Η μάνα που δάκρυσε όταν το παιδί της πήγε στο στρατό, η μάνα που δάκρυσε όταν το παιδί της έφυγε για να βρει εργασία, η μάνα που δάκρυσε όταν το παιδί της, δεν έπαψε να είναι παιδί της. . .

 

Μεσημέρι Τρίτης 25ης Φεβρουαρίου 2020. Κατευθύνομαι στο αυτοκίνητό μου. Μπροστά μου σταματάει ένα μηχανάκι.

–  Πέρασες;

–  Πέρασα.

Ο διάλογος μεταξύ δύο νεαρών. Του οδηγού της μοτοσυκλέτας κι ενός νεαρού που βρίσκονταν στο πεζοδρόμιο.

 

Ο μοτοσικλετιστής, διανομέας. Προφανώς εργάζεται σε δύο μαγαζιά, όπως πάρα πολλοί. Ένα το πρωί για τους καφέδες, ένα για το βράδυ, για τα σουβλάκια τις πίτσες.

Ένα παιδί σαν αυτά που έφυγαν από την Ελλάδα για να εργαστούν σε εργοστάσια, σε αμαξοστάσια, όπου αλλού βρήκαν δουλειά, με σταθερό μισθό, ασφάλεια, σιγουριά. Όπου αλλού, εκτός Ελλάδας.

Ένας νεαρός,  ο οποίος θα έφευγε σύντομα ίσως, γιατί τα όνειρά του δεν μπορούσαν να πραγματοποιηθούν. Γιατί για να κάνεις οικογένεια, απαιτείται να μην δουλεύεις από το πρωί ως το βράδυ, αλλά που να βρεις μία δουλειά με έναν «οικογενειακό μισθό».

Ένας νεαρός που σε προσπερνάει για να πάει τον καφέ που παρήγγειλε το αφεντικό σου, για να φας την πίτσα σου πριν κρυώσει.

 

Ένας εργαζόμενος Έλληνας, ο οποίος ευτυχώς δεν θα δει τη μάνα του να κλαίει γιατί φεύγει.

Ένας νέος ο οποίος ελπίζει να πάνε όλα καλά και να εργαστεί ως συνοριοφύλακας.

 

Ξέρω, πολλοί δεν συμφωνούν με το θεσμό των συνοριακών φυλάκων.

Πολλοί θεωρούν ότι η ανάπτυξη δεν έρχεται με όργανα. Είμαι κι εγώ μ’ αυτή την άποψη.

Πες το όμως και στη μάνα που δάκρυσε όταν έφυγε  το παιδί της, πες το και στη μάνα που κλαίει γιατί της λείπει το παιδί της, πες το και στο παιδί σου όταν έρθει η ώρα.

 

Ξέρεις στον Έβρο, δεν φέρνουν εργοστάσια. Πίσω από την προσωρινή και πραγματική χαρά της παραμονής κάποιων νέων στον τόπο, δεν πρέπει να το ξεχνάμε ποτέ αυτό. Ο Έβρος δεν θωρακίζεται με ψεύτικη ανάπτυξη.

Ας χαρούν λοιπόν περιορισμένα κι όσοι αύριο θα δηλώσουν «τα καταφέραμε, μένουν τα παιδιά μας στον τόπο μας».

Δεν τα καταφέρατε αγαπητοί εκπρόσωποι, «νεοεκλεγέντες» και «παλαιοεκλεγέντες».

Αποτύχατε και μάλιστα παταγωδώς. Και τώρα, και στο παρελθόν.

 

Γιάννης Τομαδάκης