Τομαδάκης φωτοΣκέφτηκα πολύ, αν έπρεπε να το μεταφέρω, όμως νομίζω ότι πρέπει να μάθουν κι άλλοι γι’ αυτό που έζησα σε βαγόνι του ηλεκτρικού.
Κυριακή 11 Σεπτεμβρίου. Πηγαίνω στον Πειραιά, όπως παλιά. Με τον ηλεκτρικό, με τις αναμνήσεις να με κατακλύζουν.
Σε κάποια στάση, μπαίνει ένας τύπος γεμάτος ουσίες που δεν μπορεί να σταθεί, κάθεται απέναντί μου.
Δεν τον κοιτώ. Δε θέλω να τον κοιτάξω.
Στο βαγόνι μπαίνει κι ένας από τους πολλούς τα τελευταία χρόνια φτωχοποιημένος λόγω μνημονίων, καλοντημένος Έλληνας. Πουλάει ένα μπλοκάκι, ένα στυλό κι έναν αναπτήρα σε μία συσκευασία προς 70 λεπτά. Δεν ζητιανεύει. Ψάχνει απλά τρόπο να βγάλει χρήματα για να ζήσει. Να ζήσει ο ίδιος, το άρρωστο παιδί του, όπως είπε. Ντροπιασμένος παλεύει για το ψωμί.
Δεν τον κοιτάω. Δεν θέλω να τον κοιτάξω.
Κανείς δεν τον κοιτάει! Κανείς.

Ο «βασιλεμένος» συνεπιβάτης που κάθεται απέναντί μου μουγκρίζει. Δεν μπορεί να μιλήσει. Προσπαθεί να του κάνει νόημα. Βάζει το χέρι στην τσέπη.
Βγάζει ένα πακέτο με τσιγάρα. Προσπαθεί. Παλεύει να βρει κάτι. Τελικά βρίσκει ένα ευρώ.
Πάει να το δώσει στον κύριο που πουλάει. Αυτός αρνείται. Φεύγει. Φτάσαμε σε νέα στάση.

Κάποιοι θα τον πουν πρεζάκι. Άλλοι ναρκομανή. Οι περισσότεροι όπως κι εγώ δε θα τον κοιτάξουν ποτέ. Δεν μπορούν να δουν την κατάντιά του. . .
Κι όμως αυτός που έχει χάσει την πραγματική ζωή, ζει σε έναν κόσμο που διατηρεί αυτό που μας αφαίρεσαν με τη βία.
Αυτός έχει μεγαλύτερη ψυχή από αυτούς που μας εξουσιάζουν.