Ο σκουπιδιάρης
Πέρασε και σήμερα, όπως κάθε βραδάκι, ο σκουπιδιάρης. Το ογκώδες αυτό όχημα που δυσκολεύεται να μπει και να βγει στο στενό δρομάκι μου, το παρκαρισμένο δεξιά-αριστερά ακριβά αυτοκίνητα και μηχανές πολλών κυβικών. Ο απέναντί μου είναι μεγαλοστέλεχος κάπου και κατεβαίνει το πρωί γύρω στις εννιάμιση με δέκα, ντυμένος στην τρίχα, φοράει την κάσκα του, ξεκλειδώνει το μηχάνημα και γκαζώνει για να «αρπάξει τη μέρα», να βγάλει λεφτά, να φανεί αντάξιος του μισθού και του bonus του, να πουλήσει παραμύθι ή, ποιος ξέρει, να προσφέρει κάπου σημαντικότατο έργο υπερασπιζόμενος κάποιον αθώο στα δικαστήρια έναντι τεράστιας αμοιβής ή συνεργαζόμενος με τον συνεταίρο του αρχιτέκτονα στην μελέτη για την νέα ξενοδοχειακή μονάδα στο Πόρτο-Χέλι που αν δεν είχαμε πέσει σ’ αυτό το κόλλημα θα είχε ήδη ολοκληρωθεί σαν έργο – αλλά τώρα, άσε, από αναβολή σε αναβολή το πάμε. Ωραίος πάντως, σενιαρισμένος, καλοντυμένος, ακριβές μπότες τον χειμώνα, ακριβά loafers το καλοκαίρι, ακριβό σπίτι σε ακριβή (μάλλον ιδιόκτητη) πολυκατοικία ελαχίστων διαμερισμάτων – μπορεί να είναι και μονοκατοικία καμουφλαρισμένη, δεν βάζω και το χέρι μου στη φωτιά. Το γκαράζ είναι ένα τεράστιο ασανσέρ και χωράει ή 4 ή 5 αυτοκίνητα γιατί μόλις βγει ο οδηγός και το κλειδώσει, «διπλώνει» η οροφή, κατεβαίνει – και εκεί που θα χωρούσε ένα χωράνε πέντε αυτοκίνητα, από Cayenne μέχρι το «Ακριβό μου διθέσιο» της Άλκηστης, της Λίνας Νικολακοπούλου, του Νίκου Αντύπα – και πάσης Ελλάδος – την δεκαετία που γράφτηκε.
Όμως εμένα το μυαλό μου τέτοια ώρα κάθε βράδυ αν είμαι σπίτι και δουλεύω είναι στον σκουπιδιάρη. Δεν είναι βέβαια πια ένας, είναι πολλοί. Ο οδηγός, ο συνοδηγός και δυό-τρείς εργάτες στην κάθε υπερσύγχρονη σκουπιδιάρα που βγάζει μια δαγκάνα, την εφαρμόζει ο εργάτης στις αντίστοιχες εγκοπές του κάθε κάδου, και με μια κίνηση του οδηγού και του συνοδηγού (του control δηλαδή, που δεν βγαίνει απ’ τ’ αμάξι), όλα μου τα σκουπίδια, παρέα με όλων των γειτόνων μου σ’ αυτό το τετράγωνο, τα ρουφάει ένα γιγάντιο μπλέντερ που τα φέρνει στα ίσα τους κερδίζοντας χώρο, μεταβάλλοντάς τα σε μια μάζα άμορφη που θα οδηγηθεί στις χωματερές και τα περαιτέρω. Δεν την ξέρω την διαδικασία. Αλλά για κάποιο λόγο, κάθε βράδυ που είμαι εδώ και περνάνε τα παιδιά, σταματάω αυτό που κάνω, γράψιμο, διάβασμα, τηλέφωνο, σερφάρισμα, σιδέρωμα – και, δεν ξέρω πώς να το εξηγήσω, κατά έναν τρόπο στέκομαι προσοχή, κάνω ησυχία, ενός λεπτού σιγή ας την πούμε, ενώ οι σκληρά εργαζόμενοι αυτοί συνάνθρωποι, Έλληνες κυρίως αλλά και αρκετοί ξένοι (που μιλάνε όλοι Ελληνικά) συνεννοούνται με φράσεις και λέξεις «κωδικούς» («πάρτο λίγο αριστερά», «φύγε», «έλα με την όπισθεν» κλπ.). Μετά απομακρύνονται σταδιακά και μένω για λίγα λεπτά να σκέπτομαι πόσο διαφορετικές είναι οι ζωές μας, από πόσες διαφορετικές οπτικές γωνίες μπορείς να δεις την πραγματικότητα, πόσο πολύπλοκα είναι όλα. Και, δεν ξέρω γιατί, τρέφω μεγάλο σεβασμό στον εργάτη του Δήμου που μαζεύει τα σκουπίδια. Το ένστικτό μου λέει ότι αγαπάει πολύ τη ζωή και ξέρει να αγωνίζεται, πως δεν το βάζει κάτω, πως τον ενδιαφέρει να κάνει μια δουλειά έντιμη και να εισπράξει το αντίτιμο – ενώ θα μπορούσε χίλια άλλα να προσπαθήσει, να μπλέξει στο εμπόριο των ναρκωτικών, να γίνει μπράβος, να στήσει κώλο (με συγχωρείτε για το ρεαλιστικό του πράγματος) στον πρώτο πούστη που «ψωνίζει» τα βράδια ή να εμπορευθεί το πολυπόθητο από τόσες πολλές (και πολλούς) γεννητικό του όργανο. Γιατί αυτά τα παλληκάρια, άντρες μέχρι και 40 χρόνων, όχι πολύ παραπάνω, είναι σκληρά καρύδια, γερά παιδιά, το λέει η ψυχή τους. Και πολλοί απ’ αυτούς, το έχω παρατηρήσει κυρίως την άνοιξη που μεγαλώνει η μέρα και στις 8 που περνάνε έχει ακόμα φώς, είναι ωραίοι άντρες, καλοχτισμένοι, με κορμιά δουλεμένα στον καθημερινό αγώνα του επιούσιου.
Όμως είναι σκουπιδιάρηδες. Κάνουν μια από τις πιο δύσκολες δουλειές που υπάρχουν και όταν τους ρωτάνε «που δουλεύεις» λένε «στον Δήμο» – όχι γιατί το ντρέπονται αλλά γιατί αυτό είναι το σωστό. Σκέφτομαι τα κορίτσια, τις γυναίκες τους. Όσοι έχουν μια σχέση ή μιαν οικογένεια θα γυρίζουν σπίτι τόσο κουρασμένοι, τόσο βρώμικοι. Θα θέλουν να κάνουν ένα μπάνιο καυτό και να κοιμηθούνε καλά – κι’ αν είναι τυχεροί κάποιος τους αγαπάει και τους έχει μαγειρέψει και έχει ανάψει τον θερμοσίφωνα και τους περιμένει να τους σφίξει σε μια ζεστή αγκαλιά. Αλλά συνήθως δεν είναι έτσι. Είναι αλλοιώς. Είναι δύσκολα.
Δεν ξέρω τι ακριβώς θέλω να πω – με καταλαβαίνετε όμως. Τους έχω μεγάλο σεβασμό. Τους εκτιμώ και τους θαυμάζω και μου δίνει πολύ δύναμη και κουράγιο η σκέψη πως είναι πολλοί ακόμα οι άνθρωποι που από επιλογή κερδίζουν τίμια το ψωμί τους – και ας τραβάνε ένα τέτοιο (ή κάποιο άλλο, εξ’ ίσου βαρύ) ζόρι. Κάτι δείχνει αυτό, έχει μια καθαρότητα και μια διαύγεια που με ενθουσιάζει. Να βγάζεις ένα τίμιο μεροκάματο. Να μην είσαι ένα απ’ αυτά τα ασπόνδυλα που έχουνε κατακλύσει τις ζωές μας και γλιστράνε με την κοιλιά σαν φίδια ή σαν σκουλήκια – για να εξασφαλίσουνε κάτι εντελώς διαφορετικό. Δεν χρειάζεται να το σχολιάσω. Όλοι ξέρουμε την τεράστια απόσταση που καλύπτει την μία επιλογή από την άλλη.
Πολύ θα ήθελα να έχω έναν φίλο που κάνει αυτή τη δουλειά, αλλά η κοινωνία είναι φτιαγμένη έτσι ώστε αυτό να μην είναι εύκολα πραγματοποιήσιμο. Έχουν χτίσει τείχη δυσθεώρητα όλοι αυτοί οι μικρόψυχοι και κακομοιριασμένοι που ξέρουνε το δρόμο για τις εξουσίες και την δύναμη – αλλά δεν μπορείς να τους κοιτάξεις στα μάτια γιατί φοράνε μαύρα γυαλιά ή κοιτάνε αλλού ή δεν ανακατεύονται στα δικά σου μονοπάτια, προχωράνε στις μεγάλες λεωφόρους αυτοί, σπηνταριστοί και αγχωμένοι. Θα μου πείτε «τι σου φταίνε κι’ αυτοί, τον αγώνα τους δίνουνε».
Δίκιο έχετε. Αλλά, να, έχω μεγάλο θαυμασμό στους εργάτες του Δήμου που μαζεύουν τα σκουπίδια μας, δέος σχεδόν. Και, να, εδώ στο protagon που «σκέφτεται διαφορετικά», μου δίνεται η ευκαιρία να το «εξομολογηθώ».
Μεγάλη υπόθεση…