Η συγγραφέας Ευδοκία Ποιμενίδου – Χατζηδημητρίου μιλάει στο thraki Νεα για το βιβλίο της «Τα διαμάντια της Δόμνας».

Το βιβλίο:

Σαράντα Εκκλησιές,

αρχές του 20ου αιώνα. Δυο φίλες, μια Ελληνίδα και μια Τουρκάλα, μεγαλώνουν στην ίδια γειτονιά.
Αχώριστες, μοιράζονται τα πάντα. Η μοίρα, ή μάλλον η θέληση των ισχυρών της γης το θέλησαν να χωρίσουν.
Σχεδόν εκατό χρόνια μετά, η Χιλμιγιέ, που παραδόξως ζει ακόμα, βλέπει κατ’ επανάληψη το ίδιο όνειρο. Τι να σημαίνει;
Ποιο χρέος έχει να ξεπληρώσει;
Από μια παραξενιά της μοίρας, η εγγονή της παιδικής της φίλης, της Ελληνίδας Δόμνας, θα συναντηθεί μαζί της και θα μπορέσει να εκπληρώσει αυτό που για εκατό χρόνια σχεδόν επιθυμούσε.
«Πρόκει

ται για ένα καλογραμμένο μυθιστόρημα που συγκινεί και συναρπάζει. Μέσα από τις αναμνήσεις της γιαγιάς Δόμνας, που γεννήθηκε και μεγάλωσε στις Σαράντα Εκκλησιές της Ανατολικής Θράκης, η συγγραφέας αναπλάθει με τέχνη την ατμόσφαιρα της ζωής στην αλησμόνητη πατρίδα και με παραστατικό τρόπο μας παρουσιάζει τις δύσκολες καταστάσεις που βίωσαν οι Έλληνες Χριστιανοί από το 1914 και μέχρι τον ξεριζωμό και την εγκατάστασή τους στην Ελλάδα.»

Με το βιβλίο σας “Τα διαμάντια της Δόμνας” ταξιδεύετε χιλιάδες καταγόμενους από την Ανατολική Θράκη στην πατρίδα της. Έχουν άραγε αναγνώστες μοιραστεί ιδιαίτερα συναισθήματα μαζί σας;

 Αρκετοί αναγνώστες μου ανέφεραν ότι διαβάζοντας τα  «διαμάντια» είχαν έντονα συναισθήματα καθώς ανακαλούσαν στη μνήμη τους τις αφηγήσεις των γονιών και  των παππούδων τους. Κάθε άνθρωπος που έχει βιώσει  την αγάπη για την αλησμόνητη πατρίδα που άφησαν κάποτε, εξαναγκασμένοι, οι πρόγονοί του, δεν μπορεί να αποφύγει την ταύτιση με τους ήρωες του βιβλίου.  Όχι μόνο οι καταγόμενοι από την Ανατολική Θράκη, αλλά και Πόντιοι και Μικρασιάτες μου εξέφρασαν τη συγκίνηση που ένιωσαν διαβάζοντας το βιβλίο. Ακόμα και άνθρωποι που δεν έχουν ακούσματα για ξεριζωμό από τους γονείς τους, μου εξομολογήθηκαν ότι είχαν στιγμές συγκίνησης διαβάζοντας τα «διαμάντια». Η ενσυναίσθηση λειτουργεί πάντα, ακόμα κι αν δεν υπάρχει το βίωμα. 

 

Τι είναι αυτό που προκάλεσε ενδιαφέρον αναγνωστών σας; Ποιο σημείο του βιβλίου χαρακτηρίστηκε “δυνατό” από άτομα που συζητήσατε μαζί τους;

Πολλοί  μου ανέφεραν, ως δυνατό συγκινησιακά σημείο, την συνάντηση της εγγονής Δόμνας με τη γιαγιά Χιλμιγιέ. Το μοιραίο, ο τρόπος που πραγματώθηκε αυτή η συνάντηση ήταν το ερέθισμα για το συναίσθημα που αναδύθηκε σ’ αυτούς τους αναγνώστες.  Δύο, τρεις σχολίασαν τον  εξαναγκασμό σε αλλαγή σπιτιού στις Σαράντα Εκκλησιές με αποτέλεσμα τον αποχωρισμό των φιλενάδων.  Κάποιοι  τη συνάντηση  του Χάμπου με τον αδερφό του. Εδώ, μερικοί μου ανέφεραν όλο το κεφάλαιο, με την πορεία προς την  προσφυγιά και το σμίξιμο  του Γιώρκα με τον  Χάμπο, όταν αυτός αναγνώρισε τη φωνή του αδερφού του που τραγουδούσε ένα τραγούδι της ιδιαίτερης πατρίδας τους. Ίσως το ξαφνικό, αυτό που δεν ελπίζει κάποιος να συμβεί, αλλά, σαν θαύμα γίνεται, να λειτούργησε συγκινησιακά.  Άλλοι στάθηκαν στην  προσφυγιά και στο άδικο που βίωσαν οι ήρωες του βιβλίου. Μια κυρία μου ανέφερε ότι  το κεφάλαιο  του αρραβώνα της Σουλτάνας της έφερε  συγκίνηση, καθώς της θύμισε αφηγήσεις της μητέρας της  για τις συνήθειες και τα προξενιά όπως γίνονταν παλιά. Οι περισσότεροι μου ανέφεραν κάποια έντονη συγκινησιακά στιγμή κατά την ανάγνωση, καθώς βρήκαν στις σελίδες του βιβλίου  κάτι οικείο. είτε αφηγήσεις, είτε  βιώματα που οδηγούν σε  συναισθηματική φόρτιση. 

 

Ποια μπορεί να είναι κάποια από τα συναισθήματα που μπορείτε να μοιραστείτε μαζί μας, κατά τη διάρκεια συγγραφής ενός βιβλίου;

Το να γράφει κανείς είναι ανακουφιστικό, εξαγνιστικό, θα έλεγα. Ο συγγραφέας, καταθέτει την ψυχή του, περιγράφει συναισθήματα και καταστάσεις και σε μεγάλο βαθμό, ξαλαφρώνει. Η ποικιλία των χαρακτήρων του, του δίνει τη δυνατότητα να διερευνήσει τον δικό του ψυχικό κόσμο, να κατανοήσει καταστάσεις και συναισθήματα.  Σκιαγραφώντας τους χαρακτήρες, ο συγγραφέας, αντιλαμβάνεται διαφορετικά κάθε συναίσθημα, ανάλογα με τον χαρακτήρα  που περιγράφεται ότι βιώνει το συγκεκριμένο συναίσθημα.  Οι ήρωες της ιστορίας μπορεί να είναι άλλος ευαίσθητος, άλλος σκληρός, άλλος κυνικός κλπ. 

Ο συγγραφέας προσπαθεί να φανταστεί πως θα ένιωθε  ο χαρακτήρας τη συγκεκριμένη στιγμή και  το καταγράφει. Στην προσπάθειά του να αποτυπώσει σωστά τον κάθε χαρακτήρα οδηγείται, αν βεβαίως το θέλει, στην κατανόηση.  Βιώνει τις καταστάσεις και τις μεταφέρει καταθέτοντας την αλήθεια του. Όλες οι αισθήσεις συμμετέχουν. Βλέπει  ό,τι  βλέπουν  οι ήρωές του, μυρίζει τις μυρωδιές, ακούει τους ήχους, νιώθει  ό,τι νιώθουν.   Η ιστορία που αφηγείται του δίνει τη δυνατότητα να ζυμώσει χαρακτήρες, να νιώσει πράγματα και να βγάλει από μέσα του ότι τον βαραίνει.  Αντιλαμβάνεται δε την αφήγηση της ιστορίας του σαν μέρος της πραγματικότητάς του. Δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά. Αν δεν «ζήσεις» κάτι, δεν μπορείς να το μεταφέρεις αληθινά.  Όποιο συναίσθημα βγάζει το κείμενο, το έχει βιώσει προηγουμένως ο συγγραφέας. Αυτά που αναφέρω, βέβαια, είναι προσωπικές απόψεις. Εν κατακλείδι, μιλώντας πάντα για τον εαυτό μου, η συγγραφή με έκανε καλύτερο άνθρωπο.

Υπάρχουν διαφορετικά συναισθήματα όταν γράφατε “Τα διαμάντια της Δόμνας”, τα οποία μιλούν για τις ξε- χα(σ)μένες πατρίδες;

Πιστεύω πως οι χαμένες πατρίδες δεν είναι ξεχασμένες.   Οι πατρίδες είναι αλησμόνητες. Και, σωστά το καταλάβατε,  ένιωθα διαφορετικά,  πιο έντονα τα συναισθήματα. Οι αφηγήσεις των παππούδων μου για την ΠΑΤΡΙΔΑ όπως την έλεγαν, ήταν τόσο ζωντανές και οι περιγραφές τόσο γλαφυρές και ακριβείς, που είναι σαν να έζησα εκείνα τα χρόνια μαζί τους εκεί, στα χωριά τους, με τους ανθρώπους του περιβάλλοντός τους, μέσα  στα σπίτια τους. Η αίσθηση της οριστικής, αμετάκλητης απώλειας, το άδικο και το βίαιο του ξεριζωμού τους, εντυπώθηκαν στην ψυχή μου και κυριαρχούν σαν συναίσθημα όταν ακούω ή διαβάζω για προσφυγιά, οποιουδήποτε, ακόμα και σήμερα. Αυτό που ήθελα να καταθέσω με το βιβλίο «Τα διαμάντια της Δόμνας», είναι η ιστορία  των Ελλήνων της Ανατολικής Θράκης,  με τρόπο εύκολο, ώστε να μπορεί να διαβαστεί κι από μεγάλα παιδιά. Το πως ζούσαν, τη λαχτάρα για την απελευθέρωση και την  ένωση με τη μητέρα Ελλάδα, την ολιγόχρονη χαρά της λευτεριάς  και τέλος,  την οριστική απώλεια. 

Ξεκίνησα να γράφω ένα μεγάλο μυθιστόρημα και, στην πορεία, κατάλαβα ότι αυτό που πραγματικά ήθελα ήταν να μιλήσω για τη Θράκη.  Και ιδιαίτερα για την Ανατολική Θράκη, την πατρίδα που έχασαν αλλά δεν 

ξέχασαν οι γεννήτορες των γονιών μου. Προπαντός, όλα αυτά ήθελα να τα πω σε παιδιά, σε έφηβους. Γι’ αυτό πρόσεξα τη γλώσσα και την έκταση του μυθιστορήματος. Ο χρονικός προσδιορισμός ήταν αναπόφευκτος, αφού δεν θα είχα τίποτα να πω για την Ανατολική Θράκη του σήμερα. Τα ακούσματα  των παιδικών μου χρόνων από τον παππού και τη γιαγιά, μου δημιούργησαν την ανάγκη να καταθέσω την δική τους  αλήθεια. 

Πριν ξεκινήσω να γράφω, για να είμαι συνεπής, διάβασα πολλά βιβλία. Ότι βρήκα στις βιβλιοθήκες της Λάρισας που μένω και αφορούσε το θέμα μου, το δανείστηκα και το διάβασα. Βιβλία με μαρτυρίες προσφύγων από Ανατολική Θράκη,  βιβλία με  ιστορικά γεγονότα της εποχής εκείνης,  ακόμα και για τις εργασίες που γίνονταν  στην περιοχή των Σαράντα Εκκλησιών  στις αρχές του 20ου αιώνα. Πέρα από τη μυθοπλασία, οι πληροφορίες που θα έδινε το βιβλίο που έγραφα έπρεπε να είναι ακριβείς. 

Τίποτα δεν είναι τυχαίο στην ιστορία μου. Τα ονόματα επιλέχτηκαν με προσοχή ώστε να παραπέμπουν σε  θρακιώτες. Η πρωταγωνίστρια Δόμνα, ο παππούς Δημόκριτος και πολλά άλλα ονόματα, θρακιώτικα.  Οι ημερομηνίες για τα ιστορικά γεγονότα,  επίσης, επιλεγμένες με προσοχή. Το ξεκίνημα της αφήγησης της γιαγιάς Δόμνας έγινε  το Πάσχα του 1914 που ονομάζεται ¨Μαύρο Πάσχα¨ αφού τότε ξεκίνησαν οι διωγμοί στην ανατολική Θράκη.   Η απελευθέρωση, η ήττα, όλα, τοποθετημένα στο σωστό χρόνο.  

 Έτσι, με πολλή εργασία, έντονα συναισθήματα και πολλή αγάπη, προέκυψε το βιβλίο «Τα διαμάντια της Δόμνας» 

 

 

Η Ξυλαγανή του σήμερα πόσο μας επιτρέπει να έχουμε μνήμες από τις παλιές πατρίδες και πόσο επιτρέπει σε ανθρώπους που κατάγονται από την Ξυλαγανή αλλά δεν μένουν πλέον σ’ αυτή, να βρουν τις δικές τους ρίζες;

Η  Ξυλαγανή του σήμερα, έχει μια πλούσια δραστηριότητα σε πολιτιστικές εκδηλώσεις που  ενισχύουν την παράδοση, επομένως και τις μνήμες από τις παλιές, αλησμόνητες πατρίδες. Υπάρχουν σύλλογοι που με τις  δράσεις τους αναβιώνουν παλιά έθιμα που ήρθαν με τους πρόσφυγες.  Τα παιδιά και οι νέοι συμμετέχοντας στα δρώμενα, διδάσκονται  βιωματικά τα  ήθη και έθιμα της παλιάς πατρίδας. Ο Πολιτιστικός Όμιλος Ξυλαγανής, ο Σύλλογος Γυναικών και ο Σύλλογος Πατεράδων, οργανώνουν εκδρομές στις παλιές πατρίδες, ανταμώματα, συνεργασίες με άλλους συλλόγους  και χορευτικά συγκροτήματα και διατηρούν τη λαϊκή παράδοση, όσο είναι δυνατόν, αναλλοίωτη. 

Για εμάς τους ξυλαγανιώτες που ζούμε μακριά υπάρχουν δυο σημαντικοί άξονες επικοινωνίας με τις ρίζες μας. Το ετήσιο αντάμωμα που γίνεται κάθε δεκαπενταύγουστο και  οι διαδικτυακές ενημερώσεις μέσα από τις ιστοσελίδες:  «Ξυλαγανή Παλιά και Νέα»,   «Republic of Xilagani»,  «Σύλλογος Πατεράδων», που  αναρτούν  υλικό από τις εκδηλώσεις τους και μας κρατούν κοντά στην παράδοση του χωριού μας. Ακόμα, όταν κάποιος ξυλαγανιώτης  επιστρέφει για λίγο στο χωριό, έχει τη δυνατότητα να επισκεφτεί το λαογραφικό μουσείο όπου βρίσκει  άπειρα  ίχνη στα μονοπάτια που τον οδηγούν στις ρίζες του. 

Σας προτείνω να το επισκεφτείτε, αξίζει τον κόπο!!!!

Η Ευδοκία Ποιμενίδου – Χατζηδημητρίου γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Ξυλαγανή του νομού Ροδόπης. Σπούδασε Νηπιαγωγός και εργάστηκε σε νηπιαγωγεία σε πολλά μέρη της Ελλάδας.

Έχει βραβευτεί για παραμύθια της και για το βιβλίο της «Ένα μπουκέτο παραμύθια».
Το μυθιστόρημα «Τα διαμάντια της Δόμνας» πήρε εύφημο μνεία από την Γυναικεία Λογοτεχνική Συντροφιά.
Επισκέπτεται σχολεία, όπου την καλούν για αφήγηση λαϊκού παραμυθιού και σε προγράμματα φιλαναγνωσίας.
Συνεργάζεται με τις βιβλιοθήκες της Λάρισας με αφηγήσεις και δράσεις στις λέσχες πολιτισμού κατά την εβδομάδα παιδικής λογοτεχνίας και άλλες δραστηριότητες που έχουν
σχέση με την παιδική λογοτεχνία.
Είναι μέλος της Γυναικείας Λογοτεχνικής Συντροφιάς και του Πολιτιστικού Κέντρου Εκπαιδευτικών Ν. Λάρισας.
Από το 1988 ζει στη Λάρισα