίας, διαψεύσθηκαν οικτρά οι προφήτες μιας νέας ηρεμίας. Σαν την επίπλαστη του 1999, που όμως κάποιοι ημεδαποί στα Μέσα, και όχι μόνον, εξακολουθούν να μνημονεύουν και να αναπολούν.
Γιατί και η τότε προσωρινή Τουρκική κρατική αγκαλιά προς τα Ελληνικά συνεργεία διάσωσης, όφειλε να ιδωθεί μέσα από την προηγηθείσα, το ίδιο έτος 1999, κατάδοση του ιστορικού ηγέτη του Κουρδικού λαού.
Εν τέλει, πέρα από τα τηλεφωνήματα προς τους Τούρκους αξιωματούχους, παλιότερα του Σημίτη, όσο και τα προχθεσινά του Μητσοτάκη, ακόμη και αν δεν ίσχυε, το “δις και το τρις εξαμαρτείν κλπ.” η συμβατική διπλωματία, έδωσε εξετάσεις και πήρε ένα μεγάλο και ολοστρόγγυλο μηδέν.
Τα λέω όλα αυτά γιατί και τα τηλεφωνήματα του Πρωθυπουργού και του επί των Εξωτερικών Υπουργού, προς τους Τούρκους επικεφαλής, τον περασμένο Ιανουάριο, μετά από ένα σεισμό και πάλι, ουδόλως απέτρεψαν, την ένεκεν πάλι της Τουρκίας, χειροτέρευση των Ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Απεναντίας μπορεί κανείς να πει ότι συνηγόρησαν, αν δεν επιτάχυναν τα όσα ακολούθησαν με τη διευθύνουσα όσο και επιτηρούσα γειτονική χώρα τις προωθήσεις, κατά τις εκτεταμένες απόπειρες ήπιων εισβολών, χιλιάδων προσφύγων και μεταναστών στον Έβρο, καθώς και στις εν συνεχεία ενεργειακές εισβολές Τουρκικών σεισμογραφικών σκαφών και γεωτρυπάνων στην Ανατολική Μεσόγειο.
Ο Τουρκικός σχεδιασμός καθώς και η διαδικασία μετατροπής της θαλάσσιας Ελλάδας σε ένα νέο “Καστελόριζο”, εκτός από τη σαφή Τουρκική επιδίωξη, συνιστά επίσης και την καθολική κακοήθη μεταστατική πραγματικότητα της Τουρκικής επιθετικότητας.
Μια κατάσταση που η ανέκαθεν Κυβερνητική Ελλάδα επιχειρεί να τη θεραπεύσει με ματζούνια. Με δεήσεις και ευχές, όπως σήμερα, για την αναπαραγωγή της διπλωματίας των σεισμών. Η μόνη ακριβής και επιβεβαιωμένη ρήση έχει να κάνει με το: “Αυτή είναι η Κυβερνητική Ελλάδα”, για να θυμηθούμε και το υπό του Σημίτη, λειψό λεχθέν, μια και αφαιρέθηκε από τον ίδιο, η λέξη: “Κυβερνητική”.
Αυτό λοιπόν που όφειλε να απασχολήσει μια σοβαρή Ελληνική πολιτική σκέψη και παιδεία είναι με ποιόν τρόπο θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί το υπαρκτό αδιέξοδο των Ελληνοτουρκικών σχέσεων, το οποίο ευθέως παραπέμπει στο Τουρκικό Ζήτημα, μετά της, επί πολλές συναπτές δεκαετίες, άλυτης Τουρκικής εξίσωσης.
Η αναζήτηση νέων εκδοχών διπλωματίας καθίσταται έτι περαιτέρω αναγκαία, αν ληφθεί υπόψιν το ευρύτερο αδιέξοδο σχέσεων της Τουρκίας με τη μεγάλη πλειοψηφία των χωρών του κόσμου. Και όχι μόνο του Δυτικού.
Το πέρασμα λοιπόν από την ιστορικά αποτυχημένη διπλωματία των σεισμών, παρά τις όποιες φιλότιμες και πάλι σημερινές απόπειρες των Μέσων να της προσθέσουν χέρια και πόδια, και να νεκραναστήσουν έωλες περιόδους, σύντομα θα αποδειχθεί ένα πέρασμα, ιστορικά επίσης, αναγκαίο ζητούμενο.
Για τους σεισμούς αυτής ακριβώς της διπλωματίας και την απελευθέρωση μεγάλης σεισμικής ενέργειας κατά την άσκησή της, οφείλει κανείς να ανασκάψει την Τουρκική ανθρωπολογία. Τόσο την πολιτική, όσο και την ψυχαναλυτική της διάσταση. Να ανατρέξει μέχρι τον Μοσκώφ Σελήμ, και το συμπατριώτη μου, Γεώργιο Βιζυηνό. Το ίδιο επίσης οφείλει να κάνει με τα της Ελληνικής ανθρωπολογίας.
Τρεις είναι οι εκδοχές νέας και εναλλακτικής διπλωματίας: Πρώτον η Συμμετρική διπλωματία, δεύτερο, η Συμβολική διπλωματία. Η διπλωματία των συμβόλων, επόμενα και των εθνικών, και τρίτο, και πιο σημαντικό, η γεωοικονομική διπλωματία.
Σχετικά με την πρώτη περίπτωση, αρκετές, όχι βέβαια όλες οι όψεις, σκιαγραφήθηκαν κατά την περίοδο μετατροπής της Αγίας Σοφίας, σε τζαμί.
Ανεξάρτητα με τα όσα επακολούθησαν, το κλειδί της Συμμετρικής αυτής διπλωματίας ήταν τα δυο μεγάλα μνημεία της Θράκης. Ο ναός της του θεού Σοφίας στην Πόλη και το Τέμενος Βαγιαζήτ στο Διδυμότειχο, με την ταυτόχρονη επιστροφή, σε χώρους θρησκευτικής λατρείας. Τόσο στη Χριστιανική, όσο και τη Μουσουλμανική λατρεία. Κάτι δυστυχώς που η μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί, ολοκληρώθηκε, χωρίς καν για την τιμή των όπλων, να αξιοποιηθεί από την Ελληνική πλευρά, η εκδοχή της Συμμετρικής διπλωματίας. Έστω να τεθεί.
Ας είχε ειπωθεί, και ας την έπαιρνε το ποτάμι. Μόνο που την ιστορικά αυτή δικαιωμένη ρήση του Ηρακλείτου: “Τα πάντα ρει”, επί τόσους αιώνες, δεν την πήρε κανένα ποτάμι. Αντίθετα η ίδια αυτή ρήση ανέκαθεν, πηγαίνει όπου αυτή θέλει, την ιστορία. Επόμενα και την ίδια την πολιτική και ψυχαναλυτική ανθρωπολογία των πολιτών, με ενσταλάξεις θεραπευτικής δόσης στα φανατικά τους περιβάλλοντα, όπως το γειτονικό. Με πρώτη παρενέργεια τη μεγάλη μείωση της στήριξης από τους ίδιους τους Τούρκους πολίτες, στην επιλογή Ερντογάν, για το νέο του ανοσιούργημα, αυτή τη φορά, εις βάρος της Αγίας Σοφίας.
Επίσης οι Τούρκοι Πολίτες θα επιδείκνυαν πολύ μικρότερο φανατισμό, αν πληροφορούνταν τα περί της Συμμετρικής διπλωματίας. Το να μπορούν δηλαδή να ασκούν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα και τη μουσουλμανική τους λατρεία, εκτός της Τουρκίας, και μάλιστα μέσα στο πιο κοντινό τους αλλά και πιο αρχαίο, μεγάλο και λαμπρό τέμενος σε όλη την Ευρώπη, όπως είναι το τζαμί του Διδυμότειχου.
Όμως ακόμη και σήμερα, και παρ όλη την ανεπιτυχή απόπειρα του Ερντογάν για τη διεκδίκηση εκ μέρους του, ρόλων και τίτλων πορθητή, αν όχι και προφήτη, η μονομερής, εκ μέρους της Ελλάδας, μετατροπή του Τεμένους Βαγιαζήτ σε χώρο θρησκευτικής λατρείας, έχει το δικό της βάρος. Στόχος, όχι μόνο όσα έχουν ήδη λεχθεί αλλά και το “θα έχουμε λαμβάνειν”. Και για αυτό χρειάζεται να προχωρήσει.
Όσον αφορά τη δεύτερη εκδοχή από τους σεισμούς της διπλωματίας, λόγω και της Τουρκικής ανθρωπολογίας, τη συμβολική διπλωματία, τη διπλωματία των συμβόλων και επέκεινα των εθνικών συμβόλων, δηλαδή των σημαιών, όπως άλλωστε γράφουμε με το φίλο μου, τον Πασχάλη Χριστοδούλου, σε κείμενο με τίτλο: Μια πρόταση για τον κατευνασμό εθνικιστικών παθών 10 εκατομμυρίων Τούρκων της Πόλης, και με υπότιτλο: “Η ανάρτηση της Ελληνικής σημαίας στις 62 Μεγάλες Πλατείες της Κωνσταντινούπολης” που θα δημοσιευθεί μέσα στις επόμενες ημέρες, έχω να τονίσω, ότι, μεταξύ άλλων, περιλαμβάνεται και το εξής:
Η ωραιότερη, η No 1, από όλες τις πλατείες, είναι η της Αγίας Σοφίας. Η Sultanahmet meydani, όπου η εκεί παρουσία της Ελληνικής Σημαίας θα κατευνάζει στη θέα της, τα εθνικιστικά πάθη και ένστικτα των Τούρκων. Απέναντι δε στους Έλληνες επισκέπτες, θα προκαλεί αισθήματα μεγάλης υπερηφάνειας, ικανά να αντιπαλέψουν μέρος έστω της μεγαλύτερης ακόμη θλίψης, για την πρόσφατη μετατροπή σε τζαμί του πιο σημαντικού μνημείου της παγκόσμιας Χριστιανοσύνης αλλά και πιο βεβηλωμένου. Όσο για τη θέα της Τουρκικής σημαίας δίπλα στην Ελληνική, όπως συνηθίζεται με τις αδελφοποιήσεις των πόλεων, δεν θα προκαλεί κάτι το αξιοσημείωτο για τους Τούρκους, όσο και για τους Έλληνες. Η μια πόλη θα είναι η Κωνσταντινούπολη. Ποια θα είναι η υπό αδελφοποίηση, Ελλαδική; Ίδωμεν.
Τέλος, ξεπερνώντας τους εσωτερικούς σεισμούς της Τουρκικής ανθρωπολογίας, θα αποτελούσε μεγάλη παράλειψη, αν εν τω μέσω του σεισμού στη Σάμο και τη Σμύρνη, δεν γίνονταν κάποια αναφορά στο Ελληνικό σεισμικό τόξο. Το οποίο όλως τυχαίως ταυτίζεται με το γεωοικονομικό αλλά και με τη θαλάσσια Ελληνική βεράντα στην Ανατολική Μεσόγειο. Από το Ταίναρο, το Νότιο Κρητικό, το επίσης Νότιο Καρπάθιο, έως και τη νήσο Στρογγύλη, εκ του συμπλέγματος του Καστελόριζου. Δύο ζητήματα ολοκληρώνουν την πρόοδο και την ανάπτυξη της γεωοικονομικής διπλωματίας.
Αν το ένα είναι η άμεση επέκταση όλης αυτής της σκάλας και του μπαλκονιού στην Ανατολική Μεσόγειο σε πλάτος δώδεκα μιλίων, όσα δηλαδή και τα σύννομα με το δίκαιο της θάλασσας, χωρικά ύδατα, το άλλο έχει να κάνει με τη θαλάσσια Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, και τη δημιουργία μιας ενιαίας ΑΟΖ, ανάμεσα στα δύο αυτά κράτη του ευρύτερου Ελληνικού έθνους.
Ο όποιος σεισμός προκληθεί από τις προτεινόμενες αυτές πολιτικές είναι καλοδεχούμενος, αφού αυτό που τις επιβάλει είναι συνώνυμο με την επιβίωση του Ελληνισμού. Και γιατί η άλλη εκδοχή είναι η έξωση από τους ιστορικούς και πολιτισμικούς του χώρους και η αποβολή.
Ανακεφαλαιωτικά λοιπόν, μπορούν να προστεθούν και τα εξής:
Μπορεί η σεισμολογία να ασχολείται με τις αισθητές αναταράξεις του στερεού φλοιού της γης, όμως αυτό, δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει και μια δεύτερη εκδοχή της. Αυτή που ασχολείται με τις λειτουργίες του ανθρώπινου εγκεφαλικού φλοιού, που διαδραματίζει κεντρικό ρόλο σε όλες τις ανώτερες εγκεφαλικές λειτουργίες. Ανάμεσά τους είναι η προσοχή, η σκέψη, η γλώσσα και η συνείδηση. Και ότι, επί τη βάσει της πολιτικής και ψυχαναλυτικής ανθρωπολογίας, τόσο των Ελλήνων πολιτών, όσο και των Τούρκων, χωρίς μάλιστα την εμπλοκή της όποιας μεταφυσικής, μπορούν όλα αυτά, να τα “αναταράξουν” με τον τρόπο τους, τρεις μορφές μιας εναλλακτικής διπλωματίας: Η Συμμετρική, η Συμβολική και η Γεωοικονομική.
________
{*} Διετέλεσε Βουλευτής Έβρου {1993-2000},
Θράκη, Νοέμβριος 2020,