«Έχω τρία παιδιά και δε χαίρομαι ούτε ένα εγγόνι»
Ευτυχώς που δεν τον συνάντησα. . .
Ιστορίες κρίσης, ιστορίες μνημονίου, ιστορίες πίκρας, τραγικές αληθινές ιστορίες.
Αλεξανδρούπολη, Ιούνιος 2017.
Ηλικιωμένος, επισκέπτεται επιχείρηση. Στο διάστημα που μεσολαβεί για να ολοκληρώσει την αγορά του, πιάνει κουβέντα με εργαζόμενο.
Ανοίγεται. Ο υπάλληλος είναι κοντά στην ηλικία του ενός γιου του.
Ο γιος του ηλικιωμένου έφυγε στο εξωτερικό. Για να βρει δουλειά, για να βρει μεροκάματο, για να πάψει να ζητάει από τον συνταξιούχο πατέρα του.
Είναι το τρίτο παιδί του παππού που φεύγει για το εξωτερικό. Είναι το τρίτο παιδί, που ο ηλικιωμένος μεγάλωσε με στερήσεις, με ξενύχτια, με μεροκάματα όπου ο ιδρώτας έτρεχε όσα πουκάμισα κι αν άλλαζε. Που μεγάλωσε με πρησμένα πόδια, για να μη λείψει τίποτα από το σπιτικό του.
Όταν μεγάλωνε τα παιδιά του, δεν υπολόγιζε τίποτα. Κι όταν πήγαν σε άλλη πόλη για σπουδές, δούλεψε ακόμη περισσότερο, για να καλύψει τα καινούργια έξοδα και να βάλει και λίγα στην άκρη. Για να επιστρέψουν στο σπίτι τους και να ανοίξουν το δικό τους σπίτι και να είναι εκεί για να τα βοηθήσει.
Να προχωρήσουν στη ζωή τους. Να φτιάξουν οικογένεια. Κι όταν τη φτιάξουν, ο παππούς να μεγαλώνει τα εγγόνια του. Γιατί έτσι είναι. Έχει μάθει, να αγαπάει δυνατά, να ζει, να δίνει, να παίρνει ένα φιλί και να κερδίζει χρόνια ζωής.
Τίποτα άλλο δεν ήθελε. Να βλέπει τα εγγόνια του να μεγαλώνουν. Να βλέπει τα παιδιά του να κρατούν τα εγγόνια του από το χέρι και να του θυμίζουν τις χαρές που έπαιρνε όταν επέστρεφε από το βαρύ μεροκάματο.
Δεν ήθελε τίποτα άλλο.
Πλέον ο ηλικιωμένος δεν έχει όνειρα. Του τα έκλεψαν. Είχε ελπίδα, είχε υπομονή.
Όταν έφυγε το πρώτο του παιδί, στεναχωρήθηκε, στο δεύτερο έκλαψε, στο τρίτο κατέρρευσε.
«Τα μεγάλωσα, τα σπούδασα, τα έχασα».
Ήταν η τελευταία κουβέντα που επέτρεψα να μου μεταφέρουν.
Δεν ήθελα να ακούσω άλλο. «Ευτυχώς που δεν τον συνάντησα» σκέφτηκα. Έφυγα από το κατάστημα. Είχα ξεχάσει και το λόγο που πήγα. Δεν θέλω να θυμάμαι.
Δεν θέλω να ξέρω, γιατί η οργή, δεν μετατρέπεται σε δημιουργία.
Δεν θέλω να ξέρω πόσοι παππούδες, δε θα έχουν τη χαρά να μεγαλώσουν τα εγγόνια τους.
Δεν ξέρω πόσοι δεν ξέρουν ότι δεν ήρθε η ελπίδα.
Γιάννης Τομαδάκης