Τομαδάκης φωτοκαι βρεθώ σε μία έρημη πόλη
και η πλειοψηφία των αναγνωστών είναι από τη Γερμανία
και το σπίτι του γείτονα έχει κλειστά παντζούρια
και το ψιλικατζίδικο της γειτονιάς έχει κλείσει
και δε βρω άνθρωπο να πούμε καλημέρα.

Οι φόβοι μου, δεν είναι φόβοι υπερβολής. Είναι φόβοι πραγματικοί. Είναι φόβοι που δεν τους έχω μόνο εγώ. Φόβοι που τους μοιράζονται όλο και περισσότεροι.
Είναι φόβοι, φοβισμένων για το μέλλον μας ως χώρα, ως έθνος.

Δεν κουράστηκα να ακούω ότι ακόμη ένας έφυγε για το εξωτερικό.
Δεν κουράστηκα να ακούω, ότι ένα σπίτι έμεινε χωρίς ενοίκους.
Δεν κουράστηκα.
Σιχάθηκα.
Σιχάθηκα αυτούς που μας οδηγούν στη μετανάστευση, σιχάθηκα να μην ελπίζει η νεότερη γενιά, σιχάθηκα να ακούω απελπισμένους γονείς να λένε στα παιδιά τους, «σπούδασε και φύγε».

Και κάθε μέρα, κάποιος φεύγει. Κάθε μέρα, χωρίς σταματημό, ακόμη και το καλοκαίρι. . .

 

Δεν πάει σε ένα νησί να δουλέψει για τρεις μήνες,
γιατί ψάχνει μόνιμη δουλειά, στις χώρες αυτών που θα έρθουν για να κάνουν διακοπές στη δική μας πατρίδα.

 

Άοσμοι, δεν μπορούν να λύσουν το πρόβλημα, άχρωμοι, για να αντιληφθούν το μαύρο, απόντες, δεν μπορούν να δώσουν ούτε ελπίδα.

Και δεν είμαι από αυτούς που πίστεψαν ότι θα έρθουν οι σωτήρες με την επετηρίδα που τους ορίζει, άγνωστο ποια δύναμη.
Ούτε ελπίδα είχα για σωτήρες που ποτέ δεν προσγειώθηκαν.

Και δεν πρέπει να φοβάμαι. Αλλά σ’ αυτή τη φάση, μόνο φόβος με κυριεύει, γιατί το καμπανάκι κτυπάει ασταμάτητα και φοβάμαι να μην ξυπνήσω και βρεθώ σε μία έρημη πόλη.

Γιάννης Τομαδάκης