Του Ιωάννη Α. Σαρσάκη (Καστροπολίτη)
Ασχολούμενος τα τελευταία χρόνια με την ιστορία και τον πολιτισμό του Διδυμοτείχου, είχα την ευκαιρία να ερευνήσω και να γνωρίσω (προσωπικά αλλά και μέσα από τα έργα τους), πολλούς λογοτέχνες και ποιητές του τόπου μας, όπως τους : Βασίλειο Σιναπίδη, Αυγερινό Μαυριώτη, Σωτήρη Χατζηπεντίδη, Ιάσων Ιωαννίδη, Τίτο Μανάκα, Θανάση Τσιμάκη, Δήμητρα Σκαρλάτου και Ευάγγελο Κωτσίου. Το 2015, το 2016 και το 2017 ως Καστροπολίτες, με την πολύτιμη συνδρομή του Θρακιώτη φιλολόγου, ποιητή και συγγραφέα κ. Θανάση Μουσόπουλου, καθώς και σε συνεργασία με τα δύο ωδεία της πόλης μας ¨Θρακία Μούσα¨ και ¨Ωδείο Βορείου Έβρου Καρπίδα¨, πραγματοποιήσαμε ποιητικές βραδιές, όπου αναδείξαμε τα πρόσωπα αυτά και καταφέραμε σε καιρούς νεοελληνικής παραζάλης, με ελάχιστο έως καθόλου λογοτεχνικό αποτύπωμα, να υπενθυμίσουμε στους παλαιότερους και να γνωστοποιήσουμε στους νεώτερους, ότι στο Διδυμότειχο δεν ¨βλάστησαν, άνθησαν και καρποφόρησαν¨ μονάχα : η ιστορία, οι θρύλοι, τα αρχαιολογικά μνημεία, οι ιστορικές προσωπικότητες και η φυσική ομορφιά, αλλά και ικανότατοι λογοτέχνες με πανελλήνια και διεθνή αναγνώριση.
Ένας από αυτούς, που γεύτηκε την αναγνώριση εντός και εκτός συνόρων, ήταν ο βραβευμένος ευπατρίδης Διδυμοτειχίτης λογοτέχνης, αλλά και ζωγράφος Βασίλειος Σιναπίδης. Χρησιμοποιώ παρατατικό και αναφέρω ήταν, διότι στις 13 Φεβρουαρίου του 2018, ο Βασίλης Σιναπίδης ¨εξεμέτρησε το ζειν¨ σε ηλικία 96 ετών στην Αθήνα. Έτσι δίκην μνημοσύνου συνέλεξα όσα στοιχεία και βιβλιογραφία μπόρεσα, με σκοπό να αναδείξω το πλούσιο συγγραφικό του έργο, την αγάπη του για το Διδυμότειχο, καθώς βεβαίως την φιλοπατρία του και τις απόψεις του για τον ελληνισμό του σήμερα.
σιναπίδης Ο Βασίλειος Σιναπίδης γεννήθηκε στο Διδυμότειχο το 1922, ήταν το πρώτο από τα πέντε παιδιά του Σωτηρίου και της Ελένης Σιναπίδη. Τελείωσε αριστούχος το Δημοτικό και το Γυμνάσιο στην γενέτειρά του, και παράλληλα ασχολήθηκε με τον προσκοπισμό. Μόλις ανδρώθηκε βίωσε την γερμανική κατοχή (1941-1944), στα δύσκολα χρόνια της οποίας, διετέλεσε υπάλληλος της Νομαρχίας Έβρου με έδρα το Διδυμότειχο (από το χωριό Άνθια έως το Ορμένιο, ο Έβρος τελούσε υπό γερμανική κατοχή, ήταν η λεγόμενη ¨Ελεύθερη ζώνη¨, ενώ η υπόλοιπη Θράκη στέναζε κάτω από άλλο ζυγό, τον Βουλγαρικό).
Στον πρόλογο του Περιοδικού ¨Θρακικός Οιωνός¨ με θέμα «Εικόνες από το παλιό Διδυμότειχο και τον Έβρο», που περιλαμβάνει κείμενα του καλού του φίλου, συμμαθητή και συναγωνιστή στην κατοχική Νομαρχία Έβρου Στρατή Τσιρταβή, ο Βασίλης Σιναπίδης αναφέρει μεταξύ άλλων τα εξής : «Συνυπηρετήσαμε τότε, στα δίσεκτα εκείνα χρόνια επί κατοχής, στην αρχή με Νομάρχη τον εθνομάρτυρα Ιωάννη Φραγκούλη από την Λευκάδα, έναν ανεκτίμητο άνθρωπο με πλατειά μόρφωση, με τεράστια μνήμη και με μεγάλο ηθικό ανάστημα, πρώην γενικό επιθεωρητή πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης στην Κομοτηνή, συγγραφέα και γλωσσομαθή. Μετά τη δολοφονία του συνυπηρετήσαμε εν συνεχεία και πάλι με Νομάρχη τώρα τον Σταύρο Ευταξία, εκλεκτό Αθηναίο δημοσιογράφο, που διέφυγε στη Μέση Ανατολή για να μη συλληφθεί απ΄ τους Γερμανούς, λόγω εθνικής δράσης, και τέλος με τον Σαρανταεκκλησιώτη, από την ανατολική Θράκη, διακεκριμένο δικηγόρο της Θεσσαλονίκης και γαλλομαθή, τον αείμνηστο Γεώργιο Φλωρίδη. Φυλάξαμε τότε εμείς οι ντόπιοι Εβρίτες, μαζί με τους ξένους δημοσίους υπαλλήλους, δασκάλους και καθηγητές, με τη δουλεία μας και με την αντιστασιακή μας δράση – γιατί πολλοί επιβουλεύονταν την ανεξαρτησία μας – αξιοζήλευτες και ιστορικές Θερμοπύλες, που δεν ιστορήθηκαν όσο άξιζε».
Μετά την απελευθέρωση ο ποιητής μας, σπούδασε ελληνική φιλολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης, όπου (όπως αναφέρει ο Γεώργιος Βαλέτας) : «είχε την ευκαιρία να γνωρίσει το λόγο και τη σκέψη μεγάλων επιστημόνων, όπως ο Τριανταφυλλίδης, ο Δελμούζος, ο Κακριδής, ο Σιγάλας, ο Αποστολάκης κλπ και ιδίως των δύο κορυφαίων της Θράκης διαφωτιστών και ερευνητών του λαού Κων/νου Ρωμαίου και Στίλπωνα Κυριακίδη, κατόρθωσε να πλησιάσει βαθύτερα την ορφική λαϊκή θρακική παράδοση και να αντλήσει από τα βάθη της τα πιο γόνιμα στοιχεία της ποίησής του, που είναι ο λόγος, η πνοή και η τέχνη».
Το 1945 αναγκάστηκε να διακόψει τις σπουδές του, για να υπηρετήσει την πατρίδα ως έφεδρος αξιωματικός στα πέτρινα χρόνια του εμφυλίου πολέμου. Ο ποιητής μας, βίωσε το δράμα του αδελφοκτόνου πολέμου, μέσα στον ¨Καπνό και στο Αίμα¨ όπως αργότερα τιτλοφορεί ένα ανέκδοτο έργο του, που αποτελείται από πεζά και στίχους. Το 1950 απολύθηκε από τον στρατό, και πριν λάβει το πτυχίο του φιλολόγου, διορίστηκε τραπεζικός υπάλληλος στην Εθνική Τράπεζα. Κατόπιν πήρε το πτυχίο και ασχολήθηκε με την εκμάθηση ξένων γλωσσών. Μιλούσε τέσσερις ξένες γλώσσες (αγγλικά, γερμανικά, γαλλικά και τουρκικά) γεγονός που μαζί με την πανεπιστημιακή του μόρφωση, τον καθιέρωσαν ως ανώτατο τραπεζικό υπάλληλο.
Στα 1954 νυμφεύθηκε την Αγαθή Σφυροπούλου από τον Θεολόγο Χαλκίδας και απέκτησε μαζί της δύο παιδιά τον Σωτήρη και τον Δημήτρη. Μέχρι το 1963 διέμενε στην Χαλκίδα και από το 1963 και μετά μετακόμισε με την οικογένειά του και έζησε μέχρι τον θάνατό του στην Αθήνα. Η σύζυγός του απεβίωσε το 1997 γεγονός που θυμάται με πολύ πόνο και θλίψη, όπως το αποτυπώνει ο ίδιος στον πρόλογο που παραθέσαμε ανωτέρω : «Εκείνο όμως το πράγμα που ανέβασε στα μάτια μου και τοποθέτησε βαθιά μέσα στην καρδιά μου τον αγαπητό φίλο μου Στράτο, ήταν η απαράμιλλη στάση του και η ανυπόκριτη συμπαράστασή του στις πιο δύσκολες και οδυνηρές ίσως στιγμές της ζωής μου. Όταν η αξέχαστη σύντροφός της ζωής μου χαροπάλευε σε Νοσοκομείο των Αθηνών, κι όταν τα ¨Οίκοι τέλη¨ έλεγαν πως δεν με γνωρίζουν, με τα λόγια ¨Ποιος είναι αυτός ;¨ και τοιαύτα, κατά το διάστημα της συνεργασίας μου σε κάποιες εφημερίδες του Νομού Έβρου, με άρθρα μου και στίχους, αυτός ύψωσε τη φωνή του – πράγμα που λίγοι το κάμνουν – και με υπερασπίσθηκε σθεναρά, λέγοντας καθαρά και ξάστερα ¨Ποιος είμαι¨. Και προβάλλοντας το έργο μου με άρθρα και με αγγελίες. Προσέφερε δηλαδή εκείνο το περίφημο, το Καβαφικό : ¨Ούτος Εκείνος¨».
Ουδείς προφήτης στον τόπο του, έτσι και ο Βασίλης Σιναπίδης, ο οποίος λόγω επαγγέλματος και οικογενειακών υποχρεώσεων αναγκάστηκε να ζει μακριά από την ιδιαίτερη πατρίδα του το Διδυμότειχο. Γεγονός βεβαίως, που μπορεί να λειτουργήσει και θετικά, καθώς στην Αθήνα όπου έζησε, είχε και μεγαλύτερες ευκαιρίες να αναδείξει το ταλέντο του. Και αν για κάποια εποχή στον τοπικό τύπο του Έβρου αναρωτιόταν ¨ποιος είναι αυτός¨ στον Αθηναϊκό τύπο δημοσίευαν κείμενα και στίχους του, από την αξιόλογη λογοτεχνική του παραγωγή.

Τα έργα που μας άφησε ο Βασίλης Σιναπίδης εκδιδόμενα και ανέκδοτα είναι τα παρακάτω :
1. ΦΥΛΕΤΙΚΗ ΚΑΤΑΓΩΓΗ, ΗΘΗ ΚΑΙ ΕΘΙΜΑ ΤΩΝ ΚΑΤΣΙΒΕΛΛΩΝ ΔΙΔΥΜΟΤΕΙΧΟΥ – ΘΡΑΚΗΣ (λαογραφική μελέτη), ανάτυπο απ΄ τον 18ο τόμο του «αρχείου του λαογραφικού και γλωσσικού θησαυρού» Έκδοση, Αθήνα 1953.
2. ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ (επικολυρικό ποίημα), χρυσό μετάλλιο και κύπελλο της ACADEMIE INTERNATIONALE DE LUTECE, PARIS, FRANCE, 1972. Α΄ έκδοση Χαλκίδα 1957.
3. ΘΕΩ Η ΜΑΜΩΝΑ ποιητική τριλογία (θεατρικό έργο) Πρώτος Πανελλήνιος έπαινος.
4. ΑΠΟΣΤΑΓΜΑ ΣΤΙΧΩΝ συλλογή με τα πιο διαλεχτά του ποιήματα (ανέκδοτο).
5. ΚΑΠΝΟΣ ΚΑΙ ΑΙΜΑ το δράμα του συμμοριτοπολέμου – πεζά και στίχοι γραμμένοι μεσ΄ στη φωτιά και στο αίμα (ανέκδοτο).
6. ΜΟΥΣΑΙΣ ΧΑΡΙΣΙ ΘΥΕ φοιτητικό μυθιστόρημα (θεατρικό έργο) των ετών 1945-47 (ανέκδοτο).
7. ΘΡΑΚΙΩΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ηθογραφικά διηγήματα Αθήνα 1992.
8. ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ 1943-1986 Εκδόσεις Πηγής Αθήνα 1987.

Για την παράθεση των έργων του Βασίλη Σιναπίδη, όπως και για τα βιογραφικά του στοιχεία, με βοήθησε ο υιός του Δημήτριος Σιναπίδης, ο οποίος ασκεί το επάγγελμα του ιατρού στην Αθήνα. Βέβαια, πάντα υπάρχει ο κίνδυνος να μη συμπεριέλαβα κάποια, καθώς πολλά από τα έργα του δημοσιεύθηκαν σε εφημερίδες και περιοδικά, πληροφορία που την αναφέρει και ο ίδιος ο ποιητής, στον πρόλογο της δεύτερης έκδοσης του έργου του ¨Το Τραγούδι της Κύπρου¨ : «παρουσίασα ποιήματα και διηγήματα στις εφημερίδες και στα περιοδικά των επαρχιών και της Αθήνας, σύμφωνα πάντα με την Ελληνική εθνική παράδοση, που χάραξα με το «Το Τραγούδι της Κύπρου», που δεν θ΄ αργήσουν να εκδοθούν, για να τάχουν σαν παράδειγμα οι νεώτεροι στη λογοτεχνική και κοινωνική μας πορεία».
Ένα από τα περιοδικά που αρθρογραφούσε ο Σιναπίδης είναι «ΤΟ ΔΙΔΥΜΟΤΕΙΧΟ (Ιστορία – Λαογραφία – Λογοτεχνία)» το οποίο εκδιδόταν στην Αθήνα την δεκαετία του 1970, από τον Πολιτιστικό Σύλλογο Διδυμοτείχου και Περιφερείας, του οποίου διετέλεσε και Πρόεδρος. Μέσω του περιοδικού αυτού διακρίνουμε τη νοσταλγία και την αγάπη των Διδυμοτειχιτών λογοτεχνών για την ιδιαίτερη πατρίδα τους, που η μοίρα έφερε τα πράγματα, έτσι ώστε να ζήσουν μακριά από αυτήν.
Η αγάπη του Βασίλη Σιναπίδη για το Διδυμότειχο και την Θράκη, είναι εμφανής μέσα από τα έργα του, ο μεγάλος φιλόλογος και λογοτέχνης Γεώργιος Βαλέτας αναφέρει τα εξής : «ο Βασίλης Σιναπίδης, όπως καταφαίνεται από την σκέψη και από την ποίησή του, παρουσιάζεται βαθύτατα συνδεδεμένος με τη θρακική παράδοση και συνεχιστής του έργου του μεγάλου επιστήμονα της Θράκης, θείου του, Γιάννη Γιαννόπουλου». Σ’ ένα άλλο σημείο αναφέρει και το ποιος ήταν αυτός που τον στήριξε στα πρώτα του λογοτεχνικά και όχι μόνο βήματα : «Ειδικότερα διαπιστώνουμε ότι και το Διδυμότειχο, η πατρίδα του Σιναπίδη, έχει τη δική του εκπαιδευτική και φιλολογική παράδοση, δεδομένου ότι μέσα από αυτήν ξεκίνησε ένας δυναμικότατος επιστήμονας, που έγραψε σημαντικότατα επιστημονικά έργα στον τομέα της ηλεκτρολογίας και ραδιοφωνίας και αυτά τα έργα τα παρουσίασε στη δημοτική μας γλώσσα, ανοίγοντας το δρόμο στους νεότερους συνεχιστές του. Πρόκειται για τον ρηξικέλευθο επιστήμονα Γιάννη Γιαννόπουλο, θείο πανσέβαστο του συγγραφέα (Βασίλη Σιναπίδη) του ανά χείρας τόμου, στον οποίο τα ¨Αιολικά Γράμματα¨ αφιέρωσαν πρόσφατα ένα τιμητικό αφιέρωμα, στην επιδίωξή τους να κάνουν γνωστότερη τη μορφή και το έργο του. Απ΄ αυτόν ο Βασίλης Σιναπίδης ξεκίνησε με ολότελα δικά του εφόδια και υπερπηδώντας πολύμορφα εμπόδια στην πορεία του προς τις κορυφές της επιστήμης και της τέχνης, κατόρθωσε να δώσει έργο αξιόλογο και αξιοτίμητο, που έχει αναγνωριστεί όχι μόνο από την ελληνική αλλά και από την ξένη κριτική».
Όσον αφορά το ενδιαφέρον του Σιναπίδη για το Διδυμότειχο και την ψυχική σχέση που τον έδενε με την γενέτειρά του, παραθέτω κάποια ενδεικτικά αποσπάσματα από το κείμενο του ¨Το πελασγικό Διδυμότειχο – θρύλος και πραγματικότητα¨ : «Εμείς όμως σαν ντόπιοι που γεννηθήκαμε εκεί (στο Διδυμότειχο), κι από παιδιά περιπλανηθήκαμε κι ονειρευτήκαμε μεσ΄ τις σπηλιές, στους πύργους και στα τείχη, κοιμισμένες βασιλοπούλες και μαρμαρωμένα βασιλόπουλα, θα διηγηθούμε μερικά πράγματα, που ίσως φανούν παράξενα, θρυλικά κι απίστευτα, που δεν αποκλείεται όμως μια μέρα ν΄ αποδειχτούν αληθινά. Όταν ήμουν μικρό παιδί, έβλεπα συχνά στα όνειρά μου πάντα την ίδια εικόνα, νάρχεται και να ξανάρχεται στον ύπνο μου. Έβλεπα σεβάσμιους γέροντες με λευκούς αρχαϊκούς χιτώνες κι άσπρα μεγάλα γένια μέσα στις σπηλιές του Καλέ, να διδάσκουν εμάς τους νεώτερους. Επίσης έβλεπα στον ύπνο μου, πως τάχα έμπαινα σε μια σπηλιά γεμάτη σταλαχτίτες, κοντά στο Πεντάζωνο δίπλα στην Αγία Μαρίνα, κι αντίκριζα ένα εσωτερικό ναό με βυζαντινές τοιχογραφίες και ψηφιδωτά. Αυτά κι άλλα πολλά γίνονται και λέγονται στην όμορφη και ιστορική πόλη του Διδυμοτείχου, που καθώς φαίνεται πολύ σύντομα θα γίνει μαζί με τη Σαντορίνη (την υποτιθέμενη Ατλαντίδα) το επίκεντρο του αρχαιολογικού και περιηγητικού ενδιαφέροντος, σαν ένα από τα σπουδαιότερα κέντρα του Πελασγικού νεολιθικού πολιτισμού. Και μια ακόμα ενδιαφέρουσα πληροφορία. Κοντά στο Κουφόβουνο, ένα χωριό του Διδυμοτείχου, υπάρχει ένα μεγάλο και απέραντο σπήλαιο, γεμάτο σταλαχτίτες, εφάμιλλο ίσως με το σπήλαιο των Ιωαννίνων, που περιμένει το κρατικό ενδιαφέρον και την κρατική στοργή για να αξιοποιηθεί, καθώς του αξίζει». Ολόκληρο το κείμενο είχε δημοσιευθεί στην εφημερίδα Βραδυνή στην φιλολογική στήλη, τον Νοέμβριο του 1973 και ξαναδημοσιεύθηκε στο περιοδικό ΤΟ ΔΙΔΥΜΟΤΕΙΧΟ (Ιστορία – Λαογραφία – Λογοτεχνία), το 1978. Στην δεύτερη δημοσίευση, ο ποιητής μας, αναφέρει και τον λόγο που ωθήθηκε στο να συγγράψει το υπόψη κείμενο : «Το έγραψα ύστερα από μιαν επίσκεψη στη γενέτειρά μου το φθινόπωρο του χρόνου κείνου, απ΄ τη μια μεριά γιατί ένοιωθα μια εσωτερική ανάγκη να εκφράσω τη συγκίνηση και τα συναισθήματα, που με πλημμύριζαν, ύστερα από πολλά χρόνια απουσίας, κι απ΄ την άλλη γιατί με παρότρυναν συγγενείς και φίλοι, να προβάλω τον τόπο μας και να κινήσω το ενδιαφέρον του τουρισμού, πετυχαίνοντας και μια μεγαλύτερη στοργή και μέριμνα».
Σε ένα άλλο κείμενο του, περιγράφει το Διδυμότειχο ως : «ένα πολυπληθυσμιακό ευλογημένο Κάστρο, όπου άκουγες λογής – λογής γλώσσες και διαλέχτους, σα να βρισκόσουνα σε μια σημερινή μεγαλούπολη. Έλληνες, Τούρκοι, Αρμένηδες, Εβραίοι (ισπανόφωνοι), κι όσους άλλους βάλει ο νους σου. Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς ; μόνο η Βαβυλωνία και η Ταρσός της Κιλικίας, η πατρίδα του Αποστόλου των Εθνών, θα μπορούσαν να συγκριθούν μαζί του, για να αναφερθώ αποκλειστικά σε πόλεις της αρχαιότητας».
Απ΄ όσα παραθέσαμε παραπάνω δεν καταδεικνύεται μόνο η αγάπη του Σιναπίδη για την γενέτειρά του, αλλά και η πεποίθησή του, ότι το Διδυμότειχο ανήκει ανάμεσα στις πιο ιστορικές και με μνημειακό πλούτο πόλεις της Ελλάδος, τονίζοντας και την αναγκαιότητα της κρατικής υποστήριξης για να καταστεί ένας από τους σημαντικότερους τουριστικούς προορισμούς της πατρίδας μας.
Η καρδιά του ποιητή μας όμως δεν φλεγόταν μόνο με αγάπη προς την ιδιαίτερη πατρίδα του, τα φτερά της αγκάλιαζαν όλον τον Ελληνισμό. Το γεγονός αυτό αποδεικνύεται από το επικολυρικό ποίημα που συνέγραψε το 1957 με τίτλο ¨Το Τραγούδι της Κύπρου¨, εμπνεόμενος από τον απελευθερωτικό αγώνα των Κυπρίων Αγωνιστών της ΕΟΚΑ, κατά των Βρετανών αποικιοκρατών. Το Τραγούδι της Κύπρου κυκλοφόρησε σε δύο εκδόσεις, το 1957 και το 1973. Ο Γεώργιος Βαλέτας αναφέρει σχετικώς : «Η αξιόλογη αυτή ποιητική σύνθεση του Βασίλη Σιναπίδη που εξυμνεί την Κύπρο στην πολυσύνθετη ιστορική της πορεία με όλες τις παραδοσιακές της αξίες και δημιουργεί γύρω της ένα νέο φάσμα αξιολογικής ακτινοβολίας, έχει προκαλέσει την αναγνώριση όχι μόνο της ελληνικής αλλά και της ξένης κριτικής και βραβεύτηκε με το χρυσό μετάλλιο και κύπελλο της διεθνούς Ακαδημίας Γραμμάτων και Τεχνών «LUTE’ CE» του Παρισιού, που ετίμησε τον Έλληνα ποιητή για την προσφορά του στην ποιητική δημιουργία».
Ο Διδυμοτειχίτης Βασίλης Σιναπίδης έλαβε αυτήν την ιδιαίτερα τιμητική διεθνή διάκριση στον 4ο μεγάλο διαγωνισμό του 1972. Οπότε δικαιωματικά κατατάσσεται μεταξύ των μεγάλων ελλήνων λογοτεχνών των δεκαετιών του 50, του 60 και του 70, οι οποίοι κράτησαν πολύ ψηλά την σημαία της νεοελληνικής λογοτεχνίας.
Την δεύτερη έκδοση του «Τραγουδιού της Κύπρου», προλόγισε, πέραν του δημιουργού, και ο Γάλλος νεοελληνιστής, λογοτέχνης και κριτικός Gaston Henry Aufrère (Γκαστόν Ανρύ Ωφρέρ), ο οποίος εξαίρει τον πανανθρώπινο χαρακτήρα της ποίησης του Σιναπίδη, αναφέροντας : «αν η συλλογή του, αληθινά, είναι πρώτα – πρώτα ένας ύμνος στο ελληνικό πνεύμα, είναι άλλο τόσο – και τούτο είναι πολύ σπουδαιότερο – ένας ύμνος στον πολιτισμό εκείνο του ωραίου και του αγνού, του αγαθού και του αληθινού, στο δικό μας μεσογειακό πολιτισμό, που έδωσε το φως σ΄ ολάκερο τον κόσμο. Όπως ο Ησίοδος μέσα στη ¨ΘΕΟΓΟΝΙΑ¨ του, έτσι και ο Βασίλης Σιναπίδης αγωνίζεται για μια παγκόσμια τάξη δικαιοσύνης και ειρήνης ενάντια σ΄ ένα κόσμο αδικίας και καταστροφής. Σε τελευταία ανάλυση τούτο είναι το μεγάλο και βαθύ μήνυμα του βιβλίου του – ένας αγώνας του φωτός ενάντια στο σκοτάδι, του δίκιου ενάντια στη βία, του πνεύματος και της καρδιάς ενάντια στην ψυχρή ύλη, της αγάπης ενάντια στο μίσος, της καθαρής αλήθειας ενάντια στη σκοτεινή άρνηση».
Είναι σημαντικό να αναφέρουμε ότι, ο εκλεκτός Γάλλος ποιητής και Ελληνιστής Gaston Henry Aufrère, μετέφρασε το ¨Το Τραγούδι της Κύπρου¨ στα γαλλικά και μίλησε για τον Βασίλη Σιναπίδη σε διαλέξεις και συνεντεύξεις στο ραδιόφωνο και στην τηλεόραση, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Επίσης θα πρέπει να αναφέρουμε ότι, ολόκληρο το πρώτο κεφάλαιο του υπόψη έργου με τίτλο ¨Αφροδίτης επιφάνια¨ δημοσιεύθηκε στον Εθνικό Κήρυκα της Ν. Υόρκης (National Herald).
Ο Θανάσης Μουσόπουλος (φιλόλογος, ποιητής και συγγραφέας) από την Ξάνθη, ως κεντρικός ομιλητής στην ποιητική βραδιά που διοργάνωσε ο Ιστορικός και Πολιτιστικός Σύλλογος Διδυμοτείχου «Καστροπολίτες – Γνώση και Δράση», με θέμα Διδυμότειχο : Γη του Κάλλους της Ιστορίας και του Πολιτισμού, αναφέρει για το επικολυρικό ποίημα και τον δημιουργό του τα εξής : «Η Ιστορία και το Δράμα της Κύπρου, μια ανοιχτή πληγή. Κύπρος και Θράκη αντάμα στην ποίηση του Σιναπίδη. Ένα μεγάλο εποικολυρικό ποίημα που επιβεβαιώνει ότι ο ποιητής αγωνίζεται για μια παγκόσμια τάξη δικαιοσύνης και ειρήνης ενάντια σ’ ένα κόσμο αδικίας και καταστροφής».
Ο Σιναπίδης απέστειλε το σπουδαίο αυτό έργο του στον Αρχιεπίσκοπο και μετέπειτα Πρόεδρο της Κύπρου Μακάριο Γ΄, ο οποίος στις 29 Απριλίου του 1958, του διαβίβασε την ακόλουθη συγχαρητήρια επιστολή : «Ελάβομεν το αντίτυπον του βιβλίου σας ¨Το Τραγούδι της Κύπρου¨, το οποίον είχετε την ευγενή καλωσύνην να αποστείλητε ημίν και θερμώς ευχαριστούμεν. Είσθε άξιος ιδιαιτέρων συγχαρητηρίων δια την βαθείαν πατριωτικήν έμπνευσιν ήτις χαρακτηρίζει τους στίχους σας και τα υψηλάς ηθικάς ιδέας τας οποίας αναπτύσσετε εις το εν λόγω βιβλίον σας. Συγχαίροντες υμίν επί τούτοις, εππικαλούμεθα εφ’ υμάς πλουσίας παρά θεού ευλογίας, και διατελούμεν. Εν Χριστώ Ευχέτης ¨Ο Κύπρου Μακάριος¨»
Στον πρόλογο της πρώτης έκδοσης, μεταξύ άλλων, ο Σιναπίδης μας φανερώνει τον ενδόμυχο πόθο του, να εκφράσει ποιητικά τα αγνά πατριωτικά του αισθήματα, τα οποία ήταν αδύνατον να συγκρατήσει μέσα στην ψυχή του, και να διατρανώσει μ΄ αυτόν τον τρόπο τον θαυμασμό και την συμπαράστασή του προς τους Ελληνοκύπριους αδελφούς του. Συγκεκριμένα αναφέρει : «Το ¨Τραγούδι της Κύπρου¨ άρχισε να μου το σιγοψιθυρίζει και να μου το σιγοκελαϊδεί μέσα μου, στα μυστικά αυτιά της ψυχής μου, η Θεά του Έρωτα Αφροδίτη, ή κάποια μούσα επική η Καλλιόπη, ή κάποια μούσα λυρική ή Πολύμνια, ή καθεμιά τους χωριστά ή και όλες μαζί, από τότε που ο λαός της Κύπρου άδραξε στα στιβαρά του χέρια το λάβαρο της Επανάστασης ενάντια στους Άγγλους αφέντες του και βασανιστές του, και, με τ΄ άρματα του Λόγου και της Πράξης αρματωμένος, άρχισε να ζητά τη Λευθεριά του».
Όσον αφορά την επιλογή του τίτλου του ποιήματος, μας εξηγεί : «Το όνομα, που έδωσα στο επικολυρικό μου ποίημα, ¨Τραγούδι της Κύπρου¨, θα πουν πολλοί πως δεν αντιπροσωπεύει μήτε το περιεχόμενο ολάκερο, μήτε και το σκοπό του ποιήματος. Θα το πουν και θάχουν ίσως αρκετά δίκιο. Εγώ όμως με το ¨Τραγούδι της Κύπρου¨ δε θέλησα να κάνω μια λογοτεχνική, ποιητική έστω, περιγραφή της μυθολογίας και της ιστορίας της Κύπρου, αλλά παίρνοντας αφορμή κι έμπνευση από τον Κυπριακό αγώνα, θέλησα να γράψω ένα γνήσια Ελληνικό, με την καλή έννοια της λέξης πατριωτικό, ίσως κλασσικό και φιλοσοφικό, μπορεί σε πολλά σημεία του όχι και πολύ πρωτότυπο ως προς την μορφή, όμως μολαταύτα ένα εγερτήριο σάλπισμα στην κοιμισμένη, ναρκωμένη και σκουριασμένη Ελληνική ψυχή». Στην παράγραφο αυτή ο Σιναπίδης, με τον εθνεγερτικό του λόγο, μας θυμίζει τον Ίωνα Δραγούμη (που μιλούσε για μετριότητα, ψοφιοσύνη και αισχρό ύπνο), και τον Κωστή Παλαμά (που αναφερόταν σε χασομέρηδες, αρλεκίνους και ραγιάδες) καθώς και άλλους μεγάλους λογοτέχνες, που τόνιζαν και στηλίτευαν τον νεοελληνικό ραγιαδισμό και την αδιαντροπιά. Και βεβαίως ορθώς πράττει, διότι τα πνευματικά αναστήματα, δεν πρέπει με την πένα τους να χαϊδεύουν αυτιά, αλλά όπως η ¨Σωκρατική μύγα¨, επιβάλλεται να ¨τσιμπάνε¨ τις συνειδήσεις των ανθρώπων και να τονίζουν τα ελαττώματά τους.
Σε ένα άλλο σημείο του προλόγου της πρώτης έκδοσης του 1957, γράφει τα εξής αξιοσημείωτα, διαχρονικά και άκρως επίκαιρα : «Θα πρέπει σαν άτομα και σαν Έθνος να μην είμαστε ευκολόπιστοι, αφελείς κι΄ άκριτα φιλόξενοι στις ξενικές διαβρωτικές επιρροές και επιβουλές. Πρέπει να νοιώσουμε τον εαυτό μας, ν΄ αποχτήσουμε το ¨γνώθι σαυτόν¨, συνείδηση δηλαδή των δυνατοτήτων μας, των προτερημάτων κι΄ ελαττωμάτων μας, που αποτελούν την ειδοποιό διαφορά μας σαν φυλής και σαν έθνος, το φυλετικό χαρακτήρα μας, και να πάψουμε να σπαταλούμε τις δυνάμεις μας σε ξενικές μιμήσεις άκαρπα κι΄ ανώφελα, αλλά να τις πάρουμε και να τις βάλουμε σ΄ ένα κανάλι όλες μαζί τις δυνάμεις, στο κανάλι του καλού και του ωραίου, του σύμμετρου και του αρμονικού, και τα προτερήματα και τα ελαττώματά μας μαζί, όλες τις ζωοποιές και δημιουργικές δυνάμεις μας. Το μεγαλύτερο ελάττωμά μας, η αρρώστια που μας δέρνει και μας απορροφά κάθε ζωτικότητα και κάθε ικμάδα είναι ο πιθηκισμός, η τυφλή μίμηση κάθε ξενόφερτης πολιτιστικής εκδήλωσης. Ο πιθηκισμός αυτός πρωτοφανερώθηκε την εποχή που μόλις ελευθερώθηκε ένα κομμάτι της Ελληνικής γης, κι΄ εξακολουθεί δυστυχώς να μας βασανίζει μέχρι σήμερα».
Παρακάτω συνεχίζει : «Όμως ευτυχώς δεν έλειψαν κι ούτε λείπουν τα καλά σημάδια, οι άριστοι οιωνοί, μερικές φωτεινές αχτίνες μεσ΄ το πηχτό σκοτάδι της αμάθειας και της τυφλής ξενομανίας. Στη λογοτεχνία ειδικά, που πιότερο μας ενδιαφέρει, υπάρχει αρκετή χειραφέτηση. Ο Παλαμάς, πραγματικός δάσκαλος κι΄ οδηγητής στην καθαρά εθνική και πατριωτική ποίηση, ο απαράμιλλος Σολωμός κι΄ ο μεγάλος Ψυχάρης, ο Σικελιανός με τον Καζαντζάκη, κι΄ ο Μυριβήλης με τον Βενέζη, είναι όλοι τους γερά ριζωμένοι μεσ΄ στον Ελληνικό χώρο και στην Ελληνική παράδοση. Που είναι όμως η νέα γενιά ; Που είναι τα νιάτα ; Αυτά μας ενδιαφέρουν. Για την προσφορά τους νοιαζόμαστε. Για την πνευματική και κοινωνική συνεισφορά τους ενδιαφερόμαστε. Αυτά αποτελούν την πνευματική ηγεσία του μέλλοντος. Οι παλιοί περνούν και θα περάσουν. Ποιοι θα τους αντικαταστήσουν ; Το ποίημά μου είναι ένα σάλπισμα στα νιάτα. Ν΄ αφήσουν το λήθαργο που παραλύει τα μέλη τους, ν’ αφήσουν τους άνοστους στίχους του σουρεαλισμού και τη μοντέρνα ποίηση. Δεν έχουμε ανάγκη από δασκάλους κι΄ από ξένα πρότυπα. Ας βυθιστούμε στις δικές μας πηγές, ας ξαναγυρίσουμε στις δικές μας ρίζες. Ας μελετήσουμε τον Όμηρο, τον Ησίοδο, τους τραγικούς μας, τον Παλαμά, το Σικελιανό, τη δημοτική μας ποίηση. Την ουσία ας την πάρουμε απ΄ την Ελληνική ψυχή, την αιώνια Ελληνική ψυχή».
Αυτά και άλλα πολλά, άκρως ενδιαφέροντα και προπαντός επίκαιρα και διαχρονικά, που αγγίζουν βεβαίως και το σήμερα, γράφει ο Βασίλης Σιναπίδης στους δύο προλόγους του (1957 και 1973) για «Το Τραγούδι της Κύπρου», όπου διακρίνουμε τον έντονο προβληματισμό του για την παιδεία, την κοινωνία και την νεολαία. Σήμερα πολλές δεκαετίες από τότε βιώνουμε και αναπαράγουμε τον ¨πιθηκισμό¨, τον οποίο τροφοδοτεί η παιδεία που προσφέρουμε στα παιδιά μας. Μια παιδεία όπου έχουν διαγραφεί οι μεγάλοι λογοτέχνες του γένους (αρχαίοι, βυζαντινοί και νεώτεροι) και αν κάποιοι υπάρχουν, δυστυχώς δεν διδάσκονται σωστά.
Ο Βασίλης Σιναπίδης έχει να παρουσιάσει και άλλες λογοτεχνικές διακρίσεις, αρχής γενομένης από την ποιητική τριλογία ¨Θεώ ή μαμωνά¨, για την οποία έλαβε τον πρώτο του Πανελλήνιο έπαινο. Επίσης αποτέλεσε μεγάλη τιμή για τον ποιητή μας, η ανακοίνωση στο Ι΄ Διεθνές Συμπόσιο Αιγαίου της Σύρου στις 23 Νοεμβρίου 1985, της μελέτης του για τον διδάσκαλο του γένους Γεώργιο Σερούιο.
Το τελευταίο εκδοθέν έργο του Διδυμοτειχίτη λογοτέχνη είναι η «Ποιητική Αναδρομή 1943 – 1986, Αθήνα 1987. Την εισαγωγή της υπόψη έκδοσης έγραψε ο Γεώργιος Βαλέτας, ο οποίος αναφέρει : «Ένας από τους νεώτερους Θράκες, που καλλιέργησαν το στοχασμό και την ποίηση είναι ο φιλόλογος και λογοτέχνης Βασίλης Σιναπίδης, που παρουσιάζεται σήμερα με την αναχείρας ποιητική προσφορά του, συμπληρώνοντας το έργο μιας ολόκληρης ζωής. Η ποιητική σημερινή προσφορά του αποτελεί μια πρώτη επιλογή της τεράστιας ανέκδοτης εργασίας του, που οι περιστάσεις δεν τον άφησαν να πραγματοποιήσει εκδοτικά μέχρι σήμερα. Η σημερινή του παρουσία εκφράζει την πιο βαθύτερη και γνησιότερη ποιητική του δημιουργία, που ο αναγνώστης θα την προσπελάσει στις σελίδες της έκδοσης ετούτης. Ο Θράκας ποιητής παρουσιάζεται κάτοχος εγκρατής των μυστικών της στιχουργικής τέχνης, και με το δικό του τρόπο μας ξαναφέρνει στους παλιούς θριάμβους της ποιητικής παράδοσης, που σήμερα έχουν ολότελα λησμονηθεί και σχεδόν αχρηστευθεί».
Επίσης ο Θανάσης Μουσόπουλος σχολιάζει : «Ο Βαλέτας με λεπτομέρειες αναλύει την ποίηση του Σιναπίδη, τονίζοντας ότι ¨η σημερινή του παρουσία εκφράζει την πιο βαθύτερη και γνησιότερη ποιητική του δημιουργία¨. Αναφέρεται στα Νησιά των Μακάρων, τα Δεκατετράστιχα, τη σειρά Γέλια και δάκρυα, τις πετυχημένες μεταφράσεις του κλασικών κειμένων, αρχαιοελλήνων και ξένων. Να θυμίσουμε ότι ο Σιναπίδης είναι θρέμμα του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, που κατά τον Βαλέτα οδήγησαν το δημιουργό στις σφαίρες της αληθινής ανθρωπιστικής δημιουργίας».
Ο ίδιος ο ποιητής στο επίμετρο του, γράφει : «Τα περισσότερα ποιήματα τούτα είναι λυρικά και συγκαιρικά, δηλαδή γεννήθηκαν από γεγονότα, αισθήματα και συγκινήσεις της καθημερινής ζωής, δεν παύουν όμως, σαν ποίηση που είναι, να χουν και τη διαχρονική τους αξία κι αντοχή. Κι όσα όμως απ΄ αυτά είναι κάπως διαχρονικά, γενικά κι αφηρημένα, από συγκεκριμένες συγκινήσεις έχουν την αρχή. Για τούτον το λόγο, η επιλογή αυτή είναι κι ένα ποιητικό – ιστορικό ντοκουμέντο της ταραγμένης εποχής που γράφτηκαν, προπαντός όσα είναι γραμμένα απ΄ το 1943 – 1950, με τον πόλεμο, την Κατοχή, την Εθνική Αντίσταση και τον Εμφύλιο, χρόνια γεμάτα αίμα, ιδρώτα και δάκρυα, χρόνια ιστορικά και οριακά. Πολλά απ΄ τα ποιήματα, που περιέχονται σ΄ αυτόν εδώ τον τόμο, έχουν δημοσιευτεί κατά καιρούς σε διάφορες εφημερίδες και περιοδικά, αρκετά μάλιστα έχουν απαγγελθεί και σε διάφορες εκδηλώσεις και γιορτές».
Η ποίηση του Βασίλη Σιναπίδη πρέπει να παραμείνει ζωντανή, για να συνεχίσει να υπηρετεί τον σκοπό της, που όπως προαναφέρθηκε, είναι να δώσει υγιή ερεθίσματα και κίνητρα στη νεολαία, ώστε να «ξαναγυρίσει στην ωραία Ελληνική παράδοση». Η αρχή ας γίνει από τα δημοτικά μας σχολεία, όπου στις εθνικές εορτές τα παιδιά μας, απαγγέλουν ποιήματα ηρωικά που αφορούν τους αγώνες του 1821 και του 1940. Μεταξύ των επιλεχθέντων ποιημάτων, ας συμπεριληφθούν και ποιήματα δικών μας, Θρακιωτών λογοτεχνών, τα οποία βεβαίως έχουν ανάλογη θεματολογία και σε πολλές περιπτώσεις προβάλλουν μορφές της Θρακικής μας ιστορίας. Έτσι τα παιδιά μας θα έρχονται από μικρή ηλικία σε επαφή με ποιήματα και κείμενα συντοπιτών τους λογοτεχνών, και με την παραίνεση των διδασκόντων, θα γνωρίζουν τα πρόσωπα και θα μελετούν το έργο τους.
Κλείνω το ταπεινό μου κείμενο, το οποίο όπως προανέφερα γράφτηκε δίκην μνημοσύνου, θέλοντας να τονίσω τον απέραντο σεβασμό μου προς τον συντοπίτη μου λογοτέχνη Βασίλη Σιναπίδη. Έναν ευπατρίδη λόγιο και στοχαστή, για τον οποίο οι ελάχιστες λογοτεχνικές μου γνώσεις δεν είναι σε θέση να αποδώσουν την σημαντικότητα του έργου του και της προσωπικότητας του. Για το λόγο αυτό παρέθεσα τις απόψεις των ειδικών επί των θεμάτων της λογοτεχνίας, όπως του Γεωργίου Βαλέτα, του Γκαστόν Ανρύ Ωφρέρ και του Θανάση Μουσόπουλου. Ας ευχηθούμε στο μέλλον να αναδημοσιευθεί και να γνωστοποιηθεί το λογοτεχνικό του έργο και να πραγματοποιηθούν όλα τα όνειρα και τα οράματά του, που αφορούν το Διδυμότειχο, την Θράκη και όλο τον Ελληνισμό.

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΕΡΓΑ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ ΣΙΝΑΠΙΔΗ

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ, Λόγος Πρώτος, «Αφροδίτης Επιφάνεια» (παραθέτουμε τους πρώτους 12 στίχους) :

Μέσα απ΄ την άσπρη θάλασσα καθώς προβάλλει ο Φοίβος / χρυσός και αστραφτερός, / το κύμα το αφροστάλαχτο σαν ένα ρολό ανοίγει / και σαν κρίνος λευκός·
και μέσαθε από τον αφρό του ρόδου και του κρίνου / τον γλυκανασασμό, / κορμί ξεκόβι αθάνατο πλασμένο από πατέρα / τον ίδιον ουρανό.
-«Νεράϊδα είμαι αφρογέννητη, με κράζουν Αφροδίτη, / τον Έρωτα έχω γυιό, / με λεν Παφία και Κυπρίδα χρυσή και με λατρεύουν / σα θηλυκό Θεό».

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ, Λόγος Έκτος, «Πλούτωνας» (ένα μέρος του ποιήματος) :

Ω Περσεφόνη σπλαχνικιά ! . , κι ω Κέρβερε ωμοφάγε ! / Καταραμένε Χάροντα του Κόσμου τρυγητή ! / Σα νέος Ορφέας έρχομαι στα Τάρταρα τα μαύρα, / τον Πόνο ν’ αποθεώσω στης Λύρας τη χορδή ! / Από τη Θράκη έρχομαι, κι απ’ τον πλατύ τον Έβρο, / και την Αγάπη λάτρεψα πολύ σ’ αυτή τη Γη· / κάτω στον Άδην έρχομαι, τη νέα μου Ευρυδίκη / πρωτάνθιστη, κι’ ολόδροση να φέρω στη ζωή.

ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ 1943-1986, «Πατρίδα» ¨έκτη ωδή¨ (ένα μέρος του ποιήματος) :

Η θεά Πατρίδα / είναι στημένη – άγαλμα ιερό κι ανέγγιχτο, – / στη μέση ενός ναού, / από ροδόχρωμα μάρμαρα. / Τα πουλιά των ανθρώπινων ψυχών / φτεροκοπούν προστατευτικά γύρω της, / μαζί με τα λευκά περιστέρια· / κάθονται στους ώμους και στα χέρια της, / της φιλούν τα μάτια και τα χείλια, / και γεμάτα φως και ευδαιμονία, / σκορπούν στον αέρα / τις ευωδίες των λατρευτικών τους ασμάτων.

ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ 1943-1986, «Πλημμύρα του Έβρου» (ένα μέρος του ποιήματος) :
Στου Έβρου πάνω τα κύματα τα στροβιλαφρισμένα / τριφούντωτες, βαθύσκιωτες ιτιές αλαφρογέρνουν. / Μεσ΄ σε μαγνάδια πράσινα κι ασημοπλουμισμένα, / ποτάμιες Νύμφες, που χορό θροϊστικό αχνοσέρνουν. / Πλάι στις οχθιές βεργολυγούν λαφριές κι ακροπατούσες, / σκύφτωντας κι αψηλώνοντας – νυφούλες Αμαδρυάδες !

ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ 1943-1986, «Ο Ήλιος της Δικαιοσύνης» (τελευταία στροφή του ποιήματος) :
Ω Ήλιε, Ήλιε της δικαιοσύνης, / ως πότε θα μας στερείς / τα ζωοφόρα ποτάμια του φωτός σου ; / Ω λάμψε, λάμψε, Ήλιε ! / να λουστούμε μεσ΄ στα χρυσά σου ρέματα, / και να μας σφουγγίσουν με μυρωμένα προσόψια, / και να μας αλείψουν με μυρωμένο λάδι / τα ευσπλαχνικά ροδοδάχτυλα χέρια της νέας αυγής ! / Κι ύστερα, ρουφώντας λαχταριστά / το δροσερό αγιάζι μιας ανοιξιάτικης αιθρίας, / ν’ ανέβουμε ανάλαφροι και γοργοπάτητοι / πάνω στο καταπράσινο Όρος των Ελαιών, / χωρίς Ποντίου Πιλάτους, και μακριά / από το φίλημα της προδοσίας !

ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ 1943-1986, «Υψόμετρο 1424» (πρώτη στροφή του ποιήματος) :
Σκαρφαλώσαμε μια νύχτα λαχανιασμένοι / σε μια κορφή του Μαύρου Βουνού. / Είμαστε η ασπίδα ενός παρόντος / και το δοξάρι ενός αβέβαιου μέλλοντος. / Κυνηγούμε τον αδερφό μας τον Κάιν, / τον προαιώνιον αδερφό μας, / που πλανιέται ακόμα μεσ’ στο Χρόνο και στον Τόπο κυκλικά, / μπήγοντας το μαχαίρι του στα στήθια τα’ αδερφού του, / γιατί ο Φθόνος του σάλεψε τα φρένα.

ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ 1943-1986, «Το Θρακικό Τραγούδι» (τέσσερις στροφές του ποιήματος) :
Θρακιώτικα τραγούδια λαϊκά / σα βρυσομάνες του βουνού γοργοκυλήστε / στον κάμπο που μαράθηκε και που διψά / στόματα και ψυχές για να ποτίστε.
Μέσα σας κρυφοκλαίει κι ένας καημός / αγιάτρευτος καημός Λαού δυστυχισμένου, / και σιγοστάει μια προσευχή κι ένας λυγμός, του Γένους μας λυγμός του δουλωμένου.
Δέεται μια ψυχή για λυτρωμό / κι είναι ένας πάντα νέος Ύμνος του Ακαθίστου / ένα τραγούδι βιβλικό, λειτουργικό, / χρώμα του σμαραγδιού και του αμεθύστου.
Ρυθμοί και μελωδίες τότε ηχούν / τα’ αρχαία κύμβαλα και οι άσκαυλοι βακχεύουν / του Δάσους Νύμφες και Δρυάδες τραγουδούν / και Βάκχες με τους Σάτυρους χορεύουν.
Νάχει τον έρωτα το θείο τον Ορφικό / νάχει το Πάθος πυρωμένο του Διονύσου, / νάχει τον πόνο το βαθύ και τον καημό / Θράκη για να με δεις άξιο παιδί σου !